Ένα κλικ παραπάνω από το γλειφομούνι ή αιδοιολειχία, είναι η µουνοαποµύζησις κατά τον Ανδρέαν Εμπειρίκον, ήτοι το ρούφηγμα ή απομύζηση του αιδοίου. Έχει εξάλλου το πλεονέκτημα ότι κάνει λολοπαίγνιο με το μονορούφι, οπότε μπορούμε να φανταστούμε ένα μουνέτο τόσο θεσπέσιο, που το κάνεις μουνορούφι μονορούφι. Κατ' επέκταση, είναι και λολοπαίγνιο για ό,τι σεξουλιάρικο ρουφάς μονορούφι.

  1. Αλλά με σκέτο πλακομούνι ή τέσπα και εξαιρετικό μουνορούφι δεν νομίζω να πλούτισε και να ευημέρησε καμία. (Galadriel στα σχόλια του βδελλογαμιάς).
  2. Californication, μια σειρά που τη βλέπεις μουνορούφι. (Εδώ).
  3. Κύρια αιτία τριχόπτωσης είναι το μουνορούφι και το ρουφοκώλι σε εβένινα μαύρα μουνάκια. (Αστικός μύθος που κυκλοφορεί σε μπουρδελοσάη).

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Στη σεξοσλάνγκ σημαίνει γλείφω σχετικά επιφανειακά λ.χ. το αιδοίο, τον πρωκτό ή μια άλλη ερωτογενή ζώνη με κινήσεις της γλώσσας που με λίγη φαντασία θυμίζουν κινήσεις σπατουλαρίσματος.

  1. Η γλώσσα μου χάθηκε ανάμεσα στα μπουτάκια της και ακούμπησε το μουνάκι της. Τραντάχτηκε ολόκληρη και τα πόδια της ανοίξανε πιο πολύ. Συνέχισα απαλά με τη γλώσσα μου να σπατουλάρω το μουνάκι της και με τα χέρια μου έβαλα το ένα πόδι της στην πλάτη του καναπέ και το άλλο κάτω. Τώρα το μουνάκι της βρισκόταν μπροστά μου με τα μουνοχειλάκια λίγο ανοιγμένα και κατακόκκινα από γκαύλα. ("Μαθήματα στην άβγαλτη γειτόνισσα", από flock.gr).
  2. Ο ίδιος παραδέχθηκε, πριν την διείσδυση, αρέσκοταν να φιλάει με το στόμα, να αρμέγει το κογχύλι της γυναίκας. Να σπατουλάρει τη Σχισμούλα. (Η Λατρεμένη Στενή Ατραπός των Σοδόμων, όπου ο Ερεβοκτόνος παρουσιάζει και 40 αρχαιόκαυλες λέξεις για το αιδοίο).
  3. ελπίζω κάποια στιγμή να με αφήσει να της "σπατουλάρω" μουνί και πίσω τρύπα, έχω τεράστια ανάγκη να γλύψω [sick] αυτό το μωρό εδώ και πάρα πολύ καιρό,αλλά δεν αφήνει.. (Επίδοξος Πυγμαλίων- το γλείφω με ύψιλον!- από μπουρδελοσάη)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αυτός που απασχολεί μια γκόμενα, την απ-α-σχολεί δηλαδή της καλύπτει την σχόλη, τον ελεύθερο χρόνο της, χωρίς να κάνει κάτι σεξουαλικό μαζί της. Με άλλα λόγια, η θλιβερότατη αυτή μορφή άνδρα ονείδους για τον ανδρισμό που περιγράφεται επίσης με τους χαρακτηρισμούς καληνυχτάκιας, καλημεράκιας, γκομενοβοσκός, μουνοβοσκός, φιλενάδος, φρεντζόουντ κ.τ.ό. Ετικέτες: Θλιβερά, Τραγικά, Μειωτικά, Εξουθενωτικά, Ευνουχιστικά, Όποιος λέει ότι δεν το έχει περάσει είναι ψεύτης.

- Ρε συ, ο Κώστας έτσι τόφαλος που είναι, απορώ και ξύστε με πώς κυκλοφορεί μια ζωή με τα καλύτερα νιαμού!
- Γιατί μήπως τρώει και τίποτα; Μια ζωή απασχολητής είναι.
- Τι φιλενάδος ο Κώστας; Που του τρέχει η βαρβατίλα απ' τα μπατζάκια;
- Ε μα ποιά θα του κάτσει του παιδοβούβαλου!
- Ε, ναι, αλλά να κάνει και λίγο στην άκρη να παίξουμε κι εμείς μπαλίτσα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Στα καλιαρντά είναι το κλάμα. Προκύπτει από το κουέλω που είναι εξελιγμένος τύπος του δικέλω που σημαίνει βλέπω (<dik (=κοίτα στη ρομανί) <dikhel =βλέπω, κοιτάζω, επιθεωρώ) και από τα φλόκια δηλαδή τα χύσια. Οπότε κουελοφλόκιασμα είναι σαν να λέμε τα χυσίδια των ματιών. Ποίηση!

Δε ξανάκλεψα τίποτα από τότε!!!!! Μούμεινε βλέπεις και σημάδι στο γόνατο να μου το θυμίζει. Τα ωραιότερα καλοκαίρια της ζωής μου ήτανε αυτά. Άραγε θάχω κανένα καλύτερο; Θα δείξει..... Πάω τώρα να πέσω για ύπνο γιατί που τα θυμάμαι θα με πιάσει κουελοφλόκιασμα και δε θέλω. (Μαρίνα Ζέας αποκατέ).

Coelhoejaculação που λέει κι ο Σφυρίζων

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Στα καλιαρντά σημαίνει μαγνητίζω, δηλαδή και καλά αγκιστρώνω μέσα από τον αέρα όπως ένας μαγνήτης, που στα καλιαρντά λέγεται αεραγκίστρω. Μπορεί να λάβει επίσης και τις μεταφορικές ερωτικές ή άλλες σημασίες του μαγνήτη, που βλέπουμε σε μια πλειάδα εκφράσεων, όπως γκομενομαγνήτης, μαλακομαγνήτης, καυλομαγνήτης, μουνομαγνήτης, τρελομαγνήτης, τσιμπουκομαγνήτης κ.τ.ό.

Τι έχω πάθει και αεραγκιστρώνω όλες τις φίφες αυτό θα ήθελα να ξέρω γαμώ την τύχη μου!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Λέξη από το ιδίωμα των μπουρδελιάρηδων που σημαίνει τη στιγμή όπου οι εκδιδόμενες κάνουν ένα είδος "πασαρέλας" σε ένα είδος σαλονιού που διαθέτει το όποιο ευαγές ίδρυμα, ώστε ο καφροσέξουαλ μπουρδελιάρης να διαλέξει και να πορευθεί στα ενδότερα.

1.Τα εργαζόμενα κορίτσια η Μιράντα και η Αλέξια, σαλονάρισαν με χάρη και με χαμόγελο.

2.Στη συνεχεια της τσάρκας μας βρεθηκαμε στο ... κατω. εκει μας σαλοναρισαν η αμαλια και η μαρκελλα. η αμαλια μου κανε παραπονα οτι δεν την εχω παρει ποτε και οτι σημερα εχει τεραστια αναγκη να δει το καβλί μου. ανθρωπος ειμαι και γω,λυγισα και αποφασισα να περασω στο δωματιο

Τα δύο αυτά παραδείγματα ήταν τα μόνα κάπως γατουλογαμούλικα που παίζουν. Τα υπόλοιπα ήταν υπερβολικά καφροσέξουαλ για να αναπαραχθούν. Βρήκα πάντως κι ένα πιο μεταφορικό:

Γυροι χοιρινοι, γυροι κοτοπουλο κλπ δεν δοκιμαστηκαν ακομα αλλα αν καποια στιγμη με φερει ξανα ο δρομος μου προς τα εκει θα γινει κι αυτο! Α να μην ξεχασω το μαγαζι εχει και πολυ ωραια θεα... οσο καθισα εκει "σαλοναρισαν" η Σασα Μπαστα και η Χριστινα Κολετσα! Θηρια ανημερα.... σαν τα καλαμακια του ένα πράγμα! (Εδώ).

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Δοκίμως αφορά στην παρασκευή λαδιού από τις ελιές, στο λιοτρίβι. Αποτελεί όμως και ελαφρό σλανγιωτατισμό στο ιδίωμα των μπουρδελιάρηδων, για να δηλώσει το μασατζίδικο, όπου προσφέρεται μασάζ με ειδικά έλαια από τις λαδοκόρες, και εν συνεχεία λειτουργεί και ως ελαιοκωλοτριβείο, όπου προσφέρονται διάφορες σεξουαλικές "υπηρεσίες". Συνώνυμα: λαδάδικο, λαδομάγαζο.

1.Δευτερη επισκεψη μεσα σ ενα μηνα στο ελαιοτριβειο κ ο λογος ηταν οτι ειχα μπανισει μια θεια γυρω στα 50 η οποια απο φατσα δεν ελεγε τιποτα αλλα ηθελα σαν τρελος να αμησω μια granny!

2.Είχα πάρα πολύ καιρό να έρθω σε αυτό το ελαιοτριβείο. Αρχικά κάθισα στο γραφείο της Καίτης να τα πούμε λίγο και στην συνέχεια με συνόδευσε στο δωμάτιο ώστε να έρθουν οι κοπέλες να τις δω.

3.Εις το ευαγές αυτό ελαιοτριβείο έχω ρίξει τις καλύτερες φλοκιές μου! (Όλα από μπουρδελοσάη)

Στα λαδάδικα πουλάν αυτό που θες

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Βρισιά που σημαίνει ότι μία γυναίκα ή κόρη δεν είναι καθόλου σικ, είναι πολύ χαμηλού επιπέδου, βλαχάρα, τρε μπανάλ, καθόλου καλόγουστη με τον τρόπο που αρμόζει σε μια πελούσια. Βλ. και τελευτιλίκι.

Βρίσκω εν προκειμένω σωστό τον επιτονισμό του Παναγιώτη Χατζηστεφάνου:

"Βλάχα, βλαχάρα, τελευταία"

Όταν έβριζαν την Σώτη, δε μίλησα. Όταν έβριζαν τη Ζωή, δε μίλησα. Τώρα που βρίζετε όμως τα Louboutin θα μιλήσω. Αν δεν έχεις περπατήσει για πάνω από 3 λεπτά φορώντας τα και διατηρώντας την μπαλαρινίσια χάρη σου, βούλωσε το, ανόητη, βλάχα, βλαχάρα, τελευταία. (Από σόσιαλ μήδεια).

-Άμα είσαι πελούσια πρέπει και να το δείχνεις, αγάπη μου! Εμ τι, να μας περάσουνε για καμιά τελευταία;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η -ίλα του να είσαι σουάγκ (SWAG). (Βλ. τους πολλούς ορισμούς μας και τη Bίκυ για τα περαιτέρω). Κι όταν λέμε σουαγκίλα εννοούμε κάτι σαν αυτό:

Swag Σημίτης

Ή αυτό:

Swag Λαφαζάνης

  1. Ο καιρός επιβάλλει καφέ,κότσο και σουαγκίλα! (Εδώ).
  2. Κατουραει σουαγκιλα ρε αυτο το παιδί (Εδώ).
  3. Διακρινω μια σουαγκιλα-κωλοποζεριά.. (Εδώ).

Σουαγκίλα η απλή

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

χιπστεράδικο, χιψτεράδικο

Το μέρος όπου συχνάζουν χιπστεράδες, ἠ που βγάζει μια χίπστερ αισθητική, ένα χίπστερ ζενεσεκουά.

Για να αποφευχθεί βεβαίως ένας στατικός και ωσεκτουτού αυτοαναιρούμενος ορισμός του εν λόγω -άδικου οφείλουμε να υπενθυμίσουμε ότι: 1. Ένας χίπστερ που σέβεται τον εαυτό του δεν θα παραδεχτεί ότι είναι χίπστερ. Κατά συνέπεια και το σωστό χιπστεράδικο δεν θα παραδεχτεί ότι είναι χιπστεράδικο. 2. Τα χιπστέρια χαρακτηρίζονται από νομαδισμό, οπότε το χιπστεράδικο του χθες δεν θα είναι αενάως χιπστεράδικο, ενώ ένα καινούργιο έως πρότινος υπέρ άνω κάθε υποψίας χιπστερισμού μέρος μπορεί να καταστεί χιπστεράδικο σε χρόνο ντετέ. Συνέπεια των ως άνω είναι και το ότι ο όρος χιπστεράδικο ενδέχεται να μην δοθεί από τους ίδιους τους χίπστερς, που αν σέβονται τον εαυτό τους, δεν θα παραδεχτούν ότι είναι χίπστερς, αλλά από τους εκτός, ή από τους συμπαθούντες, λ.χ. από δημοσιοκάφρους και άλλους άσχετους.

Για να μην το κουράσω άλλο, ορισμένα παραδείγματα.

1.To χιπστεράδικο ταχυφαγείο στο Μετς που διαπρέπει στο αυθεντικό burger και την τραγανή πίτσα. (Εδώ).

2.Πίνω ποτό σε χιπστεραδικο και έχω δίπλα μου δύο βουλευτές της ΧΑ. Θέλετε να μεταφέρω κάτι; (Από το Τουίτερ).

3.Το Σέμπρικο με ψήνει περισσότερο λόγω της ατμόσφαιρας παντοπωλείου αν και στα μάτια μου χιπστεράδικο είναι κι αυτό. (Εδώ).

Εν ολίγοις, εμείς οι έξω τείνουμε να χαρακτηρίσουμε ως χιπστεράδικο ένα μέρος με βίντατζ αισθητική, που θα μπορούσε λέμε τώρα να διαδραματιστεί μια παρόμοια σκηνή χωρίς να δημιουργηθεί αναστάτωση:

Η Μαρίνα Σταυράκη Πατούλη με αέρα τζαζ βιντατζιάς

Ή ένα μέρος, όπου διάφορα αντικείμενα θα έχουν υποστεί ένα désoeuvrement που λέμε και στο χωριό μου δηλαδή μία εγκατάλειψη της καθαυτό χρηστικής τους σημασίας και μια απόκτηση άλλης αναπάντεχης (μετα-)χρηστικής αξίας. Εν ολίγοις, εννοώ ότι σε ένα χιπστεράδικο μπορεί να σου σερβίρουν το φαγητό:

με τελική λογική κατάληξη:

Το μη-πιάτο

ή σε δόση κατάλληλη μόνο για ανορεξικά χιπστέρια:

Σούπα για χίπστερζ

Πάντως, μία βόλτα στον γούγλη δείχνει ότι πιο συνηθισμένο είναι γενικά το επίθετο χιπστεράδικος,-η,-ο, από το οποίο το ουσιαστικοποιημένο επίθετο χιπστεράδικο ως -άδικο δεν είναι παρά μια μάλλον μικρή υποπερίπτωση. Λ.χ. παραδείγματα του χιπστεράδικου ως επιθέτου:

  1. Το γλυκό χιπστεράδικο κόμμα του Σταύρου. (Εδώ).
  2. Και περιμένει τον ράπερ που με τη σειρά του φορά του καλύτερό του χιπστεράδικο καρό πουκάμισο. (Εδώ).
  3. Ούτε απαιτείται κανένα διδακτορικό από κανένα χιπστεράδικο πανεπιστήμιο πάνω στα media για να το διαπιστώσει κανείς. (Εδώ).
  4. Κι αυτό προϋποθέτει να παίξει σε ένα έδαφος πιο πολιτισμικά φιλελεύθερο, φιλανθρωπικό, απολίτικο και χιπστεράδικο, εργαλειακό, ωφελιμιστικό. (Απεργώντας στην Αμυγδαλέζα).

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified