Το πολύ ψιλό αλεύρι. Υποδηλώνει τον διαλυμένο, τον πολύ κουρασμένο, αυτόν που είναι χώμα.

  1. Δεν θα 'ρθω απόψε. Φαρίνα είμαι...

  2. - Θα παίξουμε άλλο;
    - Ένα στα τρία μόνο, μαλάκα, φαρίνα είμαι.

  3. Είδα τον Αντώνη προχθές. Μάζευε μια βδομάδα τα βαμβάκια. Φαρίνα έγινε...

Ο Αντώνης (από panos1962, 05/11/09)Φαρίνα Γιώτης (από panos1962, 05/11/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο άπαιχτος, ο ασυναγώνιστος. Γκρηκλισμός από το άπαιχτος και την κατάληξη -able που δηλώνει στα αγγλικά ιδιότητα, π.χ. predictable σημαίνει προβλέψιμος από το predict (προβλέπω) και την κατάληξη -able, ή affordable=εφικτός κ.λπ.

Ανπαίκταμπλ ο τύπος. Ήξερε όλη τη βαθμολογία του καμπιονάτο!

Καλά, ο Σουμάχερ ανπαίκταμπλ. Τερμάτισε πρώτος με τη ρόδα φευγάτη!

Πήγαμε Λευκάδα φέτος. Ανπαίκταμπλ!

Δες και ανπαίζαπολ στο cySlang.com.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Στο χαρτοπαίγνιο ο όρος «χρώμα» υποδηλώνει ένα από τα τέσσερα είδη φύλλων: κούπα, καρό, σπαθί, μπαστούνι (τα μπαστούνια λέγονται και πίκες, εξού και η όπερα «Ντάμα Πίκα»).

Ειδικά στο πόκερ, ο όρος δηλώνει και είδος χαρτωσιάς που κερδίζει το ζεύγος, τα δυο ζεύγη, τα τρία όμοια και την κέντα. Πρόκειται για πέντε φύλλα, όλα του ιδίου χρώματος (όλα μπαστούνια, όλα κούπες κλπ).

  1. Τι χρώμα αγόρασες;

  2. Παίζω καλό φύλλα σε όλα τα χρώματα, αλλά μου λείπουν ατού.

  3. - Έχω χρώμα στο βαλέ.
    - Χάνεις. Κι εγώ χρώμα έχω, αλλά με ρήγα επικεφαλής!

Χρώμα στη ντάμα (από panos1962, 31/10/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο φούσκος, η μπουνιά, το δυνατό κτύπημα, κυρίως στο πρόσωπο. Πολλές φορές αναφέρεται και ως «μπιφτεκιά», ή «μπιφτέκα».

  1. Θα σου ρίξω κανα μπιφτέκι, παράτα με!

  2. Πω, ρε μαλάκα, τι μπιφτέκι τού'ριξε;

  3. Του είπε «α γαμήσου» και του ρίχνει ο Μήτσος μια μπιφτέκα, τον ξέρανε σου λέω.

Διπλό Μπιφτέκι (από panos1962, 28/10/09)ΤΟ Μπιφτέκι! (από panos1962, 28/10/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Σημαίνει τον πολύ γερό άνθρωπο, όχι τόσο τον μυώδη, όσο αυτόν που έχει πολύ μεγάλη αντοχή, υπερφυσικές δυνάμεις και φοβερή κράση.

Δεν γνωρίζουμε την ετυμολογία, αλλά εικάζω ότι είναι αρκτικόλεξο από το χώρο του αθλητισμού ή από το στρατό, π.χ. Π.ΣΩ.ΜΥ. ή κάτι τέτοιο.

  1. - Ρε συ, πήγαμε Λιτόχωρο και πέσαμε στον μαραθώνιο του Ολύμπου. Είχε κάτι ψωμιά... Ο ένας ανεβοκατέβηκε Μύτικα σε τέσσερις ώρες και δεν ίδρωσε η πούτσα του.

  2. - Πάμε να φύγουμε, όλοι ψωμιά είναι εδώ, θα μας τσακίσουν.

  3. - Στην παρέλαση οι Ρώσοι είχαν σημαιοφόρο τον Καρέλιν. Τι ψωμί είναι αυτός, ρε μαλάκα; Τη σημαία την κράταγε με το' να χέρι σαν σημαιάκι!

(από panos1962, 28/10/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο βατραχάνθρωπος των Ο.Υ.Κ. Ο όρος χρησιμοποιείται κυρίως ως ένδειξη σεβασμού και αποδοχής.

  1. Τα 'μαθες; Το Νίκο τον πήρανε στα βατράχια.

  2. Πήγαμε στην παρέλαση. Άσε, μαλάκα, τα βατράχια τα είχαν σωβέ από τις 6 το πρωί με πλήρη εξάρτηση. Λυπήθηκα τη μάνα τους, ρε συ, τι να σου πω...

(από panos1962, 28/10/09)Φιλικός αγώνας μεταξύ Ο.Υ.Κ. και Λ.Ο.Κ. (από panos1962, 18/11/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ειρωνικά ή προεδρική φρουρά, οι εύζωνοι, οι τσολιάδες. Συνήθως χρησιμοποιείται υποτιμητικά από άλλα ταλαίπωρα στρατιωτικά σώματα, π.χ. στρατονόμοι, λοκατζήδες, βατράχια κλπ.

Προφανώς ο χαρακτηρισμός έχει να κάνει τόσο με την ένδυση των ευζώνων (κολάν, φουστανέλα, φούστα κλπ), όσο και με τις κινήσεις τους.

  1. Πήγαμε «Χαλύβδινο Θώρακα» και μας φέραν και τα μπολσόι.

  2. - Τον Γιάννη τον πήραν στα μπολσόι.
    - Αποκλείεται! Αφού είναι πιο κοντός από μένα...

  3. Πάμε στο Σύνταγμα να κάνουμε χαβαλέ στα μπολσόι;

Βράσε ρύζι Τρουμπετσκόι, που δεν γίναμε Μπολσόι (από Khan, 24/10/09)Padede (από panos1962, 28/10/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Σκωπτικά αυτός που έχει καβαλήσει το καλάμι, εκείνος που νομίζει ότι όλοι πρέπει να δουλεύουν γι αυτόν. Ακόμη, ο κανακάρης, ο βουτυρομπεμπές, ο μαμμόθρεφτος.

Τον όρο τον καθιέρωσε ο Αλέφαντος αναφερόμενος σε ποδοσφαιριστές που την έχουν δει φίρμες και παίρνουν τα μυαλά τους αέρα: «Μου ήρθαν εκεί σαν πριμαντόνες, αλλά τους έστρωσα δέκα ώρες προπόνηση κάθε μέρα, τους έφυγε το κλαπέτο».

Χρησιμοποιείται επίσης και στον στρατό από λοχίες, επιλοχίες και ανθύπες: «Κουνηθείτε ρε πριμαντόνες, γαμώ την Παναγία σας!»

  1. - Καλά, μπάλα παίζουν τώρα;
    - Τι περιμένεις; Αφού την έχουν δει πριμαντόνες.

  2. - Τι ώρα είναι ρε παιδιά, με πήρε ο ύπνος. Άργησα;
    - Καλώς την πριμαντόνα. Μπα, κανά δυο ωρίτσες...

Bianca Castafiore (από panos1962, 28/10/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο πολύ δυνατός άνθρωπος. Πρόκειται για κινηματογραφικό, μυθολογικό πρόσωπο από την ταινία «Cabiria» του Παστρόνε (1914). Ο όρος χρησιμοποιούνταν συχνά μέχρι τη δεκαετία του 1960, αλλά τώρα τείνει να εκλείψει.

Σήμερα χρησιμοποιείται κυρίως για πλανόδιους που βγάζουν το ψωμί τους επιδεικνύοντας τη δύναμή τους. Οι παλιότεροι έχουν ακουστά τους μασίστες Παναή Κουταλιανό και Τζιμ Λόντο. Από τους τελευταίους μασίστες ο Σαμψών.

  1. Καλά, μόνος θα τη σηκώσεις τη ντουλάπα; Ο μασίστας είσαι;

  2. Φωνάζει πέντε έξι μασίστες απ' το γυμναστήριο και το γυρίσαν το φορτηγό ανάποδα! Έπαθα πλάκα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κατά το ζάπλουτος, ο πολύ φτηνός, ο πάμφθηνος. Παρεμπίπταμπλυ, το σωστό είναι ζάπλουτος και όχι ζάμπλουτος, όπως συνηθίζουν πολλοί.

  1. Γουστάρεις καμερούλα που πήρα για το Skype; Ανάλυση 8 μεγαπίξελ. Και ζάφτηνη, ε, 18€, μαλάκα!

  2. Ο Πλημμύρας κάνει εκποίηση. Πήρα Arcteryx Maverick 80€. Ζάφτηνο!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified