Παραφθορά του «πού είσαι» -> «πού 'σαι» -> «πού 'τσαι».

Λέγεται όποτε βλέπουμε κάποιον που είχαμε καιρό να δούμε, ή που χαιρόμαστε πολύ που τον βλέπουμε. Σε αντίθεση με άλλα λήμματα εκ παραφθοράς, το εν λόγω λήμμα σπάνια δημιουργεί παρεξηγήσεις, καθώς ο θιγόμενος/η ρισκάρει την περίπτωση να έχει παρακούσει, οπότε κινδυνεύει να εκτεθεί ανεπανόρθωτα. Πάντως, ακόμη και στην απίθανη αυτή περίπτωση, είναι εύκολο να διορθώσουμε κάνοντας την πάπια με δικαιολογίες του στιλ: «Τι είπα; Πού 'σαι, ρε Μαριώ;» κλπ.

- Πού 'τσαι ρε Μαράκι; Μαύρα μάτια κάναμε να σε δούμε.

- Πού 'τσαι ρε Στελάρα; Μας έλειψες, ρε κωλόφατσα!

- Έλα μωρή ψωλέτα. Πού 'τσαι χαμένος;

Που \'τσαι μωρέ; Τόση ώρα σε γυρεύω! (από spydel, 09/11/09)(από spydel, 09/11/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Λέγεται σε περίπτωση που έχουμε να δούμε κάποιον πολύ καιρό. Δεν είναι γνωστή η προέλευση της έκφρασης, αλλά πιθανόν να προέρχεται από το κλάμα που ρίξαμε όσο αυτός/η έλειπε· πάντως, το αν μαυρίζουν τα μάτια με το κλάμα είναι κάτι που παίζεται επιστημονικώς.

  1. Πού είσαι χαμένος, ρε Μάνο; Μαύρα μάτια κάναμε να σε δούμε!

  2. - Πού είναι αυτό το μουνί; Μαύρα μάτια.
    - Δε γαμιέται ο μαλάκας. Μπορεί να λείψει άλλους εννιά μήνες;

  3. Ο BuBis φεύγει αύριο. Μαύρα μάτια θα κάνουμε να τον δούμε πάλι.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Στους Η/Υ σημαίνει τα άλλ' αντ' άλλων αποτελέσματα που οφείλονται, συνήθως, σε λανθασμένο λογισμικό (βλ. software). Χρησιμοποιείται ενίοτε και ο συγγενής όρος «αρκούδες», που όμως σημαίνει κυριολεκτικά τα τερατώδη ψέμματα, τις ανακρίβειες.

  1. Ρε Μήτσο, έκανα τις ρυθμίσεις τού KDE όπως μου είπες και μου βγάζει αρκούδια. Δε γαμιέται, παλιά μου τέχνη κόσκινο, ξαναγυρνάω σε Gnome.

  2. Μετά την αλλαγή που έκανες στα εκτυπωτικά, η μισθοδοσία βγάζει αρκούδες.

  3. Το σλανγκρ μου έβγαζε αρκούδια χθες, αλλά ήταν το character set. Το γύρισα σε UTF-8 και συνήλθε.

Αρκούδια (από panos1962, 09/11/09)Μετά τις τελευταίες ρυθμίσεις στο Adobe Photoshop (από panos1962, 09/11/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Πρόκειται για κλασικότατο λήμμα που μόλις και μετά βίας μπορεί να χαρακτηριστεί αδόκιμο και κατ' επέκτασιν να ενταχθεί στο σλανγκρ. Σημαίνει τον πουτσοκέφαλο, αυτόν που έχει στο μυαλό του το μουνί και γενικότερα το γαμήσι σε όλες του τις εκφάνσεις. Απαντά, σαφώς, και στο θηλυκό γένος τηρουμένων βέβαια των αντιστοιχιών· πορνόμυαλη, επομένως, είναι αυτή που έχει στο μυαλό της τον πούτσο, ενίοτε όμως και το μουνί. Ο όρος έλκει την καταγωγή από το αρχαίο πόρνος/η που σήμαινε τον άντρα, ή τη γυναίκα, που είχε ως κύρια ενασχόληση το γαμήσι και όλα τα paraphernalia.

  1. - Πρότεινα στον Νίκο να πάμε για ποτό και μου είπε «σπίτι σου ή σπίτι μου;». Ρε, το μαλάκα, μου την έχει δώσει!
    -Καλά, ρε συ, αυτός είναι πορνόμυαλος. Τι περίμενες, να σε πάει σε καμιά τσαγερί;

  2. - Η Ανθούλα είναι πορνόμυαλη. Όση ώρα της έδειχνα τον ισολογισμό αυτή με κοιτούσε στον πούτσο.
    - Μεγάλη πουτάνα. Εμένα μου την έπεσε από την πρώτη μέρα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Σημαίνει ότι ήμαστε πολύ χάλια, τόσο ώστε να μας κλαίνε ακόμη και οι ρέγγες. Τώρα, γιατί οι ρέγγες και όχι κάποιο άλλο ψάρι, ή άλλο ζώο, ή πρόσωπο, είναι απορίας άξιον. Εικάζω ότι η επιλογή της ρέγγας οφείλεται στην εμφάνιση της αποξηραμένης (καπνιστής, λιαστής κ.λπ.) ρέγγας που λέγεται και τσίρος. Ο όρος τσίρος χρησιμοποιείται για τον πολύ αδύνατο άνθρωπο, τον λιπόσαρκο, αυτόν που είναι για λύπηση· επομένως όταν μας κλαίνε οι ρέγγες σημαίνει ότι έχουμε μεγάλο χάλι, πιάσαμε πάτο.

  1. Ρε, κλωτσοσκούφι βλέπουμε! Σέρνονται όλοι, είναι να τους κλαίν' οι ρέγγες.

  2. Έφυγε η Μερόπη με τον Αντώνη και τον παράτησαν μπουκάλα. Είναι να τον κλαίν' οι ρέγγες.

  3. Αν μας φέρουν προϊσταμένη την Ανθούλα είμαστε να μας κλαίν' οι ρέγγες.

Ρέγκες καπνιστές (από panos1962, 08/11/09)(από panos1962, 08/11/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Σημαίνει το έσχατο σημείο κατάντιας. Προφανώς ο όρος προέρχεται από το κυριολεκτικό πιάνω πάτο, που σημαίνει ότι έχω φτάσει τόσο βαθιά που έπιασα πάτο. Οποιαδήποτε περαιτέρω εξήγηση του όρου είναι κατάφωρος πλατειασμός. Η έκφραση, προφανώς, απαντά σε όλα τα πρόσωπα και σε όλους τους χρόνους: έπιασε πάτο, πιάσαμε πάτο, θα πιάσει πάτο κλπ.

  1. - Είδα το Τζόρτζη και δεν τον γνώρισα. Χάλια ήταν. Ξέρεις τίποτα;
    - Άσ' τον το καημένο. Έχει πιάσει πάτο. Είχε τα προβλήματά του, τον απέλυσαν κιόλας, γάμησέ τα!

  2. - Δεν σε βλέπω και πολύ στα καλά σου, ρε μεγάλε. Τρέχει κάτι;
    - Τι να τρέχει, ρε συ; Είχα τις μαλακίες με τη δουλειά, αρρώστησε κι η μάνα μου. Ασ' τα, έπιασα πάτο.

Πιάνω πάτο (από panos1962, 08/11/09)Προσπαθεί να πιάσει τον Pato της Μίλαν (από allivegp, 08/11/09)Έπιασα πάτο! (από panos1962, 08/11/09)Έπιασα πάτο 3D! (από panos1962, 08/11/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κατά το «κέρας της Αμαλθείας». Σημαίνει το ακριβώς αντίθετο από το «τέρας μορφώσεως». Λέγεται για τον άνθρωπο τον εντελώς άσχετο, τον σκράπελα, το ντουγάνι, αυτόν που έχει εκτεταμένη εγκυκλοπαιδική άγνοια.

  1. - Ρε Νίκο, ο καινούριος είναι δεν είναι απλώς σκράπας. Μιλάμε για το τέρας της αμαθείας.

  2. - Η Νίτσα δεν ήξερε ότι Αυστρία και Αυστραλία έχει διαφορά. Τέρας της αμαθείας!

  3. - Να ρωτήσουμε και τον ψηλό;
    - Τι να κλάσει; μωρέ ο ψηλός; Αυτός είναι το τέρας της αμαθείας.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Σημαίνει τον καταλογισμό εργασίας ή έργου σε πρόσωπο ή ομάδα. Γενικά είναι η ίδια έκφραση με το βυσματώνω, ανάλογα από ποια πλευρά το βλέπει κανείς. Λέμε π.χ. «μου κοτσάρισε και την αρχειοθέτηση η μαλακισμένη», ενώ η μαλακισμένη μπορεί να πει «θα τον βυσματώσω με την αρχειοθέτηση».

Πιθανώς να σχετίζεται με το κοτσάρισμα σκάφους στον κοτσαδόρο, ετυμολογία που φαίνεται να είναι πολύ λογική, καθώς το κοτσάρισμα σκάφους «φορτώνει» τεράστιο φορτίο στο εφελκύον όχημα (μα τι λέω ο μαλάκας).

- Θα μου κοτσάρεις τα πιάτα πάλι; Τα 'πλυνα χθες και προχθές, ενώ εσύ πλένεις μόνο το μουνί σου. Άει παράτα με πια!

- Βάζεις μια ρουτίνα για τα γραφικά, κοτσάρεις και λίγο τζάβα-μάβα και είσαι ok!

- Ρε, το μαλάκα, τρία λιμά μου κοτσάρισε. Βάλ' την μέσα!

υπέρμετρο κοτσάρισμα (από panos1962, 07/11/09)κοτσαδόρος (από panos1962, 07/11/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Στην πολιτική, ο όρος καθιερώθηκε κατά την περίοδο διακυβέρνησης της ΝΔ 2004-2009. Σημαίνει το μεγάλο κόμμα τσαντήρι, πανδοχείο, καραβάν σαράι που δέχεται στους κόλπους του κάθε πικραμένο ή χαμένο σε πρόσφατες ή ακόμη και παλιότερες εκλογές. Εννοείται όμως και ολόκληρη η δεξιά παράταξη με την πολύ ευρεία έννοια που περιλαμβάνει από φασιστοειδή πολιτικά μορφώματα μέχρι κεντροαριστερές φράξιες άλλων κομμάτων κατά τη διάρκεια πολιτικής σκοτοδίνης.

Πιο συγκεκριμένα, ο όρος προωτοχρησιμοποιήθηκε για να περιγράψει τη σχέση της Ν.Δ. με το ΛΑ.Ο.Σ. καθώς το αίμα νερό δεν γίνεται και ο αρχηγός του ΛΑ.Ο.Σ ήταν κάποτε στέλεχος της πολυκατοικίας κλπ κλπ. Τη στιγμή που γράφεται τούτο το λήμμα (Νοέμβριος 2009), οι ένοικοι της πολυκατοικίας έχουν γενική συνέλευση για εκλογή διαχειριστή, θυρωρού, καθαρίστριας κλπ, υπάρχει δε σοβαρή περίπτωση να γίνουν μάλε-βράσε που θα οδηγήσουν σε κατεδάφιση ή ανακαίνιση της πολυκατοικίας.

  1. Τα 'μαθες; Η πολυκατοικία μπάζει νερά. Λένε ότι θα προσχωρήσει και ο Χ.

  2. Ρε συ, η πολυκατοικία έχει διαρροές. Σήμερα αποχώρησε ο Ψ.

  3. Άσε, ρε μαλάκα. Αυτό δεν είναι πολυκατοικία, έχει γίνει η στέγη των αστέγων.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Έκφραση που υποδηλώνει ότι μια κατάσταση βαίνει ήδη προς το χειρότερο, ή πρόκειται να έχει κακή εξέλιξη στο εγγύς ή απώτερο μέλλον. Συνήθως αφορά σε ύπουλη μεταστροφή της κατάστασης και όχι σε περιπτώσεις όπου η επερχόμενη καταστροφή είναι προφανής. Παρόμοια σημασία έχει και η φράση «όσο νυχτώνει η πούτσα μεγαλώνει», που όμως πρέπει να αποφεύγεται λόγω καταφανούς χυδαιότητας.

Η φράση χρησιμοποιείται και κυριολεκτικά από σαραπεντάρηδες και άνω, για να διασκεδάσει τις πικρές συνέπειες της, όλο και πιο συχνά απαντώμενης, στυτικής δυσλειτουργίας με μέτρια όμως αποτελέσματα.

  1. - Είπαν πως θα ανεβάσουν και τα δημοτικά τέλη. Δεν μας 'φτάναν όλα τ' άλλα.
    - Αγάλι αγάλι γίνεται η ψωλή μεγάλη.

  2. - Χθες πέρασε το νομοσχέδιο που νομιμοποιεί τη μερική απασχόληση.
    - Πάμε για κατάργηση του οκτάωρου, να μου το θυμηθείς. Αγάλι αγάλι γίνεται η ψωλή μεγάλη.

Αγάλι αγάλι γίνεται η ψωλή μεγάλη (από panos1962, 08/11/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified