Μερικές ακόμη μεταφορικές σημασίες:

  1. Γυναικείος σωματότυπος με μεγάλη περιφέρεια, που με λίγη φαντασία θυμίζει κανάτα. Αντώνυμα: κλεψύδρα, κλεψυδρομούνα, μπουκαλομούνα κ.ά.

  2. Αλλιώς η χυσοκανάτα, δηλαδή σεξιστικός χαρακτηρισμός για μια γυναίκα που είναι παρτόλα, χυσοκαταπίνοβα και χρησιμοποιείται ως σκεύος ηδονjής.

  3. Στο ιδίωμα των κοινωνιολόγων είναι η κοινωνία-στάμνα, που έχει μεγάλη μεσαία τάξη (αγαπάμε).

  1. Για να βλέπεις όλες τις κανάτες να γυρίζουν σπίτι μάλλον σχόλασε η εκκλησία. (Από αυτηκοΐα)

  2. Ντάξει ψιλομπαζάκι η Ασπασία, αλλά μεγάλη κανάτα. Μου έλεγε κάτι σκηνικά από τα Κουφονήσια ο Γιώργος μόνο κώλο.

Got a better definition? Add it!

Published

Χριστιανοσλάνγκ προέλευσης, παραδίδεται από τον Ηλία Πετρόπουλο (Τα Καλιαρντά, 1971) ότι σημαίνει την παντρεμένη, σε αντίθεση με το σαρακοστή, που σημαίνει την ανύπαντρη. Προφ επειδή την περίοδο της Σαρακοστής νηστεύουμε, ενώ την περίοδο της Πεντηκοστής αρτυόμαστε, οπότε και επιτρέπει η Εκκλησία μας την κρεωφαγία, την ιχθυοφαγία, τα γαλακτοκομικά προϊόντα και τα λαδερά.

Δυο αδελφές σαρακοστές έχει ο Ηλίας, ευτυχώς και μια πεντηκοστή. Να δούμε πότε θα παντρευτεί ο δύστυχος.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το γλείψιμο στα καλιαρντά. Ίσως από το ροσόλι που σημαίνει σάλιο, αλλά σολ είναι γενικότερα η ηδονή, η γλύκα, βλ. και κοντροσόλ. Επίσης ροσολιμαντέ.

-Καλε ροντοσολ αβέλω κουλαβε η μπάμια σερκεντες μούτζα μου
- pote θα βρεθουμε μωρο μου; (Αποκατέ)

Got a better definition? Add it!

Published

Ένας πιο εμφατικός τύπος του κουλό ή κουλά, το οποίο προέρχεται από τα καλιαρντά, και όπως έδειξε το Πονηρόσκυλο ετυμολογείται από τη ρομανί, όπου khul είναι το σκατό. Ο Ηλίας Πετρόπουλος γράφει για την έκφραση «κουλά ντε Παρί» ότι κυριολεκτικά σημαίνει σκατά των Παρισίων, οπότε είναι κατ' αυτόν ένας «νεότερος, παραπλανητικός και πιο διακοσμημένος τύπος του κουλά». Σημαίνει γενικά και αυτό που λέμε σκατά, μούτι, δηλαδή μια κατάσταση σκατά κι απόσκατα, αλλά και αυτό που λέμε «τρίχες», δηλαδή κάτι το ευτελές και ανυπόστατο ή άκυρο στο οποίο δεν αξίζει να δίνει κανείς σημασία.

Η έκφραση φαίνεται πάντως να έχει βγει από το στενό καλιαρντό πλαίσιο, όπως γενικά το κουλά, το οποίο άλλωστε παρετυμολογείται συχνά από το κουλός, σε σημείο να το βρίσκουμε σήμερα και σε παιδικό τραγουδάκι, το Λιοντάρι των Mazoo & the Zoo. (Σε τι κόσμο θα φέρουμε τα παιδιά μας Νίκο Τσιαμτσίκα;)

  1. φωνάζει το Φαγάνα στο σχολείο
    του λέει πως ο γιός του δεν ανοίγει βιβλίο
    τα τετράδιά του μες τη μουντζούρα
    όλη η τάξη τον φωνάζει κουμπούρα
    δεν ξέρει πόσο κάνουν τρία και τρία
    και ότι ο Αχιλλέας πήγε στην Τροία
    για αραλίκι όλο ψάχνει αφορμή
    και το μυαλό του όλο το' χει στην εκδρομή
    στη μονοήμερη στην πενταήμερη
    και στα μαθήματα κουλά ντε Παρί
    (Παιδικό καλιαρντοτράγουδο).

2. και άλλα τέτοια κουλά ντε λα Παρί βασανίζουν το μυαλό σου. Σκέψεις χωρίς υπόσταση.

3. τιποτα κλωτσιες μπουνιες κλπ...με μεγαλη μου χαρα,το παραμυθι λαμογια τελειωσε! κατι κουλα ντε παρι του τυπου...βλεπουμε φως στην ακρη του τουννελ, οτι το 2012 ξαναμπαινουμε στις αγορες που ελεγε η αλλη η μουνιτσα και η αναπτυξη που ηρθε και ολα τα ανηθικα ψεμματα που ξεστομιζουν ολα αυτα τα καθικια-προδοτες-οσφυοκαμπτες,δεν περνανε πια !

Got a better definition? Add it!

Published

Προέρχεται από τα καλιαρντά, εκ του πουρό (< ρομανί phuro= γέρος, παππούς) και τεκνό, και σημαίνει κάποιον προχωρημένης ηλικίας, που φέρεται σαν νεαρός γκόμενος, προσέχει την εμφάνισή του, και ψάχνεται για ερωτικές περιπέτειες. Συνώνυμο: γεροντοτεκνό / γεροντότεκνο, πουροτινέιτζερ. Βλ. και πουρογκόμενα.

  1. Θα πάρω τηλέφωνο τον Γιώργο Παπανδρέου και θα του πω να ξαναφτιάξουμε το συγκρότημα που είχαμε στη Μασαχουσέτη. Για να μην ψάχνουμε για τα άλλα δύο μέλη, που μπορεί και να τα έχουν τινάξει, θα πάρουμε για μπασίστα τον Χρύσανθο Λαζαρίδη και για τραγουδιστή τον Σίμο Κεδίκογλου, που είναι πουροτεκνό και θα κάνει θραύση στις πενηντάρες. (Από το Κατὰ Πιτσιρίκον Ημερολόγιο του Αντώνη Σαμαρά στο Unfollow 29, Μάιος 2014, σ. 35-36).

2. Ουαουυυ, εγω με...πουροτεκνο;
Θα σκασω μουρη με το λαμε το πι το ξωπλατο κ θα στειλω τις γριες στο φαρμακειο με το καροτσι της λαικης...ασε που θα ριξω σ ολες τις λεμοναδες κατι χαπακια που βρηκα...σπασμενα...
Α, και να μην ξεχασω...να ξεχασω το χαπι για το παρκινσον, δεκαεφτα βαθμους εχω..

3. Kι όμως υπάρχει τοιούτος τύπος γκέουλα, που θυμίζει φαγιούμ, είναι πουροτεκνό, δεν τα έχει όλα τα μαλάκια του ,και ο δικός μας βγαίνει στο πιο ελληνοπρεπές του, όχι τόσο ευρωπαία φάση, έχει ......... μαυριδερό δέρμα, αλλά κάπως πιο αβρό, γενικά θυμίζει Μύρη κι έτσι, χαρακτηρίζεται και ως σιδώνιος νέος από το ποίημα του Καβάφη

(από Khan, 22/05/14)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το φιλί στα καλιαρντά εκ του σολ που σημαίνει γλύκα, ηδονή και ο Ηλίας Πετρόπουλος το δίνει αγνώστου ετύμου. Το φιλάω λέγεται αβέλω κοντροσόλ ή κοντροσολάρω.

Trivium: Ένα πολύ ενδιαφέρον περιοδικό λεγόταν Κοντροσόλ στο Χάος. Κυκλοφόρησε από το 1986 ως το 1992, το έτρεχαν ο Αλέξης Μπίστικας, ο Δημήτρης Παπαϊωάννου και ο Παύλος Αβούρης και έχει πλέον αποκτήσει καλτ αξία.

1. Μη μου στενοχωριέστε και πάθουμε καμία συμφορά (τουτέστιν ανοίξουν λίγο τα στραβά μας- άστε τους ατζινάβωτους να κουελοσφαλάνε!Μπενάβουν ανθυγιεινά). Αν δεν το καταλάβατε, μαθαίνω καλιαρντά. Πολύ χρήσιμη γλώσσα και μακράν καλύτερη από τις μαλακίες που μας μάθανε στο σχολείο. Αν μας είχαν μάθει τα σημαντικά τώρα δε θα μπουάβαμε αλλά θα αβέλαμε κοντροσόλ με κέντα και ντέζι. :P

  1. Summer in the city (κάποτε…)

Μύριζε ο κήπος γιασεμί
έκαιγε ο ήλιος το κορμί
κι έφτανε η πιο γλυκιά στιγμή ΕΒΓΑ παγωτό με μια δραχμή

Μύριζε η κουζίνα λαδερό
έπαιζε το ράδιο Κατσαρό
σε τραπεζομάντιλο καρό
πιάτα με καρπούζι δροσερό

Μύριζε το πάτωμα Κλινέξ
άκουγα μακριά τα βρεκεκέξ
έκλεινα κουρτίνες Γκρεκοτέξ
κι έψαχνα να βρω τι είναι σεξ

Μύριζε η βεράντα απ' το Κατόλ
άσπρα τα σεντόνια από το Rol είμαστε κρυμμένοι μες στο χολ κι είχαμε ριχτεί στα κοντροσόλ.
(Ο Γιώργος Παυριανός στιχώνει αποκατέ).

  1. Παρά τα πολλά ψεγάδια της, η ταινία του Καλογερόπουλου είναι μια χειμαρρώδης κινηματογραφική εξαίρεση με μεγάλη καρδιά, ένα grand folly για τα ελληνικά δεδομένα, μια άναρχη, ιδιότυπη οδύσσεια, μια κοντροσόλ στον παραλογισμό και το χάος της σύγχρονης ελληνικής κοινωνίας και μαζί μια αλληγορική καταγγελία με οικολογικούς και νοσταλγικούς τόνους, που δίνει την εντύπωση πως εκφράζει έντονα τον δημιουργό της. (Δώσε βάση στο νόημα αποκατέ).

  2. Εισαι θεόλατσος και μπενάβεις μεσίκ. Τζάσε την καθε καλιαρντω, λούγκρα, και ανεμιαρα και άβελε αποκατε να αβελουμε κοντροσολ και μπιεσμάν. Αβελω ροσολιμαντε σε καθε διαθεσιμη μπαροτατη σερμέλα και πούλη, κουραβέλτα, και να πισελουμε μεχρι πρωιας. Με ντέζι, ο τζασλός για εσενα και νταλκαρέτεκνο. (Καλιαρντοσύνες αποκατέ).

Got a better definition? Add it!

Published

Ο πάρα πολύ όμορφος στα καλιαρντά, εκ του α΄ συστατικού θεο- και του λατσός (<lačho = καλός, όμορφος στη ρομανί).

  1. ΕΝΑΣ ΘΕΟΛΑΤΣΟΣ ΚΕΡΑΜΙΔΟΓΑΤΟΣ ΚΑΝΕΙ ΣΑΝ ΤΖΑΣΛΟΣ ΓΙΑ ΜΠΑΡΕΣ ΝΙΑΟΥΡΙΖΟΝΤΑΣ ΣΤΟ web. ΕΧΕΙ ΝΤΕΖΙ. (Από σάιτ για ενήλικες).

  2. ΕΜΕΝΑ ΜΕ ΠΟΝΑ ΚΑΙ Ο ΠΟΥΛΗΣ ΜΟΥ ΑΛΛΑ ΠΕΡΑΣΑ ΦΙΝΑ ΜΕ ΤΑ ΠΑΙΔΙΑ. ΗΤΑΝ ΜΑΖΙ ΚΑΙ ΕΝΑ ΓΑΡΓΑΡΟΤΕΚΝΟ ΠΟΥ ΠΗΡΕ ΕΞΟΔΟ ΑΠΟ ΤΟ ΝΑΥΣΤΑΘΜΟ ΣΤΗ ΣΑΛΑΜΙΝΑ ΚΑΙ ΤΟΝ ΕΙΔΑ ΣΤΟ FERRY ΒΟΑΤ. ΜΠΗΚΕ ΣΤΑ ΠΑΛΟΥΚΙΑ ΚΑΙ ΒΓΗΚΕ ΣΤΟ ΠΕΡΑΜΑ Ο ΘΕΟΛΑΤΣΟΣ. (Αποκατέ).

  3. Εισαι θεολατσος και μπεναβεις μεσικ. Τζασε την καθε καλιαρντω, λουγκρα, και ανεμιαρα και αβελε αποκατε να αβελουμε κοντροσολ. (Από το Νέτι)

(από Khan, 20/05/14)

Got a better definition? Add it!

Published

Η θεά στα καλιαρντά, μάλλον εκ του αγγλικού God. Κυρίως με την σημασία του θεόλατσου, ήτοι του πάρα πολύ όμορφου.

1. Πάντως είναι γκόντα και μοιάζει και γατουλογαμούλης, παρά τα μούσκουλα και την κόντρα ξούρα στο στέρνι. Αχ, το καλύτερο τεκνό μας πήρε μέσα από τα χέρια.

2. Καλέ μια γκόντα είμαι!

(από Khan, 19/05/14)

Got a better definition? Add it!

Published

Μπορεί να είναι και ένας σπάνιος δόκιμος όρος για να δηλώσει τον Προτεσταντισμό (βλ. 4ο παράδειγμα). Αλλά εδώ μας ενδιαφέρει ως ένα εθνικό φαυλιστικό (και ουχί αυτοφαυλιστικό, που λέει κι ο Νίκος Σαραντάκος), επίσης σπάνιο, αλλά το έχω πετύχει πού και πού στο Φέισμπουκ και σε πολιτικά σάιτ, του οποίου η χρήση γίνεται κατά παραδειγματική αντιδιαστολή με άλλους εθνικοφαυλιστικούς όρους, όπως η Σοβιετία και η Μπανανία.

Το νόημα είναι περίπου το εξής. Προβάλλονται συχνά ως δυστοπίες τα κράτη του πρώην ανατολικοευρωπαϊκού υπαρκτού σοσιαλισμού (Σοβιετίες) ή οι χώρες της Λατινικής Αμερικής (Μπανανίες, βλ. και Βενιζουέλα). Επειδή η Ελλάδα κινδυνεύει να έχει χαρακτηριστικά από τα παραπάνω, λ.χ. γραφειοκρατία, δημόσιο φορέβα, αγκυλώσεις, λαϊκισμό κ.ά., αυτοφαυλίζεται συχνά και η Ελλάδα με όρους όπως οι παραπάνω, ή κρούεται ο κίνδυνος μήπως καταστεί κάτι τέτοιο στο μέλλον.

Κατά αντίστιξη, λοιπόν, κάποιοι χρησιμοποιούν τον όρο Προτεσταντία για να χαρακτηρίσουν το ακριβώς αντίθετο, δηλαδή χώρες του Προτεσταντικού Βορρά της Ευρώπης, όπως λ.χ. η Γερμανία, Σκανδιναβικές χώρες, η Ολλανδία, ή πιο κεντρικά η Ελβετία, όπου υποτίθεται ότι η προτεσταντική ηθική έχει δημιουργήσει εθισμούς, όπως λέει και ο Max ο Weber, οι οποίοι οδήγησαν σε μία εύρυθμη λειτουργία ενός ευνομούμενου και οριοθετημένου καπιταλισμού, και σε πολιτικές αρετές των πολιτών, όπως το αίσθημα ευθύνης, η ωριμότητα και άλλες προτεσταντιές, που συνηθίζονται στις χώρες του ενάρετου Βορρά. Αν τώρα η έκφραση ειπωθεί στο πλαίσιο celebrating and undermining, τότε δέον να την εκφέρουμε με έναν επιτονισμό αηδίας, όπως αντιστοίχως στα Σοβιετία και μπανανία, για να χαρακτηρίσουμε τις προτεσταντιές που συμβαίνουν σε ανέραστες χώρες, όπου οι κάτοικοί τους στερούνται την jouissance και την ζουζουνισάνς που προσφέρει το ελληνικό μπάχαλο και ωσεκτουτού είναι κουτόφραγκοι που μπορούν να πιαστούν κότσοι, δεν είναι ψημένοι στη ζωή, τρακάρουν στο ίσωμα, είναι εύπιστοι, πιστεύουν ό,τι τους λένε κ.τ.ό. Για μεγαλύτερο εφέ δέον να επιτονιστεί με τέτοια υποτίμηση σαν να λέμε ότι δεν πρόκειται για σοβαρές χώρες.

Πάσα: John Black.

  1. Φυσικά η πρόταση είναι ανεδαφική. Για όλους τους γνωστούς λόγους που έχουν αναλυθεί εκατομμύρια φορές και έχουν σχέση με την ατροφία της civil society στην Ελλάδα και κατ' επέκταση την δυσλειτουργικότητα της αυτορυθμιζόμενης αγοράς. Θα ήταν αφόρητη κοινοτοπία να ξαναπούμε ότι δεν είμαστε Γερμανία και Σκανδιναβία και όποια άλλη Προτεσταντία, όπου θάλλουν γεραρά καταναλωτικά κινήματα; (Από το Φέισμπουκ).

2. Αρκεί γάμος και χαρά να είναι στην ημερήσια διάταξη, τα μάτια κλειστά στην προσευχή, και πομπή πίσω από λείψανα αγίων για να βρέξει... Κι ας άκουγα από μικρός την παροιμία, ότι όταν τελειώσουν τα άλευρα τελειώνει και η Προτεσταντία...

3. Προτεσταντία με δόσεις.

4. ἐν πολλοῖς ἔχουν ἁλωθῆ ὄχι μόνο ἀπὸ τὸν παπισμὸ καὶ τὴν προτεσταντία, ἀλλὰ δυστυχῶς καὶ ἀπὸ ἐνίους ὀρθοδόξους ταγούς

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Βρισιά εις -φατσα για το πρόσωπο ενός ανθρώπου και κατ' επέκταση για τον ψυχισμό του.

Μπορεί να σημάνει ένα μεγάλο φάσμα από διαφορετικές φάτσες, λ.χ. φάτσα κυριολεκτικά μουνί, άντρα άσχημο, με άγαρμπα χαρακτηριστικά, ατσούμπαλο, στραβοχυμένο, αλλά και θηλυπρεπή, γυναικωτό, ή μπιμπερόπουστα, ή κλαψομούνη που η κλαψομουνιά είναι μονίμως αποτυπωμένη στο πρόσωπό του, ή αγαθομούνη, ή πλαδαρό, σαρκώδη άντρα που φέρνει σε διαφθορά πατέρα Καραμάζοφ κ.ά. Έχω την εντύπωση ότι κυρίως για άντρες λέγεται η βρισιά.

1. ΑΥΤΗ Η ΜΟΥΝΟΦΑΤΣΑ ΗΤΑΝ Ο ΕΚΛΕΚΤΟΣ ΤΟΥ ΒΕΝΙΖΕΛΟΥ ΓΙΑ ΝΑ ΠΡΟΕΙΣΤΑΤΕ [sick] ΤΟΥ ΣΔΟΕ ΝΑ ΜΑΣ ΣΩΣΕΙ ΑΠΟ ΤΗΝ ΔΙΑΦΘΟΡΑ.
ΑΥΤΟ το μεταλαγμενο γυναικωτο ανδροειδες ηταν ενας απο τα μεγαλα αφεντικα της μαφιοζικης οργανωσης στην Θεσσαλονικη.

2. ΑΠΟ ΤΕΤΟΙΟ ΜΟΥΝΙ ΠΟΥ ΠΕΤΑΧΤΗΚΕ, ΤΕΤΟΙΑ ΜΟΥΝΟΦΑΤΣΑ ΒΓΗΚΕ... ΤΗΝ ΠΡΟΔΟΣΙΑ ΤΗΝ ΚΑΝΑΝΕ ΝΟΜΙΜΗ...

3. Εντελώς μουνόφατσα όταν χαμογελά. Θυμίζει αυτο το γαμίδι τον Τζάστιν Μπίμπερ.

4. Αλλο σοκαριστικό να σου πω; Η φθείρα του εφηβαίου μπορεί να μετοικήσει ακόμα και στις βλεφαρίδες! Ετσι, αν σου πουν ότι είσαι μουνόφατσα, θα έχουν δίκιο.

Αυτόν βγάζει το Γκουγκλ Ίματζιζ. (από Khan, 17/05/14)(από Khan, 17/05/14)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified