Ο γυμνασμένος που το σώμα του στον κορμό σχηματίζει ανάποδο τρίγωνο.

Έχει κάνει φοβερό σώμα, είναι τριγωνικός!

Got a better definition? Add it!

Published

Ο γυμνασμένος που ο κορμός του σώματός του σχηματίζει μια ανάποδη πυραμίδα.

Είναι ανάποδη πυραμίδα, έχει το τέλειο σώμα.

Got a better definition? Add it!

Published

Η φανταστική σλανγκική χώρα στην οποία μένουν άνθρωποι αμερικανικής κουλτούρας, που έχουν συνήθειες της γενιάς των μπούμερ (τυπικά έχουν γεννηθεί μεταξύ 1946 και 1964, αλλά στην ουσία ο καθένας που έχει συμπεριφορά μπάρμπα).

Η Μπουμερική στηρίζει Ουκρανία και Ισραήλ. Έχουν μείνει στον Ψυχρό Πόλεμο. Οι λίμπταρντ του Τουίτερ στηρίζουν Ουκρανία και Παλαιστίνη.

Got a better definition? Add it!

Published

Η φανταστική σλανγκική χώρα στην οποία ισχύουν όλα όσα πρεσβεύει η woke κουλτούρα. Εκ του αμερικανικού Wokeland (< woke & Oakland).

Στη Γουοκολάνδη τα φύλα αυξάνονται κάθε χρόνο. Πέρσι είχαμε 62 φύλα, φέτος έχουμε φτάσει τα 103.

Got a better definition? Add it!

Published

Ο μπόντι-μπίλντερ που έχει χτίσει το σώμα του.

Κυκλοφορεί πάντα μαζί με δυο χτισμένους.

Got a better definition? Add it!

Published

Λάθος με cult value όπως αρεοπλάνο, Oυραγουάη κλπ. (Δες).

Πραγματοποίησε απέκρουση ο τερματοφύλαξ!

Got a better definition? Add it!

Published

Σύνηθες λάθος παλιών σπίκερ ποδοσφαίρου που έχει αποκτήσει cult value. Μεταφέρεται λανθασμένα στον Ενεστώτα η αύξηση του Αορίστου.

Απεκρούει ο τερματοφύλαξ!

Got a better definition? Add it!

Published

Το ποδοσφαιρικό παιχνίδι στο οποίο ο παίχτης ποντάρει στο Στοίχημα ότι θα σκοράρουν και οι δύο ανταγωνιζόμενες ομάδες.

Αμφίσκορο μου φαίνεται.

Got a better definition? Add it!

Published

Ποδοσφαιροσλάνγκ για τον αργό ποδοσφαιριστή.

Γεμίσαμε αργοκαρούτες αδελφάκι μου. (Εδώ).

Got a better definition? Add it!

Published

Ψευδο-επώνυμο που σημαίνει τον άσχετο, τον ηλίθιο, τον άκυρο.

Ε μα, ο καθε ασχετιδης λεει την παπαντζα του γιατι του το ειπε ο γνωστος που εχει γνωστο ενα γυμναστη που το διαβασε στο σουπερ-κατερινα... συγνωμη για την πολυλογια, καλημερα. (Εδώ).

Got a better definition? Add it!

Published