Χώμα, ανόργανο υλικό που χρησιμοποιείται στις οικοδομικές εργασίες κλπ. Επίσης, μεταφορικά μπορεί να χρησιμοποιηθεί να υποδηλώσει έλλειψη ενέργειας και ως συνώνυμο της σκόνης για κάποιον που νίκησε σε έναν αγώνα τους άλλους.

  1. Απόψε δε θα βγω, είμαι χώμα.

  2. Φάτε χώμα ρεεεεε!!!!!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Χρυσή αποκαλούνταν παλιά από τον κόσμο και τους πρακτικούς γιατρούς ο ίκτερος, μια ασθένεια του ήπατος. Το όνομα αυτό δόθηκε εξαιτίας του χρώματος που είχε ο ασθενής όταν νοσούσε από την ασθένεια.

Τι έπαθε ο Νικολάκης;
Άσε, έβγαλε τη χρυσή!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το στρίψιμο ενός μοτοσικλετιστή με πολύ μεγάλη κλίση ή ακόμα και ακουμπώντας το γόνατο στο δρόμο.

Μπήκε φέτα και βγήκε τρίμματα (δηλαδή έπεσε!).

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ως υπόθετο χαρακτηρίζεται από τους σιδηροδρομικούς και το Railbus, η αυτοκινητάμαξα που χρησιμοποιείται για προαστιακά δρομολόγια.

- Σήμερα για το Κιάτο είχε τρίδυμο υπόθετο.
(Τρίδυμο σημαίνει 3 συνδεδεμένα τραίνα μεταξύ τους).

Φωτογράφος:Δημήτρης Μπακιρτζής (από imaginas, 10/08/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ως τσοντάκιας χαρακτηρίζεται το άτομο που έχει εθιστεί στις πορνοταινίες και στα πορνοπεριοδικά.

Πάλι τσόντα πήρες ρε; Τελικά είσαι μεγάλος τσοντάκιας!!!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Τσιμπουκόφωνο ονομάζεται ο σιγαστήρας στις εξατμίσεις των μοτοσικλετών. Ονομάζεται έτσι διότι, όταν υπάρχει, μειώνει τον ήχο που παράγει η μοτοσικλέτα, όπως όταν ένας άνθρωπος έχει μια πίπα στο στόμα (ή όπως μια γυναίκα έχει το αντρικό όργανο στο στόμα κατά τη διάρκεια του σεξ!!!).

Τι έγινε ρε; Τι σαματάς είναι αυτός; Έβγαλες το τσιμπουκόφωνο μήπως και πάρει κανά άλογο το ψοφίμι σου;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ως τσιμπουκαρίων χαρακτηρίζεται μια γυναίκα σε μεγάλη ηλικία, που νομίζει ότι είναι κοπελίτσα και βάφεται, ντύνεται σαν 20άρα, ενώ έχει σίγουρα εγγόνια! Προέρχεται από τη λέξη τσιμπούκι και την κατάληξη -αρίων που προέρχεται από τον Βησαρίων, που δήθεν είχε αγιάσει σε κάποιο μοναστήρι. Λόγω ηλικίας!

Καλά ρε τι τσιμπουκαρίων είναι αυτή;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Σημαίνει τρώω χυλόπιτα.

- Ο Μάνος την έπεσε στην Έφη.
- Και τι έγινε;
- Τι να γίνει; Το έφαγε το πήλινο και πάμε γι' άλλα!!!

Δες και ρίχνω, τρώω, πέφτω.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Τριεθνές χαρακτηρίζεται η περιοχή στον Έβρο που είναι στα σύνορα Βουλγαριας-Τουρκίας-Ελλάδας, από φαντάρους που υπηρετούν εκεί.

Τι να μας πεις κι εσύ ρε, 10 μήνες στο τριεθνές ήμουν.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Όρος που συναντάται στο πολεμικό ναυτικό και δηλώνει το γκρουπ εξοδούχων που ανήκει ένας ναύτης. Συνήθως υπάρχουν δύο τοιχαρχίες. Όταν η μία έχει έξοδο η άλλη έχει υπηρεσία. Συνήθως έχουν ίσο αριθμό ναυτών, αλλά μπορεί και να διαφέρουν.

Αύριο η τοιχαρχία μου έχει έξοδο.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified