Πρόκειται γιὰ λεξιπλασία, τὴν ὁποίαν προτείνω ὡς χαρακτηρισμὸ γιὰ ἀξιόλογα λήμματα, βαθμολογημένα μὲ πολλὰ ἀστέρια, τὰ ὁποῖα ὅμως «ἐκλάσθησαν» σὲ ἐπίπεδο σχολίων, διότι οἱ σχολιασταὶ προτίμησαν νὰ τὸ γυρίσουν σὲ λογοπαιξίες, ἀναγραμματισμούς, σὲ μοτοσυκλετιστικά, μπασκετικά, ποδοσφαιρικὰ κλπ, ἄσχετα μὲ τὸ λήμμα, θέματα.

Τὸ «κλάνεται μετὰ πολλῶν ἀστέρων» εἶναι ἕνα εἶδος ἀντιφατικοῦ χειρισμοῦ, κάτι σὰν τὸ «ἀπορρίπτεται μετὰ πολλὠν ἐπαίνων», ἢ «πολὺ ὡραῖο τὸ Μεταξᾶ 5**, ἀλλὰ θὰ πιῶ *Κουρτάκη μὲ Κόκα Κόλα».

Ἐτυμολόγησις: κλαστερᾶτο < κλασ-μένο + ἀστερᾶτο.

Βλ. λῆμμα γαμίδι, ἀπὸ τὸ ὁποῖο προέρχεται καὶ ἡ ἔμπνευσις.

Ἐπίσης, τὰ ἡμέτερα τουτού, σαραμπαμπίτς καὶ πολλὰ ἄλλα, πολὺ ἀξιολογότερα.

Ἀστερᾶτο (από aias.ath, 16/12/09)Κλασ- (από aias.ath, 16/12/09)(από Vrastaman, 17/12/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Μαλοῦπα λέγεται τὸ συσσωμάτωμα ἰνῶν, τὸ τριχοπίλημα, ἰδίως ἂν ἔχῃ κάποιο μέγεθος, ποὺ νὰ διακαιολογῇ τὴν χορταστικὴ «κατάληξι» -οῦπα. Βλ. καὶ σχόλιο στὸ λῆμμα μπάμπαλο.

Ἐπίσης, μαλοῦπα λέγoνται τὰ φύκη, ποὺ μαζεύονται στὰ ὕφαλα τῶν πλοίων καὶ προκαλοῦν ἐλάττωσι τῆς ταχύτητος. Αὐτὴ ἡ μαλοῦπα λέγεται καὶ στρειδῶνα, διότι τὰ φύκη συνυπάρχουν μὲ διάφορα μικρὰ ὄστρεα (καμμιά φορὰ μύδια, ὄχι στρείδια πάντως).

Ἐνίοτε, παραστατικὴ ὑποκατάστατη λέξι γιὰ τὸ τριχωτὸν τοῦ ἐφηβαίου, ὑφ' ὡρισμένας εὐνοήτους προϋποθέσεις.

Ἡ ἐτυμολόγησις εἶναι ἀπὸ τὸν συμφυρμὸ τῶν λέξεων μαλλὶ καὶ τουλοῦπα. Τουλοῦπα < τολύπη, ποσότης ἀκατεργάστου μαλλιοῦ ἐπάνω σὲ ρόκα. Προφανῶς ἡ τουλοῦπα δὲν ἔχει σχέσι μὲ τὸ χασικλίδικο γλυκάκι, τὴν τουλοῦμπα. Δεδομένης τῆς ἐτυμολογήσεως αὐτῆς, ἡ μαλοῦπα πρέπει νὰ γράφεται μὲ διπλὸ λ, ἔχει ὅμως ἐπικρατήσει μὲ ἕνα.

  1. - Μαλοῦπα πιάσατε, ἀνοικοκύρευτες, κάτ' ἀπ' τὰ κρεββάτια! Κάντε καὶ κανὰ σκούπισμα...

  2. - Γιακουμή, τὸ καΐκι ἔπιασε μαλοῦπα (στρειδῶνα), κι ἔχουμε ταξείδι. Νὰ τὸ βάλουμε στὸ ποτάμι, κανέ.

  3. - Καὶ βγάζει τὸ βρακί της, μεγάλε, ἡ Μάρω, καὶ βλέπω μιὰ μαλοῦπα, παλτὸ ὁλάκερο, δικέ μου.

Μαλοῦπα (από aias.ath, 14/12/09)Μαλοῦπα imitation (από aias.ath, 14/12/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ἀρκοῦδα λέγεται καὶ τὸ πίλημα ἰνῶν, ἰδίως ὅταν δὲν εἶναι σφικτό (εἶναι δηλ. ἀφρᾶτο καὶ χνουδᾶτο), ὅπως πχ συμβαίνει κάτω ἀπὸ ἔπιπλα, ὅταν δὲν καθαρίζεται συχνὰ ὁ χῶρος.

Ἡ ἐτυμολογία τῆς ἐννοίας αὐτῆς εἶναι διττή:

  • Ἀπὸ τὴν καθ' ὑπερβολήν ἔκφρασι: «Δὲν σκουπίζετε καθόλου, ἀρκοῦδες πιάσαμε ἐδῶ μέσα». Ἡ φρᾶσι αὐτὴ θέλει νὰ δηλώσῃ ὅτι εἴμαστε «τερατωδῶς» ἀσκούπιστοι, ἀλλὰ στὸ μυαλό μας κυριολεκτικοποιεῖται.
  • Ἀπὸ τὴν τριχωτὴ ἐμφάνισι τῆς μπαλίτσας τοῦ χνουδιοῦ, ποὺ θὰ μποροῦσε νὰ παρομοιασθῇ μὲ ἀρκοῦδα.

Βλ. καὶ μπάμπαλο. Σὲ ἰατρικὸ πλαίσιο ἡ ἔκφρασι χρησιμοποιεῖται κατὰ τὴ διάρκεια ἐπεμβάσεων μὲ χρῆσι μικροσκοπίου, ὁπότε ἡ παραμικρὴ ἴνα (βαμβακιοῦ ἢ ἀπὸ τὸν ἱματισμό), πιασμένη σ' ἕνα μικροεργαλεῖο, φαίνεται στὸ μικροσκόπιο μεγάλη, κι ἂς μήν εἶναι πίλημα.

  1. Δὲν σκουπίζετε καθόλου, ἀρκοῦδες πιάσαμε ἐδῶ μέσα.

  2. [Σὲ ὠτοχειρουργικὴ ἐπέμβασι]
    Αἴας: Δεσποινίς, τὸ ἐργαλεῖο ποὺ μοῦ δώσατε ἔχει ἀρκοῦδα.
    Ἐργαλειοδότις: Ἄχ, συγγνώμιν, δῶστε μου νὰ τὸ καθαρίσω...

Ἀρκοῦδι (από aias.ath, 14/12/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ὡς κοκοράκι χαρακτηρίζεται ὁ πάσχων ἐκ προώρου ἐκσπερματίσεως. Γίνεται συσχέτισις μὲ τὴν πολὺ σύντομη διάρκεια τῆς συνουσίας τῶν κοττερῶν (μὲ τὰ ἀνθρώπινα μέτρα).

Νὰ μή συγχέεται μὲ τὸν χαρακτηρισμὸ «κόκορας», ποὺ παίρνει σημασίες ὅπως προπέτης, ἐπιβήτωρ πολλῶν θηλέων καὶ τὰ παρόμοια.

- Μαλάκα Γιούλη, ὡραῖο μουνὶ ὁ Λάκης. Νὰ τὸ πάρουμε;
- Τσσσ! Τὄχω πάρει. Κοκοράκι εἶναι. Δὲν λέει...

(Bλ. λῆμμα μουνί, τοῦ John Black).

Κοκοράκι (από aias.ath, 04/12/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Σλαγκικὸς τῦπος τῆς κοινῆς ἐκφράσεως «καὶ μιὰ ποὺ τ' ἀναφέραμε».

«Καὶ μιὰ πουτάνα φέραμε, ὁ πούστης καθέτου ἀποτελεῖ ἀρχίδια τὴν γεωμετρίαν.»

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Στὴν Κυπριακὴ διάλεκτο σημαίνει τὸ ἀντίστοιχο τῆς Κρητικῆς μαντινάδας, δηλαδὴ ἔξυπνα λυρικά, σκωπτικά, ἐγκωμιαστικά, ἀκόμη καὶ πατριωτικὰ δίστιχα ἢ τετράστιχα, τὰ ὁποῖα συντίθενται «ἐκ τοῦ προχείρου» σὲ παρέες, οἰνο-ρακο-τσικουδοποσίες, γάμους καὶ ἐν γένει χαρούμενες κοινωνικὲς ἐκδηλώσεις.

Παρ' ὅτι συντίθενται ἐκ τοῦ προχείρου, ὁ συνθέτης δὲν ἔχει τὴν μορφὴν τοῦ χοίρου, τοὐλάχιστον ἐκ τοῦ λόγου αὐτοῦ, εἰδικῶς.

Ἡ ἀπόδοσις τῆς προφορᾶς θὰ ἔμοιαζε περίπου ὡς «τchαττιστά».

Ἡ κυριολεκτικὴ σημασία σὲ κοινὰ νεοελληνικὰ (τοῦ ἐπικρατήσαντος Πελοποννησιακοῦ ἰδιώματος) εἶναι ταιριαστά, αὐτὰ δηλαδὴ ποὺ δημιουργοῦν ὁμοιοκαταληξία.

Λέει ὁ νέος:

— Ἔεεεεε, ἐννάρττω τὸ πουρνὸ ποτschεῖ
νὰ σὲ ποchιαιρετήσω...

Καὶ ἀπαντᾷ ἡ καύκαν του (γκόμινα):

— Ἔεεεεε, μονάχαν ἡ καρκιά μου ἐμέν' ξέρ' ἴνταλως νὰ ζήσω!!!

(από aias.ath, 03/12/09)Χότζα μου, (τ)ο Πουτίν (από aias.ath, 04/12/09)(Τ)ο Πουτίν ψαρεύτchει... (από aias.ath, 04/12/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ἡ συνεύρεσις μὲ τὸν φαρμακοψώλη θεωρεῖται, κατὰ τὴν λαϊκὴ ἀντίληψι, θανατηφόρος γιὰ τὴν συνουσιαζομένη γυνή. Μεταξὺ τῶν φαρμακοψωλῶν εἶναι ἡ πολλαπλῆ χηρεία λίαν διαδεδομένη.

Ταυτόσημον τὸ φαρμακοπούτσης, φαρμακόπουτσος.

Ἡ λαϊκὴ σοφία δὲν ἔχει πρὸς ὥρας διατετυπωμένην ἄποψιν διὰ τὰ ἀποτελέσματα τῆς συνευρέσεως τοῦ φαρμακοψώλου μὲ κιναίδους. Ἆραγε, νὰ ὀφείλεται τοῦτο εἰς ἔλλειψιν στατιστικῶς ἐπαρκοῦς ἀριθμοῦ περιπτώσεων, ἢ εἰς ἔλλειψιν παρατηρητικότητος; Ἢ μήπως αἱ λοῦγκραι, λουμπῖναι, τζαζκαραμπαζοῦδαι, ταραφόλουμπαι κλπ εἴδη τοῦ τζιναβόκοσμου εἶναι ἄτρωτοι ἀπὸ τὰς φαρμακερὰς ψωλάς; Ἐπὶ τῶν θεμάτων αὐτῶν ἡ ἔρευνα συνεχίζεται.

Ἐγείρεται νῦν τὸ ἐρώτημα: Ποῖος νὰ ἦτον ὁ πρῶτος ἀναφερόμενος φαρμακοψώλης;

Ἡ ἡμετέρα μυθολογία μᾶς πληροφορεῖ ὅτι τοιούτος (ὄχι δά!) ἦτον ὁ Μίνως, ὁ βασιλεὺς τῆς Κρήτης. Ὁ μῦθος διδάσκει ὅτι ὁ Μίνως παρέμενε ἄτεκνος, παρά τὰς προσπαθείας του, διότι αἱ γυναῖκες, μετὰ τῶν ὁποίων συνηυρίσκετο, κατεσπαράσσοντο μέχρι θανάτου ἀπὸ ὄφεις, ὕδρας, σαρανταποδαρούσας κλπ ὑποτέρατα, τὰ ὁποῖα ἐξήρχοντο τοῦ πέους του, ἀμέσως πρό τοῦ σπέρματος. Κάποτε ἡ Πρόκρις, σύζυγος τοῦ ἥρωος Κεφάλου, ἡ ὁποία τὸ πήγαινε το γράμμα, ἔλυσε τὸ πρόβλημα, κατ' ἄλλους μὲ φαρμακοβότανα, κατ' ἄλλους ἐπινοήσασα τὸ πρῶτο προφυλακτικόν, ἐκ τοιχώματος βοείου κύστεως. Ἀφοῦ συνελέγοντο τὰ τέρατα ἐντὸς τοῦ, τρόπον τινα, προφυλακτικοῦ, τοῦτο ἀπερρίπτετο καὶ συνεχίζετο ἡ συνεύρεσις (καί, γιὰ ὅποιον δὲν κατάλαβε, τὸν ξανάχωνε, δηλαδή). Μὲ τὸ τέχνασμα αὐτὸ κατέστη ὁ Μίνως πολύτεκνος.

Ἀνάλογο τέχνασμα διὰ τὴν συνεύρεσιν μὲ φαρμακομοῦνες δὲν ἔχει εἰσέτι ὑποπέσει εἰς τὴν ἀντίληψίν μου.

[...] Μήν τυχόν δούν κι' αγαπήσουν αυτόν τον Ησύχιο και τις κλαίτε αύριο σαβανωμένες! Άααα! ΘΕΑΓΕΝΗΣ-ΗΣΥΧΙΟΣ [...] άλλο όνομα δέν βρήκαν να δώσουν ο παπάς και η μάνα του σ' αυτόν τον φαρμακοψώλη!» Διότι, μέσα σ' όλα, είχε συμβεί φυσικά να θεωρήσουν το σπέρμα του δηλητήριο [...].

(Ζ. Ζατέλη, «Και με το φως του λύκου επανέρχονται»)

Δες και -ψώλης.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ἐπίμηκες ἀντικείμενο, καρφί, κυρίως ὅμως καβλί.

Ἐτυμολογεῖται ἀπὸ τὴν τουρκικὴ λέξι çivi, ποὺ σημαίνει καρφί, ἐπίμηκες ἀντικείμενο, κυρίως μυτερό.

(Ὁ Δ/κτης ἔχει ρίξει φυλακὴ στὸν Καραμῆτρο)
- Μαλάκα, ἀφοῦ ἐσύ ἔφταιγες, γιατί δὲν τὸ εἶπες;
- Γιὰ νὰ φάῃ τὸ τσιβὶ ἄλλος ρὲ μαλάκα!

Το παραδοσιακό... (από joe909, 03/08/11)...και το αμερικλάνικο. (από joe909, 03/08/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

μου 'ρθε ταμπλάς / νταμπλάς: Πονοκέφαλος, ἀλλὰ κυρίως ἀποπληξία.

Συνώνυμον τὸ «ντουβουρτζάς».

Ἀπὸ τὸ τουρκικὸν tabla, ποὺ σημαίνει κυκλικὸς δίσκος, ὡς καὶ παρ' ἡμῖν ὁ ταβλάς (μὲ τὰ κουλούργια, θὰ κάνω γιούργια κλπ).

Βασίμως εἰκάζω, ὅτι ἀρχικῶς ἠνοεῖτο, ὅτι ἂν κάποιος «ἔτρωγε» ἕνα ταβλὰ στὸ κεφάλι, φυσικά, πονοῦσε κατόπιν. Ἡ σημασία αὐτὴ διεστάλη ἀργότερα, ὥστε νὰ φθάσῃ μέχρι τὴν ἀποπληξία (ἀγγειακὸ ἐγκεφαλικὸ ἐπεισόδιο), ὅπου «μένει κανεὶς ξερός».

Στὰ παλαιότερα χρόνια, τὸν 18ο αἰῶνα ἂς ποῦμε, ὁ νταμπλάς ἦταν ἕνα ἀπὸ τὰ τρία νοσήματα τοῦ ἀνθρώπου, τὰ ὁποῖα διέκρινε τότε ἡ Ἐσωτερικὴ Παθολογία. Αὐτὰ ἦσαν τὰ ἑξῃς:

Ὅ,τι ἦταν ἀπὸ τὸν λαιμὸ καὶ πάνω, ἦταν νταμπλάς.
Ἀπὸ τὸν λαιμὸ μέχρι τὴ μέση, στηθικά.
Ἀπὸ τὴ μέση καὶ κάτω, κοιλιακά. Ὑποκατηγορία τῶν κοιλιακῶν ἦσαν τὰ μητρικά, ἀλλ' αὐτὰ ἀνῆκαν στὴ Γυναικολογία.

Διάφορα ἄλλα ψιλονοσήματα («λαιμά», ποδάγρα, ζοχάδες ἢ τζοχάδες κλπ) ἀνῆκαν στὴν Ἐξωτερικὴ Παθολογία, καὶ δὲν μᾶς ἀπασχολοῦν.

- Τάκη (ἐκ τοῦ πουστάκη), ἂν μάθῃ ἡ μάνα σου ἡ δόλια ὅτι τὸν παίρνεις, νταμπλάς θὰ τῆς ἔρθῃ.

(από aias.ath, 02/12/09)Οἱ 4 ἰδιοσυγκρασίες (ὡς ἀπόστολοι), κατὰ τὸν Dürer (από aias.ath, 02/12/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ἑλληνοαμερικλανιά. Προέρχεται ἀπὸ τὸ φαμόζο son of a bitch.

Κάποιες ἀπὸ τὶς ἐκφράσεις αὐτὲς εἶναι ἁπλῆ ἀκουστικὴ μεταφορὰ ἀπὸ τὴν ἀγγλικὴ στὴν ἑλληνικὴ (δηλαδὴ τὸ λείψανο τῆς ἑλληνικῆς, ποὺ ἔμεινε ἀπ' ὅ,τι ἔφερε ὁ μετανάστης τοῦ 19ου αἰῶνος ἀπ' τὸ χωριό του). Ὑπάρχει μόνο διαισθητικὴ κατανόησι τοῦ πνεύματος τῆς λέξεως/φράσεως (βρισιά), καὶ ὄχι τοῦ νοήματος. Παρὰ ταῦτα, δουλεύουν...

(Στραβὸ στόμα καὶ ὗφος new world, ἀγουροξυπνημένος ἀπ' τὸ ἀμερικλάνικο ὄνειρο)

Γουέλ, εἶχα παρκάρει τὸ τρόκι στὴ Λέξινγκτον. Εἶχα βάλει καὶ δυὸ κοράκια στὴ μήτρα. Kέϊμ μπὰκ ἕνα μίνι λέϊτ, κι ὁ κὰπ μοῦ 'χε κόψει τίκετ, ὁ σαραμπαμπίτς.

Τουτέστιν:
Λοιπόν, εἶχα σταθμεύσει τὸ φορτηγάκι στὴ Λέξινγκτον. Εἶχα βάλει καὶ δύο κέρματα 1/4 USD (quarter) στὸ παρκόμετρο (meter). Πῆγα πίσω ἕνα λεπτὸ καθυστερημένος, κι ὁ μπάτσος (cop) μοῦ 'χε κόψει κλῆσι, ὁ son of a bitch.

(από jesus, 26/11/09)

Ὅρα καὶ σαναμαμπίτσης.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified