Κυριολεκτικά πρόκειται για εργαλειομηχανή κατεργασίας μετάλλων το οποίο διαμορφώνει μέταλλα αφαιρώντας τμήματα αυτών έτσι ώστε να πάρει την επιθυμητή μορφή, πλάτος και σχήμα, ή δημιουργεί σπειρώματα (πάσα) σε μια σιδηρόβεργα (συναντάται και ως μπόρινκ).

Μεταφορικώς πρόκειται για ένα τεράστιο πέος το οποίο χρησιμοποιείται για την κατεργασία ακατέργαστων τρυπών, έτσι ώστε να πάρουν την επιθυμητή μορφή, πλάτος και διάμετρο.

Και στις δύο περιπτώσεις ο χειριστής ονομάζεται τορναδόρος, ενώ η κύρια διαφορά ανάμεσα στα δύο είναι ότι στην δεύτερη περίπτωση, ο τόρνος αυτός δεν φέρει ούτε τσοκ, ούτε σαπόρτι και λειτουργεί χωρίς περιστροφή (και φυσικά χωρίς ηλεκτρικό ρεύμα).

— Πω πω μανάρι μου, τι 'σαι συ; Έλα να σε ανεβάσω στον τόρνο μου, να δεις τι πάει να πει άντρας.
— Άντε να χαθείς, κρετίνε.

Δουλεύεις τον τόρνο, γιαυτό έχεις τόσο λαξεμένο κορμί. (από Galadriel, 27/11/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

(Ουσιαστικό, θηλ. πληθ. γκωλάθρες)

Η μεγάλη/επιβλητική και συνάμα αξιοθαύμαστη κωλάθρα αλλά με Θεσσαλονικιώτικο αξάν και στυλ.

- Πω πω, το βλέπεις το μωρό απέναντι;
- Ναι ρε φίλε, και έχει και τέλεια γκωλάθρα

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κυριολεκτικώς πρόκειται για την πράσινη γλοιώδη ουσία που πιάνει η καρίνα της βάρκας ή του σκάφους, όταν αυτά βρίσκονται για πολύ καιρό μέσα στο νερό. Μεταφορικώς, εννοείται η μακροχρόνια αποχή από το σεξ, κοινώς η αγαμία.

  1. - Ρε συ, ωραία κοπέλα η Λίζα ε; - Καλή είναι μωρέ, αλλά έμαθα ότι είναι πολύ του κατηχητικού. Θα έχει πιάσει το μουνί της τραγάνα.

  2. - Ρε συ έχω ένα μήνα να γαμήσω...
    - Τι λες ρε, σοβαρά; - Ναι ρε, ο πούτσος μου έχει πιάσει τραγάνα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Προέρχεται από τον Ζώη Καπλάνη (βιοπαλαιστής). Η έκφραση δηλώνει φυγή από κάποιον/κάτι λόγω φόβου ή βιασύνης.

Παιδιά η ώρα πέρασε, εγώ γίνομαι καπλάνης.

Mah main negro, Ζώης Καπλάνης (από Vrastaman, 09/01/10)...είδε "καπλάνι" κι έγινε καπλάνης? (από Vrastaman, 09/01/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Mία γυνή η οποία ερωτικά προτιμάει άτομα του ιδίου φύλου, κοινώς η λεσβία. Συνώνυμες εκφράσεις είναι τριβάδα, τζιβιτζιλού, πλακομουνού, λέσβω. Ντοντ τράι δις ατ χόμ!!!

- Τελικά φιλαράκι πολύ την γουστάρω την Κική, πολύ ωραία κοπέλα δεν είναι;
- Άστο φίλε, γκουνιότα είναι, δεν βλέπεις ότι πάει χεράκι-χεράκι με την άλλην;
(και ο νεαρός από τότε έπεσε σε κατάθλιψη)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Πρόκειται για ανώτατο βαθμό αξιωματικού τεμπελχανά, μοναδικό καθήκον του οποίου είναι η λάξευση (ξύσιμο) των όρχεών του σε καθημερινή βάση και σε πολύ τακτά χρονικά διαστήματα. Τα διακριτικά του είναι σε σειρά ένα αστέρι, ένας όρχις και ένα νύχι (που δηλώνει την ιδιότητά του). Ταξίναρχους πολλούς συναντάμε στις δημόσιες υπηρεσίες (κυρίως), στον ιδιωτικό τομέα επιχειρήσεων, ακόμα και στο ίδιο μας το σπίτι ενίοτε.

  1. - «Ρε συ, χτες περίμενα δύο ώρες στον κισέ του ταχυδρομείου να παραλάβω το δέμα μου, και ο βλάκας ο υπάλληλος χαζολογούσε στο τηλέφωνο»
    - «Όπως φαίνεται, έπεσες σε ταξίναρχο»

  2. - «Ρε συ, αυτός ο καινούριος που ήρθε στην εταιρία, τίποτα δεν κάνει, όλη την ώρα στο pc είναι καθισμένος και μαλακίζεται»
    - «Κι αυτός ταξίναρχος είναι, όπως οι περισσότεροι εδώ μέσα»

(από patsis, 08/01/12)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Πρόκειται κοινώς για τα μπαρ όπου συχνάζουν ομοφυλόφιλοι, περισσότερο γνωστά ως γκέι μπαρ. Η λέξη προκύπτει από τον συνδυασμό της λέξης κωλομπαράς και κωλόμπαρο, ενα μπαρ με κωλομπαράδες δηλαδή.

- Ρε συ άνοιξε ένα μπαρ εκεί κοντά στη γειτονιά μου, θες να πάμε αύριο να πιούμε κανά ποτάκι;
- Το μπαρ που άνοιξε στη γειτονιά σου, φιλαράκι, είναι κωλομπαρόμπαρο, ούτε να το διανοηθείς.
- Πω πω ρε συ, σοβαρά; Ιδέα δεν είχα.
- Τώρα έχεις.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κυριολεκτικώς πρόκειται για τον ευνουχισμό ανδρός ή ζώου (ο όρος κυρίως επικρατεί στον ευνουχισμό των αλόγων του ιπποδρόμου, με μια όχι και πολύ ευχάριστη διαδικασία).

Μεταφορικώς η λέξη σημαίνει «κόβω τα φτερά» κάποιου, ή κόβω την μαγκιά / τον αέρα κάποιου. Το ρήμα που προκύπτει από την λέξη είναι το μπουρντίζω.

  1. - Ρε συ, στην αρχαία Αίγυπτο αυτοί που φυλούσανε την Κλεοπάτρα, πώς και δεν της ρίξανε κανένα πούτσο;
    - Γιατί τους κάνανε μπούρντισμα, κι έτσι δεν είχαν περιθώρια για πολλά-πολλά.

  2. - Ρε μαλάκα, σταμάτα να παίζεις όλη μέρα με αυτό το κώλο-όργανο, με έχεις σπάσει τα νεύρα.
    - Αμάν ρε συ, εγώ θέλω να διευρύνω τους μουσικούς μου ορίζοντες και εσύ με μπουρντίζεις..

  3. - Αυτός ο βλάκας όλη μέρα φορτωμένος μες τη μαγκιά είναι, δεν τον αντέχω άλλο.
    - Μέχρι να τον ρίξει κανένας κάνα μπούρντισμα είναι, και μετά θα σου πω εγώ, αρνάκι θα γίνει.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Πρόκειται για μια «ιδιαίτερη» σεξουαλική στάση κατά την οποία ο ένας χμμμ... ποπός ακουμπήσει (και φιλάει) στενότατα στον άλλον (και προφανώς όχι γιατί έχουν καιρό να ειδωθούν) κυρίως χρησιμοποιούμενο από τους ομοφυλόφιλους. Η αντίστοιχη στάση στο λεσβιακό σεξ είναι ο λεγόμενος τριβαδισμός, κοινώς το πλακομούνι.

- Πως τον βλέπεις τον κωλαρά μος; Τελικά πρέπει να είναι μεγάλη αδερφάρα ο τύπος έτσι;
- Ωωω μόνο; Στα πλακοκώλια έχει master!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κυριολεκτικώς η έννοια της λέξεως αυτής αναφέρεται στο κατάρτι ενός πλοίου. Μεταφορικώς περιγράφει ένα ευμέγεθες και μακρύ ανδρικό μόριο (συνήθως όταν είναι σφόδρα ερεθισμένο).

- Πως περάσατε χτες με την Βούλα, βγήκατε;
- Πολύ ωραία φίλε. Φορούσε και ένα μίνι και φαινόταν τα μπούτια της, και μου σηκώθηκε το άλμπουρο.

Δες και κατάρτι.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified