Αποκαλούνται οι πολεμιστές θηλυκού γένους, οι οποίες απαρτίζουν τις σκανδιναβικές θηλυκές ορδές που κατακλείουν τα ελληνικά νησιά το καλοκαίρι, και οι οποίες βρίσκουν τρε καβλωτίκ, τον μαυροτσούκαλο και τριχωτό τύπο του νεοέλληνα.

Βεβαίως πρέπει να δώσουμε τα εύσημα στο σουηδικό σύστημα εκπαίδευσης, που εμποτίζει αυτά τα χαριτωμένα ξανθά κεφάλια (εμάς βέβαια ως φυλή, μας ενδιαφέρει το υπόβαθρο), με την έννοια του φιλελληνισμού. Διότι όλα ξεκινούν από το μυαλό.

- Τι έγινε χθες το βράδυ;
- Προσπάθησα να κρατήσω την εικόνα του έθνους ψηλά, αλλά παραδόθηκα...
- Δηλαδή;
- Αντί να τη ξεζουμίσω εγώ την Πενίλα, με ξεζούμισε αυτή. Μετά το τρίτο, αποκοιμήθηκα, και αυτή συνέχισε μόνη της.
- Γιατί δεν τηλεφώναγες ρεεεε;
- Ρε τσίσια, να βρεις την δικιά σου βίκινγκ ζουλιάρη. Ε, ζουλιάρη. Ζέχνει ο τόπος!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Γυναίκα που επιμένει ότι η Ερεσός είναι η καλύτερη παραλία του κόσμου, και δεν δέχεται κουβέντα επ' αυτού.

Στην μαστορική διάλεκτο, το τριβίδι είναι το εργαλείο που χρησιμοποιείται για τη λείανση κάθε επιφάνειας (ξύλο, σοβάς, πλαστικό κλπ). Στην σλανγκουάζ περίπτωσή μας όμως, αναφέρεται στην τριβή δύο αιδοίων, για την παραγωγή θερμοσεξουαλικής ενέργειας.

-Ωραίο κομμάτι η κοπελιά απέναντι. -Άσε με μωρέ. Τρεις ώρες την χαλβάδιαζα χθές, νόμιζα ότι πήγαινα καλά, και άξαφνα, μου σκάει το παραμύθι...
-Ποιο παραμύθι;
-Ότι είναι λεσβία. -Το μανουλομάνουλο τριβίδι ρε Φόντα; Ρε μπας κι ήθελε να σε ξεφορτωθεί ρε κακόμοιρε. Αυτή ακουμπάει τον πάγκο και αφήνει ορμόνες ρε...
-Ναι, λίγη τεστοστερόνη την αφήνει όσο να'ναι....

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αναφέρομαι στο πρόθεμα, δι αυτόν το λόγο λείπουν οι τόνοι. Το πρόθεμα αυτό μπαίνει πριν απο οποιοδήποτε μπινελίκι, και του δίνει στόμφο και ένταση, με αποτέλεσμα την ευφορία του ατόμου που το εκστομεί. Βεβαίως η ευφορία αυτή προέρχεται από την παρήχηση του «α», που γεμίζει το στόμα.

Το παραπάνω πρόθεμα αποτελείται από τα εξής δύο υποπροθέματα:

  • καρά-, από την τουρκική, που σημαίνει μαύρο (εξ ου και όλα τα επίθετα που έχουν το καρα-: Καραγιάννης, Καραγιώργης, Καραπαναγής, ή και καραγκιόζης που σημαίνει μαυρομάτης, καρα-μαύρος, γκιοζ τα μάτια). Και στην ελληνική ο μαύρος, εμπεριέχει και την έννοια του κακομοίρη.
  • -κατά-, το οποίο έχει πολλές σημασίες, αλλά όταν ακολουθείται από μπινελίκιον, παρατίθεται με την έννοια από πάνω μέχρι κάτω, σε όλο του το φάσμα.

Συντάσσεται ως επί το πλείστον με το «κερατάς», αλλά και το μαλάκας, λεσβία, γαμημένη, πουτάνα, πουσταριό του πάνε αρκετά.

  1. - Ήταν και η Ιφιγένεια χθες για καφέ. Την έφερε η Ρούλα. Ρώταγε για σένα και τον αδελφό σου.
    -Άσε με ρε με την καρακαταπουτάνα. Τα είχε με τον αδελφό μου, και την έπεφτε και σε φίλους του την ίδια ώρα...

  2. - Έτσι και πετύχω τον καρακατακερατά τον Λάκη πουθενά, θα τον σκίσω το μπούστη.

  3. - Τι ωραίο μουνί η Λίτσα και να είναι λεσβία, κρίμα.
    -Δεν είναι λεσβία, είναι καρακαταλεσβία. Μου έχει πει, ότι δεν έχει ακουμπήσει ποτέ στη ζωή της μαγιόξυλο.

(από electron, 02/09/09)(από electron, 02/09/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Φράση αποδοχής μεγαλείου, σαν να δηλώνω είμαι / είσαι τιτανοτεράστιος...

Βεβαίως έχει ξεκινήσει από το ποδόσφαιρο, και αναφέρεται στις δεκαετίες προ του '90 (που τα νούμερα στις φανέλες έφταναν μέχρι το 11, όσοι ήταν και οι ποδοσφαιριστές). Τότε ο μπαλαδόρος της ομάδος, αυτός που έκανε παιχνίδι, ο πίσω από τους επιθετικούς, λεγόταν και δεκάρι. Και συνήθως φόραγε και την μπλούζα με το νούμερο 10. Και, μιας και ήταν συνήθως και το μεγάλο όνομα, ήταν και αρχηγός. Με λίγα λόγια, ο άρχων της ομάδος. Τα πολλά συνήθως, έχουν να κάνουν με το ότι δεν ήταν νόμος. Επίσης το δέκα, αναφέρεται και στην θέση αλλά και στην φανέλα.

Μεγάλα δεκάρια και αρχηγοί (φόραγαν και το νούμερο 10 στη φανέλα) ήταν ή είναι: Πελέ, Μαραντόνα, Πλατινί, Δομάζος, Πούσκας, Τόττι, Κακά (με την εθνική). Οπότε καταλαβαίνετε γιατί οι ποδοσφαιρόφιλοι σλάνγκισαν την συγκεκριμένη έκφραση και για άλλες περιπτώσεις, εκτός ποδοσφαίρου.

Να σημειωθεί για την ιστορία, ότι υπάρχει και μία βαθμίδα ακόμη στο εύρος της έκφρασης και είναι η ακόλουθη: και δέκα και αρχηγός, στην εθνική Βραζιλίας. Δηλαδή, τιτανομέγιστος απο τους τιτανοτεράστιους (γιατι έχεις αφήσει και στον πάγκο καμιά δεκαριά παιχταράδες, που σε άλλες εθνικές θα ήταν και δέκα και αρχηγοί.

-Τι σουξέ, ρε ο Γιωργάκης αυτό το καλοκαίρι! Φτου να μην το ματιάσω. Έχει γαμήσει τη μισή Στοκχόλμη και κατηφορίζει προς Κοπεγχάγη μεριά.
-Παίζει τρελή μπάλα, δεν προλαβαίνει να σκοράρει και μοιράζει και πάσες σε μας. Προχθές με πήρε να βγούμε, γιατί η δικιά του ήθελε να φέρει και την κολλητή της και το κάψαμε. Δικαιωματικά και δέκα και αρχηγός!! Τρελός μπαλαδόρος.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Προσφωνείται ούτως, τύπος που το μικρό του όνομα είναι Γιώργος (το επίθετο δεν μας ενδιαφέρει), και έχει τα εξής χαρακτηριστικά:

  • Είναι μούρη και ολίγον λαμόγιο, γνωστός στην πιάτσα,
  • Είναι large, σε εμφάνιση και σε κιλά. Το χρυσό ρολόϊ είναι μαστ, καθώς και η αχρήστευση των δύο πάνω κουμπιών, όλων των πουκαμίσων,
  • Έχει ασχοληθεί κάποια στιγμή στη ζωή του, ή ασχολείται ακόμα με την τοπική ομάδα ποδοσφαίρου,
  • Θεωρεί τον εαυτό του ειδήμονα σε όλα, μιας και έχει βγάλει το πανεπιστήμιο της ζωής,
  • Η όλη του συμπεριφορά αποσκοπεί στο να δείξει στους γύρω, ότι έχει μεγάλη επιφάνεια, παρότι τα οικονομικά του είναι χάλια, και τον ψάχνουν όλες οι τράπεζες,
  • Γλυτώνει παρά τρίχα τη φυλακή, διότι όντας αγαπητός παρά τα ελαττώματά του, πάντα κάποιος φίλος καθαρίζει για πάρτη του,
  • Συνήθως είναι ιδιοκτήτης εστιατορίου, ή καφέ μπαρ, ή κωλόμπαρου,
  • Έχει διασυνδέσεις στη νύχτα και γενικά παντού, χωρίς βέβαια οι διασυνδέσεις να χαίρονται γι αυτό.

Το προσωνύμιο βέβαια το χρωστάμε στην τεράστια μορφή, τον πρώην πρόεδρο του Παναθηναϊκού, Γιώργο Βαρδινογιάννη. Δεν υπάρχει σχέση με την παλιά έκφραση «ποιός είσαι; ο Βαρδινογιάννης;», η οποία αναφερόταν στη χλίδα.

Bαρδινογιώργος λοιπόν είναι ο Βαρδινογιάννης της μικρής κοινωνίας, ο οποίος πιο πολύ φαίνεται παρά είναι, και δεν έχει να κάνει με τον πλούτο, αλλά με την φασαριόζικη και επιδειξιομανή συμπεριφορά.

- Είδα χθες στα μπουζούκια τον Κύριο Γιώργο. Θαμμένο μες τα λέλουδα και τις αρτίστες. Σε μια στιγμή βγαίνει στην επιφάνεια για να αναπνεύσει, και διατάζει το γκαρσόνι να μας στείλει μία μποτίλια.
- Ε οπότε, δεν είδες τον Κύριο Γιώργο. Τον βαρδινογιώργο είδες, που έχει το παραλιακό εστιατόριο...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αναφέρεται σε ένα ρολόι μούφα.

Officine panerai είναι μία ιταλική εταιρεία που κατασκευάζει ρολόγια. Για την ακρίβεια κατασκευάζει όλα τα εξαρτήματα, εκτός από τους μηχανισμούς, που είναι ελβετικοί και ελαφρώς τροποποιούνται από την εν λόγω εταιρεία. Είναι πολύ παλιά εταιρεία και βεβαίως το πιο φτηνό πανεράι (έχει μεγάλη αναγνωρισιμότητα, διότι είναι και τεράστιο) πωλείται στην εξευτελιστική τιμή των 3.500 ευρώ.

Πού να γνώριζαν βέβαια οι δύσμοιροι οι ιταλοί ότι στα ελληνικά το όνομα της εταιρείας, θυμίζει το πανέρι των μικροπωλητών (βλέπε και βγάζω στο πανέρι). Ως εκ τούτου, ο όρος αρχίζει σιγά σιγά να χαρακτηρίζει τη μούφα. Οι οποίες μούφες, δεν κάνουν τη θραύση που έκαναν την κιτσοδεκαετία, αλλά ακόμα ζουν και βασιλεύουν.

Για τα ρολόγια συγκεκριμένα, μπορείτε να βρείτε ρέπλικα οποιουδήποτε ακριβού ρολογιού με 250 ευρώ στο ιντερνέτι. Και μιλάμε για ρολόι τζιτζί, αυτόματο, με γιαπωνέζικο μηχανισμό. Οπότε αν χτυπάτε γκόμενα πλουσιέξ, το αποκτάτε ως αρχικό κεφάλαιο για μακρόχρονη επένδυση, σε περίπτωση που σας κάτσει και την νυμφευθείτε. Τότε ο πεθερός, σας κάνει δώρο ένα Pateκ Philippe και από πανεράϊ ξηγιέστε σαμουράι.

- Ωραίο ρολογάκι πάλι Κωστάκη. Από Βουκουρεστίου μεριά;
- Απο ιντερνετικό πανεράϊ αυτή τη φορά, λόγω κρίσης. Ντάμπλιγιου, ντάμπλιγιου, ντάμπλιγιου, τελεία, μούφα, τελεία, κομ. Δουλεύει όμως μια χαρά και κανά δυο βούρλα γκόμενες το χάψαν ότι είναι ακριβό.

(από electron, 01/09/09)(από Vrastaman, 02/09/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η ακριβής μετάφραση από τα γερμανικά είναι: μάλιστα διοικητά μου. Και όπως φαντάζεστε αυτή η φράση έγινε γνωστή (με άσχημο τρόπο) σε όλη την Ευρώπη κατά την διάρκεια του Β' παγκοσμίου πολέμου. Η φράση συνοδευόταν ενίοτε και από το φασιστικό χαιρετισμό και ήταν απάντηση σε κάποια διαταγή που έδινε ο ανώτερος αξιωματικός.

Στην σλανγκουά της μορφή, η έκφραση εστιάζει στην υποτακτικότητα των γερμανών στρατιωτών, η οποία ήταν παροιμιώδης, καθώς και στην πειθαρχεία του γερμανού στρατιώτη. Και βέβαια, προσαρμοσμένη η έκφραση στην ελληνική πραγματικότητα, σημαίνει εντελώς το αντίθετο, εμπεριέχοντας δηλαδή την ελληνική μαγκιά, όπως λέει κι ο τζιμάκος. Η οποία έγκειται στην ειρωνική μεταφορά της έκφρασης, δηλαδή αποκαλούμε αυτόν που μας διατάζει Χίτλερ. Του λέμε δηλαδή, θα κάνουμε αυτό που μας ζητάς, αλλά εντελώς απρόθυμα, και αν.

Κάποιες φορές πάλι, μπορεί η συγκεκριμένη έκφραση να χρησιμοποιηθεί και περιπαιχτικά, και θετικά, δηλαδή ότι ό,τι μας ζητήθηκε το κάνουμε με τόση λαχτάρα, όση αυτή ενός γερμανού στρατιώτη, πειθήνιου στον Φύρερ.

Αξίζει να γίνει μια αναφορά στην αμερικλανιά sitcom, «Hogan's heroes» του '60, όπου ένας χονδρούλης (και ολίγον πύρκαυλος) γερμανός στρατιώτης λέει συνέχεια αυτή τη φράση, ακόμα και όταν τον διατάζουν οι αμερικανοί αιχμάλωτοι πολέμου. Ο χαρακτήρας αυτός θυμίζει τον γυαλάκια του M.A.S.H., και είναι ό,τι καλύτερο είχε να δείξει η συγκεκριμένη σειρά.

ασίστ jonas

  1. Αφεντικό: Πέρασε αυτά τα τιμολόγια σε παρακαλώ, και μετά πήγαινε και από την αποθήκη να ξεσκαρτάρεις κάτι παλιατζούρες.
    Υπάλληλος: Γιαβόλ μάιν κομαντάντ!!!! (ο συγκεκριμένος υπάλληλος είναι χρόνια στην εταιρεία και έχει το θάρρος να αντιμιλήσει)
    Αφ.: Δεν θέλω μαλακίες...
    Υπ.: Αν δε θέλετε μαλακίες, να πείτε και στο Μαράκι να κάνει τίποτα, κυρ-προϊστάμενε! Εκτός αν την προσλάβατε για αποσμητικό χώρου.
    (αρνητική χροιά)

  2. — Αγάπη μου, αν κοιμηθούν τα παιδιά νωρίς, έχεις όρεξη για γούτσου-γούτσου;
    — Να ρίξω λίγο από κείνο το σιροπάκι του βήχα μέσα στο γάλα τους; Προληπτική ιατρική, μη λέει κι η μάνα σου ότι δεν τα προσέχουμε κι όλο κρυώνουν!!!
    — Έχεις ορεξίτσα βλέπω...
    — Έχω ο πούστης.
    — Ωραία, βάζω εγώ τα παιδιά για ύπνο, κάνε τα πιάτα, μάζεψε τα παιχνίδια, και ραντεβού στο χωλ, δίπλα στο καλοριφέρ.
    Γιαβόλ μάιν κομαντάντ!!!! (θετική χροιά)

(από electron, 31/08/09)allo allo (από BuBis, 01/09/09)Radar O\'Reilly (από poniroskylo, 06/10/09)

Στα γερμανικά jawohl, mein Kommandant. Δες και μαστακιιειικιτά.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Συνώνυμο της ερώτησης «Τι έγινε όσο έλειπα; Είχαμε τίποτα επιτυχίες; Κανα κέρατο; Ποια γαμήθηκε με ποιόν; Ποιος γάμησε ποια;»

Τα μουνιά αποτελούν τα λέλουδα ενός φανταστικού μποστανιού, το οποίο εμείς (στα όνειρά μας) ως κηπουροί τα ποτίζουμε, δηλαδή τα περιποιούμαστε αναλόγως. Και ως γνωστόν, τα λέλουδα θέλουν πότισμα κάθε μέρα, οπότε όταν πάμε διακοπές, κανονικά πρέπει να αφήσουμε κάποιον στο πόδι μας.

Η έκφραση λέγεται, όταν για κάποιο λόγο απουσιάσαμε ένα εύλογο διάστημα από το κουρμπέτι, ή στην περίπτωση που αργήσαμε να κατέβουμε το βράδυ, και αναρωτιόμαστε αν χάσαμε κάποιο επεισόδιο.

Βεβαίως η συγκεκριμένη έκφραση, αποτελεί επίσης ένεση αυτοπεποίθησης, αφού παρουσιάζουμε τον εαυτό μας ως τον σουπεργαμάω, τον μοναδικό κηπουρό των διψασμένων για νερό θηλυκών ορέξεων. Και λέγε λέγε, μπορεί να το πιστέψουμε...

- Βρε καλώς το Μαρκάκι! Πώς τα περάσαμε στας εξοχάς;
- Ας τα λέμε καλά, αλλά εμένα άλλο με ανησυχεί... Ποιος πότιζε τα μουνιά όσο έλειπα, δεν ξέρω.
- Εδώ, όλη η παλιοπαρέα. Καλέσαμε και κάτι τύπους από το καφενείο, γιατί εμείς οι τρεις δεν τα καταφέρναμε μόνοι μας. Απορώ πως τα βγάζεις πέρα εσύ;

(από electron, 31/08/09)(από patsis, 01/09/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Φράση ταβλαδόρικη, που γεμίζει το στόμα (λόγω των πολλών άλφα) και ευφραίνει την καρδία του ατόμου που την σπικάρει. Διότι η φράση λέγεται με στόμφο, αργά και δυνατά, για να την ακούσουν πρωτίστως οι γύρω, ώστε να γυρίσουν και να κοιτάξουν με οίκτο τον σαραβαλιασμένο (την συγκεκριμένη στιγμή) αντίπαλό μας.

Βεβαίως και αποτελεί ένα όπλο ψυχολογικού (και άρα έξυπνου) πολέμου, στον στίβο του εθνικού σπορ της ανατολής, του ταβλιού. Η έκφραση αποκτάει τεράστιο ειδικό βάρος, διότι ουσιαστικά μειώνουμε την ικανότητα του αντιπάλου (έλλην κι αυτός). Και ως γνωστόν, όλοι οι ελληνάρες, εκτός του ότι είμαστε οι καλύτεροι οδηγοί του κόσμου, παίζουμε και το καλύτερο τάβλι στην περιοχή μας!! Οπότε, καταλαβαίνετε το μέγεθος της προσβολής, που ενέχει η παραπάνω φράση.

Η φράση λέγεται στις εξής δύο περιπτώσεις:

Περίπτωσις υπ. αριθμ. 1 (απλή ηδονή)
Αφότου έχουμε κερδίσει το προηγούμενο παιχνίδι, εννοείται ότι ξεκινάμε πρώτοι στο ζάρι στο επόμενο. Καμιά φορά, έτσι όπως μηχανικά στήνουμε τα πούλια για το επόμενο, ο αντίπαλος ασυναίσθητα πιάνει τα ζάρια... Μέγα λάθος του. Εκεί αναφωνούμε: «εεεεε, άστα κάτω, τα ζάρια στον μάστορα!», δίνοντάς του να καταλάβει ότι παίζουμε πρώτοι, διότι κερδίσαμε το προηγούμενο παιχνίδι, όπερ σημαίνει ότι είμαστε μάστορες της τέχνης του ταβλιού.

Περίπτωσις υπ. αριθμ. 2 (κάβλα)
Αυτή η περίπτωση αφορά στις πόρτες αποκλειστικά. Έχουμε χτυπήσει πούλι του αντιπάλου και ταυτοχρόνως κάνουμε εξάπορτο στην μικρή μας περιοχή. Ως αποτέλεσμα, εξασφαλίζουμε κατά 95% την επιτυχή για εμάς έκβαση του αγώνος, και επίσης ο αντίπαλος δεν αγγίζει τα ζάρια (διότι δεν έχει νόημα να παίξει, αφού έχουμε εξάπορτο), μέχρι εμείς να του ανοίξουμε μία πόρτα (αφότου έχουμε καθαρίσει αρκετά πούλια). Με το που γίνεται το εξάπορτο, φωνασκούμε με στόμφο... «τα ζάρια στον μάστορα!»...

Κώστας: - Με πεντάρες, σου κλείνω το σπίτι...
Γιάννης: - Παίζε ρε και ασ' τα λόγια...
Κώστας: - Πεντάρες;;;;;;; Και κλεισθέντος του λίθου υπό των ιουδαίων (σ.ς. κάνει το εξάπορτο), και τα ζάρια στον μάστορα, για να μαθαίνεις Γιαννάκη, ποιος είναι ο μάστορας!
Γιάννης: - Μάστορας είναι της κατσίκας ο κώλος που τις κάνει στρογγυλές ρε ξεκωλιάρη. Που σε έχει γαμήσει ολόκληρη η τρίτη οικουμενική σύνοδος, μαζί κι ο πάπας που την παρακολουθούσε, και όλα τα παπαδάκια. Κώστας: - Νευράκια, νευράκια;;;;;;

(πραγματικός διάλογος)

(από electron, 01/09/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Είναι τύπος που απαντάται κυρίως στην επαρχία, όπου όλοι γνωρίζονται, και ολίγον σπασαρχίδης για όλους αυτούς που βιάζονται και δεν έχουν χρόνο για χάσιμο. Η ετυμολογία της λέξης είναι προφανής, και δια τούτον την παραλείπω.

Καλοχαιρέτας είναι ο τύπος που:

  • χαιρετάει εγκάρδια, ακόμα και αυτούς που αντιπαθεί, γιατί αλλιώς δεν θα ήτανε καλοχαιρέτας
  • αυτός που πολύ συχνά βγαίνει από την πορεία του για να χαιρετήσει έναν γνωστό (για παράδειγμα πάει στο απέναντι πεζοδρόμιο, μόνο και μόνο για να χαιρετήσει τον Μάκη, που είναι μπατζανάκης του κουνιάδου της συννυφάδας του τρίτου ξάδελφου μιας παλιοσειράς του)
  • κορνάρει σε όλα τα μαύρα γκολφ (επειδή ένας γνωστός του έχει μαύρο γκολφ και φοβάται μήπως του ξεφύγει)
  • αφότου πει γεια, συνήθως συνεχίζει με μία από τις κλισέ φράσεις τύπου: - Tι άλλα; Πού χάθηκες; Πώς περνάς; Πού πηγαίνεις; Σπίτι, όλοι καλά;
  • κάνει αυτές τις ερωτήσεις τόσο μηχανικά, που ο συνομιλών δεν προλαβαίνει να τις απαντήσει
  • χαίρεται υπέρμετρα, όταν είναι καλεσμένος σε γάμους και βαφτίσεις, διότι έχει εξασφαλισμένες, τουλάχιστον τέσσερις εγκάρδιες χαιρετούρες
  • το αγαπημένο του τραγούδι είναι το «Μια καλημέρα είναι αυτή, πες την κι ας πέσει κάτω» του Λοΐζου
  • πληρώνει φουσκωμένα ασφάλιστρα διότι, είτε με τη μηχανή, είτε με το αυτοκίνητο, τρακάρει συνήθως το προπορευόμενο όχημα, αφού αποσπάστηκε η προσοχή του προσπαθώντας να χαιρετήσει έναν γνωστό.

δες επίσης βουλευτής Καλοχαιρέτας

- Ρε Μάκη, τι είναι αυτός ο αδελφός σου. Φοβερή μορφή. - Από τις λίγες, τι συνέβη;
- Χθες τον είδα την ώρα που έφευγε από το πανεπιστήμιο και του είπα να με πάει σπίτι. Λοιπόν, εκτός του ότι έκανε το γύρο της αρκούδας για να περάσει από όλα τα στέκια, πρέπει να σταματήσαμε τρεις φορές για να μιλήσει σε γνωστούς του. Άσε που κόρναρε πιο συχνά κι από ταρίφα σε μποτιλιάρισμα.
- Γνωστος καλοχαιρέτας, το καμάρι μου, Δήμαρχο θα τον κάνουμε όταν δεήσει να αποφοιτήσει.

(από electron, 31/08/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified