Πρόκειται για κλασικότατο λήμμα που μόλις και μετά βίας μπορεί να χαρακτηριστεί αδόκιμο και κατ' επέκτασιν να ενταχθεί στο σλανγκρ. Σημαίνει τον πουτσοκέφαλο, αυτόν που έχει στο μυαλό του το μουνί και γενικότερα το γαμήσι σε όλες του τις εκφάνσεις. Απαντά, σαφώς, και στο θηλυκό γένος τηρουμένων βέβαια των αντιστοιχιών· πορνόμυαλη, επομένως, είναι αυτή που έχει στο μυαλό της τον πούτσο, ενίοτε όμως και το μουνί. Ο όρος έλκει την καταγωγή από το αρχαίο πόρνος/η που σήμαινε τον άντρα, ή τη γυναίκα, που είχε ως κύρια ενασχόληση το γαμήσι και όλα τα paraphernalia.

  1. - Πρότεινα στον Νίκο να πάμε για ποτό και μου είπε «σπίτι σου ή σπίτι μου;». Ρε, το μαλάκα, μου την έχει δώσει!
    -Καλά, ρε συ, αυτός είναι πορνόμυαλος. Τι περίμενες, να σε πάει σε καμιά τσαγερί;

  2. - Η Ανθούλα είναι πορνόμυαλη. Όση ώρα της έδειχνα τον ισολογισμό αυτή με κοιτούσε στον πούτσο.
    - Μεγάλη πουτάνα. Εμένα μου την έπεσε από την πρώτη μέρα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Στους Η/Υ σημαίνει τα άλλ' αντ' άλλων αποτελέσματα που οφείλονται, συνήθως, σε λανθασμένο λογισμικό (βλ. software). Χρησιμοποιείται ενίοτε και ο συγγενής όρος «αρκούδες», που όμως σημαίνει κυριολεκτικά τα τερατώδη ψέμματα, τις ανακρίβειες.

  1. Ρε Μήτσο, έκανα τις ρυθμίσεις τού KDE όπως μου είπες και μου βγάζει αρκούδια. Δε γαμιέται, παλιά μου τέχνη κόσκινο, ξαναγυρνάω σε Gnome.

  2. Μετά την αλλαγή που έκανες στα εκτυπωτικά, η μισθοδοσία βγάζει αρκούδες.

  3. Το σλανγκρ μου έβγαζε αρκούδια χθες, αλλά ήταν το character set. Το γύρισα σε UTF-8 και συνήλθε.

Αρκούδια (από panos1962, 09/11/09)Μετά τις τελευταίες ρυθμίσεις στο Adobe Photoshop (από panos1962, 09/11/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Λέγεται σε περίπτωση που έχουμε να δούμε κάποιον πολύ καιρό. Δεν είναι γνωστή η προέλευση της έκφρασης, αλλά πιθανόν να προέρχεται από το κλάμα που ρίξαμε όσο αυτός/η έλειπε· πάντως, το αν μαυρίζουν τα μάτια με το κλάμα είναι κάτι που παίζεται επιστημονικώς.

  1. Πού είσαι χαμένος, ρε Μάνο; Μαύρα μάτια κάναμε να σε δούμε!

  2. - Πού είναι αυτό το μουνί; Μαύρα μάτια.
    - Δε γαμιέται ο μαλάκας. Μπορεί να λείψει άλλους εννιά μήνες;

  3. Ο BuBis φεύγει αύριο. Μαύρα μάτια θα κάνουμε να τον δούμε πάλι.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Παραφθορά του «πού είσαι» -> «πού 'σαι» -> «πού 'τσαι».

Λέγεται όποτε βλέπουμε κάποιον που είχαμε καιρό να δούμε, ή που χαιρόμαστε πολύ που τον βλέπουμε. Σε αντίθεση με άλλα λήμματα εκ παραφθοράς, το εν λόγω λήμμα σπάνια δημιουργεί παρεξηγήσεις, καθώς ο θιγόμενος/η ρισκάρει την περίπτωση να έχει παρακούσει, οπότε κινδυνεύει να εκτεθεί ανεπανόρθωτα. Πάντως, ακόμη και στην απίθανη αυτή περίπτωση, είναι εύκολο να διορθώσουμε κάνοντας την πάπια με δικαιολογίες του στιλ: «Τι είπα; Πού 'σαι, ρε Μαριώ;» κλπ.

- Πού 'τσαι ρε Μαράκι; Μαύρα μάτια κάναμε να σε δούμε.

- Πού 'τσαι ρε Στελάρα; Μας έλειψες, ρε κωλόφατσα!

- Έλα μωρή ψωλέτα. Πού 'τσαι χαμένος;

Που \'τσαι μωρέ; Τόση ώρα σε γυρεύω! (από spydel, 09/11/09)(από spydel, 09/11/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Έκφραση με την οποία προσφωνούμε άτομο το οποίο θέλουμε διακαώς να βρίσουμε, αλλά δεν μας βγαίνει, είτε λόγω συμπάθειας, είτε επειδή η θέση μας δεν το επιτρέπει, π.χ. προϊστάμενος, διευθυντής κλπ. Συνήθως η εν λόγω έκφραση λέγεται ως χαιρετισμός, αλλά μπορεί να ειπωθεί και σε οποιαδήποτε άλλη στιγμή το κρίνουμε σκόπιμο.

Πιθανόν η προσφώνηση να προήλθε από παραφθορά: «μουνί» -> «μουνάκι» -> «μουνάκι της χαράς», καθώς το μεν «μουνί» ακούγεται πρόστυχο, το δε «μουνάκι» χυδαίο. Τα παραπάνω γίνονται φανερά αν κάνουμε την εξής ερώτηση:¨

  • Τι κάνεις εκεί ρε μουνί;
  • Τι κάνεις εκεί ρε μουνάκι;
  • Τι κάνεις εκεί βρε μουνάκι της χαράς;

Παρατηρήστε επίσης πώς το «ρε» παρασύρεται σε «βρε» μέσα από την αλλαγή διάθεσης που επιφέρει το εν λόγω λήμμα.

  1. Πού 'τσαι ρε μουνάκι της χαράς;

  2. Τσακάς τον ξερό μου άσο, ρε μουνάκι της χαράς;

  3. Βρε μουνάκι της χαράς, τι έκανες πάλι; Καλά, γαμάτο το πρόγραμμα, βγάζει παπάδες. Μπράβο!

Μουνάκι της χαράς (από panos1962, 09/11/09)(από panos1962, 09/11/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αποδημώ εις Κύριον, «αναπαύομαι». Η έκφραση πιθανόν να οφείλεται σε χαρακτηριστική σύσπαση των ποδιών του αλόγου κατά την οποία πιθανόν να εκτιναχθούν ένα ή περισσότερα πέταλα. Λέμε ακόμη και «τα τίναξε» (εννοώντας τα πέταλα). Συνήθως λέγεται για άτομα τα οποία δεν έχαιραν ιδιαίτερης συμπάθειας, αλλά αυτό δεν αποτελεί κανόνα.

  1. - Τι γίνεται ρε συ εκείνος ο παλιός διευθυντής του Ταμείου, ο Μανόπουλος;
    - Δεν τα 'μαθες; Τίναξε τα πέταλα, ανήμερα τα Χριστούγεννα. Ε, δεν ήταν και μικρός. Έφυγε πλήρης ημερών, Θεός σχωρέσ' τον.

  2. Είδα τον Γιώργο και μου είπε ότι εκείνος ο ελεεινός ο Μαχαίρας τα τίναξε τελικά.

Τίναξε τα πέταλα (από panos1962, 10/11/09)Τινάζω πέταλα (από panos1962, 10/11/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αποδημώ εις Κύριον, τινάζω τα πέταλα. Η έκφραση λέγεται με στόχο τη διασκέδαση και τον εξορκισμό της πικρής αλήθειας του θανάτου.

  1. -Τα 'μαθες; Ο Τζιμάνης την κούρδισε την κιθάρα.
    - Ε, γλίτωσε ο άνθρωπος. Τόσα χρόνια βασανιζόταν. Θεός σχωρέσ' τον.

