Ή καλύτερα: Πες μου ποιος σε γαμεί να του φιλήσω τομπούτσο.

Ανακραγμός καψούρας επί τη θέα μεναγκό που είναι πολλούς τόνους αμαρτωλό, από Λίλιαν και άνω, και που ξυπνάει μέσα μας τον αιρετικό Βορβορίτη, αφού μπορούμε επίσης και να την ρωτήσουμε πες μου πότε έχεις περίοδο, να 'ρθω να μεταλάβω. Πρόκειται εν ολίγοις για το τριφασικό, επικό θεόμουνο της οποίας και η κλανιά είναι βάλσαμο, ο δε πατέρας κατά πάσα πιθανότητα επαγγέλλεται την ζαχαροπλαστική.

Το εν λόγω φιλί είναι αμφίσημο, όπως εν γένει οι φιλούρες. Κατ' αρχήν, πρόκειται για άδολη απότιση σπεκίου στον πέοντα που αγγίζει αυτό το αιθέριο πλάσμα. Υπονοείται, εξάλλου, ότι για να είναι τόσο όμορφη η γυναίκα, κάποιος την ποθεί απύθμενα, και την εγκαλεί στην ομορφιά. Εμείς βλέπουμε το μεναγκό και το ποθούμε μόνο δευτερογενώς, όταν είναι ήδη θεόμουνο. Που σημαίνει ότι κάποιος την έχει ήδη ποθήσει ώστε να την συστήσει ως θεόμουνο. Οπότε ως δευτερογενείς ποθητές εμείς καλούμαστε να συντονιστούμε με την επιθυμία του πρώτου φαλλού, προνομιακού σημαίνοντος κατά Lacan, τον οποίο και προσκυνούμε δίκην θρησκευτικού συμβόλου.

Με λίγη ερασιτεχνική ψυχ-ανάλα, μπορούμε να δούμε εδώ το στάδιο που το παιδί επιγιγνώσκει ότι υπάρχει και κάποιος άλλος που επιθυμεί την μητέρα, ο πατέρας. Όταν όμως φτάσουμε να πούμε αυτήν την φράση, υπάρχει ο κίνδυνος ο πόθος μας για το μεναγκό να έχει πάρει τις διαστάσεις μιας τέτοιας σύγχυσης με το αντικείμενο του πόθου (την μητέρα στην ψυχαναλυτική μυθολογία/μεταφυσική) ώστε να χάνονται τα όρια, και η ποθούσα ετερότητα να μην βρίσκεται πλέον σε εμάς αλλά απέναντι. Είναι το ίδιο φαινόμενο με κάποιους αγαπούληδες, που από την υπερβολική λατρεία προς την γυναίκα, φτάνουν να χαϊδεύουν τα ρούχα της (πιο μετριοπαθής μορφή γουτσισμού), να κοιμούνται όπου κοιμάται αυτή και να φιλάνε τα μαξιλάρια, ή σε πιο σοβαρές περιπτώσεις να φοράνε τα ρούχα, φορέματα, φούστες και κραγιόν της. Εντέλει η επιθυμία οδήγησε σε τέτοια σύγχυση ώστε στο δίπολο εραστή- ερωμένου, ο τοιούτος βρέθηκε στην λάθος μεριά.

Μιλάμε, επομένως, για τον εκ στρέιτ ορμώμενο γκέουλα, που υπέπεσε σε ολίσθηση εξ ακραίου γουτσισμού, ήτοι σε σύγχυση με το αντικείμενο της επιθυμίας και εν τέλει θεώρηση της επιθυμητικής ετερότητας από την μεριά του ερωμένου. Πρόκειται για έναν από τους πολλούς δρόμους για το γκεϊλίκι που αναφέρει ο Otto Kernberg στο βιβλίο του για τον ναρκισσισμό. Σε ακραίες περιπτώσεις ο ασπασμός του πέοντος του πρώτου ποθούντος μπορεί να πάρει και μορφή υποταγής στον κατέχοντα την εξουσία, όπως είναι άλλου είδους φιλιά, λ.χ. φιλάω κατουρημένες ποδιές, φιλάω τ' αρχίδια / τον κώλο τινός.

Για την ιστορία έτσι το γύρισε και ο γνωστός μας Πέρι της Λιλιανάδας, που η υπερβολική του λατρεία προς το Λίλιαν τον έφερε στο πουστρηλίκι (βλ. παράδειγμα).

Ο Πέρι, ευυπόληπτος μέχρι τότε οικογενειάρχης, με ελαφρά κοιλίτσα και αρχή φαλάκρας, βγαίνει από την πολυκατοικία του, και αίφνης αντικρύζει το Λίλιαν να περνάει. Δεν μπορεί να συγκρατήσει τον ψίθυρο, που εντέλει απετέλεσε ιαχή.
- Πες μου ποιος σε γαμεί να του φιλήσω τον πούτσο!
Το Λίλιαν που άκουσε, γυρίζει και με αφοπλιστική κυριολεξία απαντά:
- Ο Βάγγελας.
Ο Πέρι ύστερα από μια στιγμή σκέψης:
- Μήπως έχεις το τηλέφωνό του;

(Από την ραψωδία Γάμα της Λιλιανάδας).

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Τα ψέματα στα οποία μας φλομώνει ο φιδέμπορας Φιδίας. Μάλλον εννοείται ότι πρόκειται κάτι σαν το αντίστοιχο ιστοριών για αγρίους με πρωταγωνιστές επικίνδυνα τέρατα, πρβλ. και δράκοι, αρκούδες κ.τ.ό.

Στο Δ.Π. υπό Πονηροσκύλου.

Μας φλόμωσε στα φίδια ότι πήδαγε στη Νάξο μια Σουηδέζα τουρίστρια, και μετά πήδηξε και την μάνα της, που είχε πάρει διαζύγιο πρόσφατα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Στρατιωτικό καψώνι, όπου ο νέωψ κλείνεται στην ντουλάπα, του βάζουν ένα κέρμα στο στόμα, και τον υποχρεώνουν να τραγουδάει (Δες). Κατά άλλη εκδοχή πετάνε τα κέρματα από τις γρίλιες του φοριαμού (Δες).

Πάσα: Κνάσος.

Μακαρι γιατι τωρα υπηρετει φιλος μου απο Περθ Αυστραλια ανυποτακτος που θελει να ξεμπερδευει 36 χρονων και εφαγε τζουκ μποξ στη μοναδα απο δυο ντουλαπες. (Εδώ).

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Συνώνυμο του κλάνω μέντες, δηλαδή διακατέχομαι από μεγάλη τρομάρα. Οι μπάμιες ως δύσπεπτες προκαλούν αέρια, οπότε η χρήση τους εδώ μάλλον είναι επιτατική, δηλαδή κλάνω πάρα πολύ (από τρόμο).

Πάσα: Μπίφτεξ, Πονηρόσκυλο.

  1. Ε ετσι πρεπει να παιζεται το Σκοτεινο Δωματιο.Να ακουει ο αλλος «σειρα σου» και να κλανει μπαμιες. (Εδώ).

  2. Μου παν πως είσαι μπελαλής
    άντρας σκληρός και ντερτιλής
    μα σαν τον παίρνεις και γελάς
    κλάνεις μπάμιες και πονάς. (Ποίηση).

  3. nikolaki θα το παρω μια μερα να σε παω λαμπαδα να κλασεις μπαμιες. (Εδώ).

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο υπέρμαχος του σχεδίου Ανάν για την Κύπρο. Ανήκει και στην δεξιά ιδιόλεκτο στην οποία συνηθίζεται να παρατίθεται παρατακτικώς μετά άλλων ύβρεων, λ.χ. «είσαι γνωστός θολοκουλτουριάρης, εθνομηδενιστής, ευρωλιγούρης, αποδομιστής και ανανιστής», αλλά όχι μόνο, λέγεται και από άλλους επικριτές του αμφιλεγόμενου σχεδίου Ανάν. Επίσης χρησιμοποιείται αρκετά στην μαρτυριάρικη, λ.χ. για να χαρακτηρίσει μερίδα του πολιτικού κόσμου. Προφ λογοπαίγνιο με τον αυνάνα, βλ. και κόφι αυνάν.

Συνώνυμο: μάρτυρας του Αυνάν (πλάκα κάνω!, ξένε μεταφραστή).

  1. Ακόμη και σήμερα, ένα βήμα πριν την επιβολή, απ’ τη Νέα Τάξη, της Παγκόσμιας Διακυβέρνησης, την ανάγκη της οποίας τονίζει και ο ανανιστής πρωθυπουργός της κατεχόμενης Ελλάδας και πρόεδρος της Σοσιαλιστικής Διεθνούς, οι ιδέες παραμένουν το μεγαλύτερο όπλο της ανθρωπότητας. (Εδώ).

  2. είναι σταθερός, συνεπής και στοχοπροσηλωμένος στο 2004. Είναι ένας αδιόρθωτος «Ανανιστής» και όλα όσα λέγει περιστρέφονται γύρω από το Σχέδιο Ανάν. (Εδώ).

Περιοδικό που προδφέρεται για ανανισμό (από Vrastaman, 08/12/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Λέξη που είναι πολύ της μοδός στην ιδιόλεκτο από δεξιούς, ακροδεξιούς, πατριώτες, εθνικιστές και λοιπές εθνικές δυνάμεις (ενίοτε και από πατριώτες της Αριστεράς). Δηλώνει τον αντίπαλο του ελληνικού έθνους, αυτόν που θέλει να το μηδενίσει. Δεν μιλάμε όμως για κάποιον ταπεινό μετανάστη, ούτε για αλλοδαπό ανθέλληνα, αλλά για αυτούς που απεργάζονται αυτό το έργο μεταξύ μας όντας είτε θολοκουλτουριάρηδες της ιντελιγκέντσιας, είτε πολιτικοί.

Ως ύβρις το εθνομηδενιστής είναι πολύ συχνό και συνδυάζεται με πολλά άλλα όπως τα: θολοκουλτουριάρης, ευρωλιγούρης, εκσυγχρονιστής, αποδομιστής, μεταμοντέρνος, νατοκεμαλιστής και ταλιμπάν. Ο όρος δεν φαίνεται να είναι κλασική ζουραριά, αν και χρησιμοποιείται και από ζουραροειδείς διανοούμενους. Εδώ γίνεται η διερώτηση για την καταγωγή του με ασαφή συμπεράσματα, κάπου ανάγεται στους ξενικούς όρους ethnonihilism και national nihilism χρησιμοποιηθέντες (υποτίθεται) και από τους Stalin και Engels. Σε κάθε περίπτωση είναι ενδιαφέρων ο σχηματισμός του συνθέτου με το πρώτο συνθετικό ως αντικείμενο, όπως λ.χ. στο κωλογαμιάς. Και βγάζει έναν φιλοσοφικό εγελιανισμό, ο μηδενισμός του έθνους για χάρη μιας ανώτερης διεθνιστικής σύνθεσης και τα ρέστα παγωτά.

Τέλος, όπως συμβαίνει με παρόμοιους βαρύγδουπους όρους, χρησιμοποιείται σχεδόν εξίσου συχνά από αντι-εθνικιστές ειρωνικά, ωστόσο ποτέ πανηγυρικά, όπως λ.χ. το θολοκουλτουριάρης.

  1. Άσε μας ρε ἐκσυγχρονιστή, εὐρωλιγούρη, ἐθνομηδενιστὴ καὶ πατριδοκτόνε, Νατοκεμαλιστή, τραπεζίτη παράσιτο καὶ Μνημονιολάτρη Βουνό. (Εδώ).

  2. Oι Ινδιάνοι Ζαπατίστας και οι ημέτεροι εθνομηδενιστές μπαχαλάκηδες (εδώ)

  3. Με την εμφάνιση του Μεταμοντερνισμού —αυτής της νέας επίθεσης στην ίδια την αντικειμενική αλήθεια, με την άρνηση γεγονότων ή περιστατικών χωριστά από τη γλώσσα ή το κείμενο, και την αντίληψη της ότι κάθε πραγματικότητα είναι κοινωνικά καθορισμένη — η Ελλάδα μας θεωρείται πια μια αυθαίρετη αφηρημένη έννοια. [...] Στην Ελλάδα αυτούς τους μεταμοντρένους φορείς ξενοκεντρικών πολυπολιτισμικών αντιλήψεων τους ονομάζουμε πλέον ως εθνομηδενιστές. (The poverty of multiculturalism)

  4. Κάθαρσις τοῦ κλήρου ἀπό κιναίδους καί ἐθνομηδενιστές. (Φίλοι της ελληνικής γροθιάς).

  5. Ειδικά το “τα ρούχα μου θα ράψω με δέρματα απ’αυτούς” παραπέμπει όχι στο… αρχαιοελληνικό μεγαλείου που ΚΑΜΩΝΟΝΤΑΙ ότι θαυμάζουν οι φασίστες, αλλά στους βάρβαρους Σκύθες που κάκιζε ο Ηρόδοτος. Ουπς! Ξαφνικά έγινε κι ο Ηρόδοτος εθνομηδενιστής και θολοκουλτουριάρης! Άντε τραβάτε στους νεοναζιστικούς σας βόθρους… (ειρωνική χρήση εδώ)

Δείγμα εθνομηδενισμού και το φίλες και φίλοι (από Khan, 08/12/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Μεταφορά στα ελληνικά του αγγλικού glory hole, βλ. εδώ, (αν και τα αρχαιόκαυλα ένστικτά μου θα προτιμούσαν το οπή του κλέους / κλεόπη/ Κλεόπας).

Πρόκειται για τρύπα που είναι ανοιγμένη στις μεσοτοιχίες δημοσίων αποχωρητηρίων ή άλλων χώρων, λ.χ. δωματιάκια σε τσοντάδικα, με σκοπό να έρθουν σε σεξουαλική επαφή οι χρήστες / ένοικοί τους. Λέγεται και τσιμπουκότρυπα, αλλά αυτός ο όρος είναι κάπως περιοριστικός, καθώς αν και οι τρύπες της χαράς προορίζονται κυρίως για στοματικό σεξ, δεν αποκλείεται να γίνει και ολοκληρωμένο σεξ, ή και πρωκτικό, καμιά φραπεδιά βρε αδερφέ, ένα τσιμπουκομάσχαλο για τους πιο κίνκι συμπολίτες μας.

Η τρύπα της χαράς έχει το πλεονέκτημα ότι προσφέρει εύκωλο σεξ με ανωνυμία και περνάς γρήγορα τα προκαταρκτικά τύπου καμάκι, μ' αγαπά δεν μ' αγαπά, ταιριάζουμε κ.τ.λ. Για όσους γκέι δεν έχουν βγει από την ντουλάπα, προσφέρει το πλεονέκτημα της ανωνυμίας. Επίσης είναι καλή για όσους είναι άσχημοι, τόφαλοι, έχουν τον ανθρωποδιώκτη και δεν έχουν αλλέως πώς ευκαιρία να γαμήσουν.

Έχει περάσει ωστόσο γενικά στην κουλτούρα, στις ονειρώξεις και στην κουλτούρα του πορνό, ενώ μπορεί να προσφέρεται και ως επιλογή σε ευαγή ιδρύματα. Όπως αποκάλυψε σύσλανγκος, όταν οι Αμερικάνοι χρησιμοποιούσαν τον κώλο τους μόνο για να χέζουν, εμείς οι Έλληνες είχαμε ήδη τρύπες της χαράς σε κωλάδικα. Δεν αποκλείεται επίσης η χρήση τους σε παρτουζάδικα νέας κοπής και σε παιχνίδια ρόλων με χαρακτήρα εξευτελισμού, κυριαρχίας- υποταγής.

Δεδομένου βέβαια ότι κυκλοφορούν και δαγκανόμουνα-κωλα θέλει αρετή και τόλμη η τρύπα της χαράς. Δεν είναι και λίγο να εκθέτεις τον πέοντα στο άγνωστο με βάρκα την ελπήδα.

Στο Δ.Π. υπό Mr Cadmus.
(σ.ς.: Δεν βρήκα χτυπήματα στον γούγλη πέρα από το lexilogia.gr, ωστόσο κάπως πρέπει να ονομαστεί αυτή η πρακτική και το τσιμπουκότρυπα δεν αποδίδει όλο το φάσμα. Πρόκειται βέβαια για σλανγκ εκ των άνω).

Στο Παρίσι υπάρχει ο (βρ)αστικός μύθος ότι σε κάποια ευαγή ιδρύματα σε προσκαλούν να βάλεις τον πέοντα σε τρύπα της χαράς, και από την άλλη βάζουν μια κότα την οποία και γαμάς. Ύστερα από λίγα λεπτά την πνίγουν με αποτέλεσμα οι επιθανάτιοι ρόγχοι της να προκαλούν μια ηδονjική αίσθηση με την οποία το δίχως άλλο τελειώνεις.

Πότε είναι η κώλαση... (από Khan, 07/12/10)... και πότε ο παράδεισος... (από Khan, 07/12/10)Στις τρύπες της χαράς δεν χρειάζεται να αποδείξεις ότι δεν είσαι ελέφαντας... (από Khan, 07/12/10)Σε περιπτώσεις μεγάλης επιτυχίας... (από Khan, 21/03/15)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Προφ ο φέρων τσουτσούνιον άντρας. Κυρίως λέγεται σε περιπτώσεις που θέλουμε να διευκρινίσουμε ότι ένα άτομο είναι άρρεν. Εξηγούμαι αμέσως: λ.χ. σε περιπτώσεις εγκυμοσύνης όταν μαθαίνουμε το φύλο του παιδιού, ή σε μια μεγάλη παρέα που δεν ξέρουμε την ακριβή της σύνθεση, και πρέπει να κάνουμε τα κουμάντα μας για να υπάρχει ισορροπία ανάλογα με τους στόχους μας. Γενικά, λέγεται περισσότερο σε περιπτώσεις που υποθετικώς διακρίνουμε την πραγματικότητα ότι κάποιος είναι άντρας από την δυνατότητα να ήταν στην θέση του μια γυναίκα. Βέβαια, δεν αποκλείεται να χρησιμοποιηθεί για να δηλώσει και τον πουτσαρά καθ' εαυτόν.

Ο ίδιος ο σχηματισμός της λέξης έχει ενδιαφέρον. Μοιάζει σαν να υπονοείται ότι έχουμε ένα κατ' αρχήν άφυλο ον, στο οποίο φοράμε εκ των υστέρων ένα τσουτσούνι δίκην επεισάκτου επιθέματος, όπως ένας οποιοσδήποτε παρελαύνων μπορεί να φορέσει ένα κοντάρι και να γίνει αίφνης σημαιοφόρος. Τονίζεται έτσι αφενός το ματζαφλαροειδές αυτού του παράδοξου σχηματισμού που έχουμε (οι άντρες) ανάμεσα στα πόδια μας, και αφεδύο σαν να έχουμε μια επιθεματική θεώρηση του φύλου.

Πάσα: Σσσσττττέφφφφφανννννοςςςςςςςςςςς

  1. - Προσπαθούσε ο γιατρός να δει τι είναι αλλά αυτό γύριζε το πωπούδι του. Τελικά εμφανίστηκε (και επισήμως) το τσουτσουνάκι (παραεμφανίστηκε, εντυπωσιάστηκε ο γιατρός αχαχαχαχαχαχαχαχαχ :mrgreen: ), επομένως μπορούμε να αγοράζουμε από τώρα σωβρακάκια.
    - aaa οποτε επισημως κι αλλος τσουτσουνοφορος!!!με το καλο!!!
    - Ναι ναι κι άλλο τσουτσουνοφόρο παιδάκι, θα φτιάξουμε ποδοσφαιρική ομάδα φουλ οπωσδήποτε (συν τους αναπληρωματικούς) (από το teleiosgamos.gr)

  2. Ίσως η καλύτερη στιγμή μου φαγητού ήταν όταν παρέσυρα στην ακολασία τον έτερο τσουτσουνοφόρο της παρέας (εδώ)

  3. Ο σωστος υποτακτικος σηκωνει παντα το καπακι της τουαλετας οταν κατουραει. Αν ειναι τσουτσουνοφορος ασφαλως. Αν ειναι θηλυκο, ειναι σωστη ουτως η αλλως, εκτος αν διατεινεται κανεις εξ ημων οτι μπορει να πεισει μια γυναικα οτι εχει λαθος. (από το greekbdsmcommunity.com)

Θέσει τσουτσουνοφόρος (από Khan, 07/12/10)Πιο τσουτσουνοφόρος δε γίνεται!! (από sstteffannoss, 07/12/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Άτιτιουντ Νεοέλληνα που όντως βιοπαλεύει για να εξασφαλίσει ένα βράδυ γκλαμουριάς. Περιττό να πούμε ότι οι πέντε εργάσιμες και η μία γκλαμουριά ανά εβδομάδα είναι πολύ καλή αναλογία σε εποχές κρίσης, γι' αυτό και κυκλοφορεί και στις εκδοχές μια βδομάδα ή κάθε μέρα. Επίσης κυκλοφορεί και σε γκράφιτι.

Επίσης: Πέντε μέρες στην δουλειά, για μια νύχτα γκλαμουριά και το ημισκούμπρειο: Πέντε μέρες χαμαλίκι για μια νύχτα στον Τσαλίκη.

πέντε μέρες τρως τ' αγγούρι και το Σάββατο είσαι μούρη.

εγώ αγαπητοί μου μπλόγκερς έφαγα 5 αγγούρια μέχρι στιγμής κ η μούρη μου δεν άλλαξε καθόλου, πόσο μάλλον το πορτοφόλι ή κάποιος από τους πολλούς άδειους λογαριασμούς που έχω... για να μαι και μούρη, όχι τπτ άλλο.. (Εδώ).

Αξίζουν πέντε μέρες χαμαλίκι; (από Khan, 07/12/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αυτός που ταυτοχρόνως αφήνει μαλλί, αλλά αφήνει και καράφλα. Θα μπορούσε να είναι οξύμωρο, αλλά δεν είναι, καθώς είναι δυνατό να μην έχεις μαλλιά στην κορυφή, αλλά να τα αφήνεις προς τα κάτω.

Συνηθίζεται σε ροκάδες που έγιναν μπαμπάδες, δηλαδή σε αυτούς που είχαν συνηθίσει στην αισθητική του μακριού μαλλιού και δεν παράτησαν τον αγώνα. Μιλάμε για ηλικίες late 30s, 40s, 50s, ή και παραπάνω, που όταν οι συνομήλικοί τους κάνουν άπελπι καραφλάζ, οι δικοί μας αρνούνται τον θάνατο (που λέει κι η Ιρονίκ) και συνεχίζουν να το παίζουν ροκοτζόβενα. Αξίζουν την συγκίνηση και την επιβράβευσή μας.

Επίσης συνηθίζεται σε ποδοσφαιριστές τ. Ρότσα, και, σύμφωνα με στερεότυπα (μάλλον πασέ) σε αθεοαναρχοκουμμουνιστοσυμμορίτας.

Βιβλιογραφικές αναφορές: αφήνω καράφλα, καραφλοχαίτουλας, καραφλογιεγιές, μπουκλοκάραφλος, Ρότσα (Χουάν Ραμόν).

  1. ΟΥΤΕ ΓΙΑ ΑΣΤΕΙΟ Ο ΚΑΡΑΦΛΟΜΑΛΛΙΑΣ-ΥΔΡΟΚΕΦΑΛΟΣ-ΜΠΟΥΡΤΖΟΒΛΑΧΟΣ ΦΑΝΗΣ ΓΚΕΚΑΣ ΣΤΗΝ ΟΜΑΔΑ ΜΑΣ. (Εδώ)

  2. ...είτε ο αθυρόστομος γραφικός εισαγγελεύς, είτε ο βατοπεδινός καραφλομαλλιάς εισηγητής της θεωρίας του νόμιμου και του ηθικού!... (Εδώ).

  3. Αν ήμουνα ροκάς και καραφλομαλλιάς
    Аν έπινα νταφού και ήμουν ζαμανφού
    Ίσως να μ' ήθελες αλλιώς, κορίτσι μου γλυκό
    Αλλά είμαι ο Μιθριδά και είμαι και γαμώ
    (Στίχος Ημισκουμπρίωνε στο Αν Ήσουν Άλλος).

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified