Στην αρχή όμως τα σήκωνε τα κασάκια με τα κάντρα και τις φωτογραφίες
και εγύριζε στα χωριά με τα ποδάρια. Σαν το μουλάρι ο καμένος. Μετά
επήρεν το μοτοσακό. Και ήπεσεν κάτω μια φορά και το έκαμε σαν οχτώ.
Χειμώνας ήτανε και είχεν πάγο ο δρόμος. Και ήναψεν μιαν αστυφίδα, μου
’πε, για να μην παγώσει και τονε βρούνε ξεκουκουρωμένο στο
χαντάκι. Τον εμαζέψανε κάτι περαστικοί και εσώθηκε.Έτσι την εκάμαμε
την περιουσία μας. Ο Θεός να αναπαύει την ψυχούλα του. Από το μηδέν
ξεκινήσαμε. Από το μηδέν. (Γιάννης Μακριδάκης, Στη σκιά του όρους
Όχη, Εστία, Αθήνα 2025).