  2. Ο Γεωργαντίνης τελικά την κούρδισε την κιθάρα. Αύριο, 10 η ώρα είναι η κηδεία.

  3. - Ασ' τα, πέθανε η μάνα του Αντρέα.
    - Τουλάχιστον έφυγε πλήρης ημερών. Τι τα θες, όλοι θα την κουρδίσουμε την κιθάρα κάποια στιγμή...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το σουρεαλιστικό, το παράξενο, το bizarre. Λέγεται και για πρόσωπα, αλλά πιο συχνά χαρακτηρίζει αλλόκοτες ή περίεργες καταστάσεις.

  1. Πήγα στο ΙΚΑ και τα 'παιξα. Μου είπαν ότι για να πάρω αριθμό μητρώου ΙΚΑ θέλουν τον αριθμό μητρώου ΙΚΑ. Καλά, μιλάμε για σουρεάλ κατάσταση. Ό,τι να 'ναι!

  2. Πολύ σουρεάλ ο τύπος. Στη δουλειά του έχει Windows, στο σπίτι δουλεύει Linux και χθες ανακάλυψα ότι μετέχει ενεργά στο Open Solaris.

  3. Η Γεωργία με κάλεσε χθες για φάμε μαζί, και το βράδυ ήθελε να μου κάνει σιάτσου. Μιλάμε, το άτομο είναι σουρεάλ.

βλ. και τιραμισουρεαλισμός

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Σημαίνει αντιλαμβάνομαι τις προθέσεις κάποιου, παίρνω πρέφα, διαβλέπω τις κινήσεις ή τις ενέργειες που πρόκειται να γίνουν, «βλέπω» τις εξελίξεις. Ο όρος χρησιμοποιείται κατά κόρον στα ομαδικά παιχνίδια και δη στο ποδόσφαιρο. Λέμε, π.χ. «ο Νικοπολίδης διάβασε τον Τζώρα και έκανε έγκαιρα την έξοδο».

  1. Ο Μάκης διάβασε τη φάση και γύρισε γρήγορα στην άμυνα, σώζοντας την ομάδα από βέβαιο γκολ.

  2. - Ο Μήτσος χώρισε με την Αφρούλα. Τον έκανε τάρανδο.
    - Εμ, εγώ την είχα διαβάσει αυτήνα. Αφού την έπεφτε σε όλους.

Ο Μήτσος κατά την απουσία της Αφρούλας στη Σκύρο. (από panos1962, 12/11/09)Διαβάζοντας την τρέχουσα οικονομική κατάσταση... (από panos1962, 12/11/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Από το χώρο του ποδοσφαίρου, σημαίνει το να ντριμπλάρω κάποιον, να τον κάνω χαζό. Ο όρος καθιερώθηκε από τον Νίκο Αλέφαντο. Πράγματι, δεν είναι σπάνιες οι φορές που έχουμε ακούσει τον εν λόγω προπονητή να περιγράφει εξαιρετικά ντριμπλαρίσματα με τις φράσεις «τον ζωγράφισε», ή «τους ζωγράφισε όλους», ή «τον εζωγράφισε» κλπ.

Παρ όλ' αυτά ο όρος χρησιμοποιείται και για το κατσάδιασμα, η το μπινελίκωμα. Λέμε, π.χ. «άσε τον φώναξε ο γενικός και τον ζωγράφισε». Ουσιαστικά, όμως, πρόκειται για την ίδια λειτουργία, καθώς και στις δυο περιπτώσεις έχουμε επιβολή της υπεροχής με μη προσχηματικό, αλλά μάλλον με κραυγαλέο τρόπο.

  1. - Πω, ρε μαλάκα. Είδες πώς τους πέρασε όλους;
    -Τους ζωγράφισε.

  2. - Τι σου είπε η Μαίρη; Τσαντισμένη την άκουσα.
    - Άσε, με ζωγράφισε και είχε και δίκιο. Είχαμε ραντεβού χθες και την έστησα.

Νίκος Αλέφαντος (από panos1962, 12/11/09)Ο Πελέ "ζωγραφίζει" (από panos1962, 12/11/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified