Απροσδιόριστο μεταφορικό αντικείμενο το οποίο το «τρώει» κάποιος όταν χάνει σε: κόντρα με αυτοκίνητο / μηχανάκι, video game, αθλητικό παιχνίδι κλπ.

Εν γένει συνώνυμο εκφράσεων του στυλ τρώω πούτσα, τον πίνω, «τη ρούφηξα», αν και κανείς δε γνωρίζει την ουσιαστική σημασία της ίδιας της κλαπάνας.

Τα βάλαμε με ένα Starlet κι εκεί που είχα ετοιμαστεί να τον πατήσω, μου 'ριξε μια κλαπάνα που ήταν όλη δικιά μου.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Παραλλαγή γυναικείου χορού, η οποία περιλαμβάνει συνδυαστικά παλινδρομική και καθοδική κίνηση του κώλου σε σπειροειδή μορφή που προσομοιάζει αυτή του κατσαβιδιού.

Συνηθέστερα, εμφανίζεται κατά τη διάρκεια τσιφτετελιού, παρ' όλα αυτά κάποιες ακραίες περιπτώσεις λαϊκάντζας αδυνατούν να το διαχωρίσουν από άλλα στυλ χορού και το εφαρμόζουν με μεγάλη επιτυχία σε hiphop / r'n'b, house κλπ.

Ο απώτερος στόχος είναι η επίδειξη των σχετικών σωματικών προσόντων, πολλές φορές με αμφίβολα αποτελέσματα (αν έχεις έναν κώλο σαν σκρίνιο, το να τον κουνάς το πολύ πολύ να σ' τον μετατρέψει σε μετακόμιση).

- Για κοίτα στο δίπλα τραπέζι, το πάει κωλοβιδωτό η γκόμενα. Ωραίος κώλος.
- Ναι ρε φίλε, αλλά έχει κάνει τον Snoop Dogg τσιφτετέλι.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ειρωνική απάντηση απέναντι σε διήγηση / ιστορία που είναι καταφανές ψέμα. Θέλει να δείξει στον ψεύτη ότι έχει γίνει αντιληπτός, οπότε δεν χρειάζεται να γίνεται άλλο ρεζίλι (εκτός αν είναι τόσο ηλίθιος που το εκλάβει ως παρότρυνση για λεπτομέρειες πάνω στην ιστορία, οπότε καλά να πάθει).

Συνώνυμα: μη μου πεις, άσε ρε, τι μας λες.

- Και την έχω στα τέσσερα, και ουρλιάζει τόσο που ξύπνησε ο παππούς τρεις ορόφους κάτω λέμε!
- Λέεεεεεγε ρε!

μινχαουζεν (από profesor, 26/02/13)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Μεγάλος σε ηλικία άνθρωπος ο οποίος συνήθως κάνει πράγματα αντιστρόφως ανάλογα της ηλικίας του (π.χ. οδηγεί, φοράει έξαλλα ρούχα, κάνει clubbing).

Πού πάει ρε το λυκόπουλο, αριστερή λωρίδα με τη σακαράκα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Άτεχνος ποδοσφαιριστής, που λογικά είναι κατάλληλος μόνο για να παίζει στόπερ (άντε και αμυντικό χαφ στο πολύ κατενάτσιο). Το μόνο που μπορεί να κάνει είναι να βαράει τους αντιπάλους, να κερδίζει που και που καμιά μπάλα χωρίς φάουλ και να τρέχει πέρα δώθε λυσσαλέα.

Δε θα πρέπει να συγχέεται με το «τρεχαντήρι», ο οποίος είναι εξ ορισμού εξάρι / οχτάρι (αμυντικό / κεντρικό χαφ δηλαδή) και παίζει box-to-box, δηλαδή από τη μια περιοχή μέχρι την άλλη. Το «τρεχαντήρι» μπορεί να έχει καλή πάσα ή έξυπνο παιχνίδι. Ο μαρμαράς, ποτέ.

Μου έχει βάλει και τον Τοροσίδη δεξί μπακ... Αυτός είναι τελείως μαρμαράς ρε φίλε. Στις δέκα σέντρες, οι εννιά πάνε πλάγιο.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Μικροκαμωμένη (και κατά συνέπεια μανιτζέβελη στο σεξ) γκόμενα.

Η αδερφή της είναι νταρντάνα με τα όλα της, αυτή πώς βγήκε έτσι μινιμαλιά, κοντή και αδύνατη;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Σημαίνει «πες κάτι για να περάσει η ώρα/πες καμιά μαλακία» και υποδηλώνει ότι ο συνομιλητής δεν ενδιαφέρεται απαραιτήτως για την αλήθεια του πράγματος.

Πες κανένα ψέμα, τι μουγκαμάρα είναι αυτή.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Χαστούκι, σφαλιάρα. Εις την αργκό της συμπρωτευουσιάνικης ημι-trash οπαδικής τηλεόρασης (Μαρμίτα).

Άμα φας κανένα πλακόνι με το δαχτυλίδι του συγχωρεμένου του παππού, θα σου πω εγώ.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ως που-σαι-συ ορίζουμε τον τύπο χαζοχαρούμενης γκόμενας, η οποία όταν συναντά όμοιες της αντικαθιστά το ανθρώπινο «γεια, τι κάνεις» με το «που'σαι συ».

Συνδυάζεται απαραίτητα με υψίσυχνη φωνή (σε επίπεδα σκύλων και εξωγήινων), ύφος πάπιας (σούφρωμα χειλιών) και εμφάνιση πάντοτε στην πένα, ακόμα κι όταν η περίσταση δεν το απαιτεί (π.χ. μάθημα στη σχολή) - ή μάλλον ειδικά τότε, που όλες οι άλλες είναι ντυμένες κανονικά.

Ελέγχεται επίσης η πιθανότητα μετατροπής της ορθογραφίας του λήμματος σε «puss-εσύ».

Εντάξει, στην αρχή φαίνεται ωραία η γκόμενα, αλλά είναι bimbo στα όρια της που-σαι-συ και δεν αντέχεται για κουβέντα πάνω από πεντάλεπτο.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Μπαράκι, μπυραρία ή γενικότερα βραδινό μαγαζί το οποίο συνδυάζει χαμηλούς φωτισμούς και σένσουαλ /ρομαντική μουσική σε μέτρια ένταση, και το οποίο προτιμάται σχεδόν κατ' εξοχήν από ζευγαράκια σε πρώτα (ή κάποια από τα πρώτα) ραντεβού. Συνδυάζεται με μέτρια κατανάλωση ποτού (απαγορεύονται οι λιώμες), περιοδική επαφή χεριών και λάγνα βλέμματα.

Με αυτόν τον τρόπο, αυτός που επέλεξε το κατάστημα προσπαθεί να επιδείξει ταυτόχρονα καλό γούστο, αλλά και σαφή διάθεση σεξουαλικής περίπτυξης προς τον άλλο.

Ήταν πιο rock το μαγαζί όταν άνοιξε, τώρα έρχονται όλο ζευγαράκια και παίζει μπαλαντούλες λες και είναι προκαταρκτικάδικο.

3.47: Το κατάρτι δεν θέλει πια προκαταρτικά. (από Khan, 08/01/12)

Σύγκρινε με καμακομάγαζο.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified