Ορισμοί:

  1. Το γνωστό ψάρι (δεν χρειάζεται περαιτέρω ανάλυση).

  2. Το υπόλοιπο του τελειωμένου τσιγάρου. Εξ ου και γόπινγκ (παράδειγμα 1).

  3. Η ανάξια λόγου γυναίκα. Συνήθως πολύ κοντή (έως 145 cm), άσχημη (βλ. σπάω καθρέφτες) και προκαλεί σεξουαλική αποστροφή (ντεκαβλέ), (παράδειγμα 2).

  4. Για όσους θυμούνται τον απίστευτο χαβαλέ στα συνοικιακά τσοντάδικα της νιότης μας: γόπες ονομάζαμε τους θεατές της πλατείας. Κι αυτό γιατί κατά τη διάρκεια της παράστασης συνηθίζαμε να ρίχνουμε αλεύρι από τον εξώστη στην πλατεία, με αποτέλεσμα όταν άναβαν τα φώτα να είναι οι από κάτω σαν αλευρωμένα ψάρια, έτοιμα για τηγάνι.

  1. Ρε μαλάκες, μην πετάτε τις γόπες κάτω. Γι αυτό μας έχουν σκίσει στο γόπινγκ.

  2. Ρε Βαγγέλη, πώς ήταν έτσι η φίλη της Λουκίας; Εντελώς γόπα δικέ μου.

  3. Στο τσοντάδικο (αφού τελείωσε η παράσταση):
    Από την πλατεία: - Ρε κωλόπαιδα, πάλι αλεύρι πετάγατε; Θα σας γαμήσω.
    Από τον εξώστη: - Θα μας κλάσεις τα αρχίδια μωρή γόπα !!!! ΜΟΥΑΧΑΧΑΧΑ!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κατά την λαϊκή παροιμία: «Με στραβό αν κοιμηθείς, το πρωί θα αλληθωρίσεις».

Ο όρος έχει δύο σημασίες, ανάλογα με το εάν αναφέρεται σε άνδρες (κλειτοριδομούρης), ή γυναίκες (κλειτοριδομούρα). Χρησιμοποιείται και ως κλειτοριδόφατσα αλλά σπανιότερα.

Ορισμοί:

  1. Ανήρ: Κλειτοριδομούρης είναι ο ανήρ ο οποίος επιδίδεται συχνά - πυκνά εις το ευγενές άθλημα της αιδοιολειχίας (βλ. γλειφομούνι). Λόγω παρατεταμένης και συνεχούς επαφής του προσώπου του με την κλειτορίδα, ο εκφέρων τον χαρακτηρισμό, υπονοεί ότι τείνει η πρόσοψις του να ομοιάσει με το εν λόγω όργανον.

  2. Γυνή: Χαρακτηρίζει την τριβάδα. Κλειτοριδομούρα είναι η γυνή η οποία τυγχάνει ομοφυλόφιλη και ως εκ τούτου έρχεται συχνά εις επαφήν με την κλειτορίδα της συντρόφου της.

  1. - Και δε μου λες ρε Βαγγέλη, αφού δε σου τον παίρνει στο στόμα η Σούλα εσύ συνεχίζεις τα γλειφομούνια; - Ναι ρε, αφού τη βρίσκει το μωράκι.
    - Άντε ρε κλειτοριδομούρη. Πες καλύτερα ότι τη βρίσκεις εσύ.

  2. - Ωραίο παιδί Μάκη. Πάω να την πιάσω στο μπλα μπλα.
    - Κάτσε κάτω ρε. Κλειτοριδομούρα είναι. Την έχω δει με τη δικιά της.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο μαλάκας.

Απόδοση με μια πιο επιστημονική διάθεση, ή λόγω καμουφλάζ.

Συναντάται και ως «χειροπράκτης».

Στο σπίτι της μαμάς - πεθεράς:
η Σύζυγος: «Νίκο πρόσεχε τή γλώσσα σου. Ακούει η μαμά».
ο Σύζυγος: «Καλά. Λοιπόν, ο αδελφός σου είναι εντελώς χειρωνάκτης Λίτσα».

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

O καθρέφτης του φορτηγού στην αργκό των φορτηγατζήδων.

Σε καμία περίπτωση δε χρησιμοποιείται για άλλου είδους καθρέφτες, παρά μόνο για τους πλαϊνούς. Ούτε καν για το μεσαίο (αν υπάρχει).

Ο συνοδηγός:
- Που πάς ρεεεεεε !!!! Δεν το είδες το ΙΧ που μας χώθηκε από δεξιά; Το είδωλο δεν το κοιτάς; Για μόστρα το έχεις;

(από dimitriosl, 21/03/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Δηλαδή δεν πέθανα ακόμη.

  1. Ηλικιακός προσδιορισμός που αποδίδεται σε υπερήλικες. Υπονοείται ότι ο χαρακτηριζόμενος /-η είναι ένα βήμα πριν τον Άγιο Πέτρο.

  2. Χρησιμοποιείται για να δηλώσει την απελπιστική κατάσταση στην οποία βρίσκεται κάποιος (με το ζόρι επιβιώνει). Είτε αυτή είναι επαγγελματική, είτε οικονομική, είτε συναισθηματική.

  1. - Η θεία σου πόσων ετών είναι;
    - Πάνω από το χώμα μεγάλε. Η ταυτότητά της έχει λιώσει.

  2. - Τι γίνεται ρε Πολύδωρε; Πώς τα πας;
    - Πάνω απ' το χώμα. Επιβιώνω.

(από dimitriosl, 22/03/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Χρησιμοποιείται για να υποδηλώσει ότι ο παθών, αυτός του οποίου το πορτοφόλι επάρθη, πιάστηκε κορόιδο σε υπερθετικό βαθμό. Όχι απλά πιάστηκε κορόιδο αλλά και δεν πήρε χαμπάρι τίποτα.

Γήπεδο:
- Πώς πας να πλασάρεις έτσι ρε; Σου πήρε το πορτοφόλι ο τερματοφύλακας. Παλτό, ε παλτό.

Τάβλι:
- Ρε φίλε, τον είχα κλείσει και πέρναγε μόνο με 2 και 6.
- Και;
- Τι και; Και το φέρνει ρε ο κωλόφαρδος και μου παίρνει το πορτοφόλι.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Άλλο ένα λήμμα με πολλαπλές χρήσεις και έννοιες. Η εννοιολογική απόδοσή του λήμματος εξαρτάται από το τι προηγείται της φράσης «τον κώλο του/μου». Πάντως σε κάθε περίπτωση η χρήση του, υποδηλώνει υπερβολή.

Όταν η συζήτηση αναφέρεται σε μεταφορικά μέσα, αυτοκίνητα, μοτοσικλέτες, τρένα, λεωφορεία, αεροπλάνα, σκάφη κ.λπ., και προηγείται η το ρήμα «πηγαίνω» σε οποιονδήποτε χρόνο, τότε η φράση χρησιμοποιείται για να υποδηλώσει την υπερβολική ταχύτητα του μέσου. (Παραδείγματα 1 & 2).

Όταν ο ομιλών αναφέρεται σε τρίτο πρόσωπο, ή στον εαυτό του και πριν από το εν λόγω λήμμα χρησιμοποιεί ρήμα που υποδηλώνει ότι κάτι κάνει ο ίδιος ή το πρόσωπο στο οποίο αναφέρεται, τότε χρησιμοποιείται ως απόδοση υπερβολής στο ρήμα που προηγείται. (Παραδείγματα 3 & 4).

  1. - Φώτη, το εργαλείο πάει καλά με το νέο μοτέρ;
    - Μεγάλε πάει τον κώλο του. Τι να σου λέω. 320 άλογα βγάζει.

  2. Πήγαμε Θεσσαλονίκη με τον Γιώργο. Ρε συ, αυτός πάει τον κώλο του. Ούτε 4 ώρες δεn κάναμε.

  3. Δεν ξαναπάω για ποτό με τον Παναγιώτη. Κάθε φορά πίνει τον κώλο του και γίνεται κωλοτρυπίδι.

  4. Αφού έφαγες τον κώλο σου το βράδυ. Πώς να μη σε πονάει το στομάχι σου απ' το πρωί;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Συναφές με το με πάει γαμιώντας, αλλά με διαφορετική έννοια. Όχι απλά πάνε όλα στραβά (γαμιώντας), αλλά πάνε όλα πίσω. Από το κακό στο χειρότερο, αν μιλάμε για κλίμακα του τύπου «κακό, χειρότερο, σκατά, απόσκατα» κ.ο.κ.

- Πώς τα πάτε στη δουλειά;
- Γάματα. Με την όπισθεν.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το υπερμεγέθες πέος του ανδρός. Όχι απλά το μεγάλο, αλλά το τεράστιο.

Ως εκ τούτου το λήμμα αποκλείεται να έχει σχέση με το μικροσκοπικό συμπαθές ομώνυμον έντομον. Επομένως, πρόκειται δια άλλον έναν παραλληλισμόν του ανδρικού γεννητικού οργάνου με διάφορα εργαλεία όπως λοστάρι, στυλιάρι, καλέμι, κ.λπ.

Παρότι ο παραλληλισμός αυτός είναι σύνηθες φαινόμενον, δεν είναι βέβαιη η προέλευσις του λήμματος «γρύλος». Πιθανώς η χρήσις του όρου να υποδηλώνει ότι το εν λόγω πέος είναι τόσο μεγάλο που μπορεί μεταφορικά να χρησιμοποιηθεί και ως γρύλος δια ανύψωση οχημάτων ή ενδεχομένως άλλων βαρών. Γενική πεποίθησις είναι παρόλ' αυτ'α, ότι απ' όσους διατείνονται πως διαθέτουν γρύλον, ελάχιστοι λένε την αλήθεια.

Επιπροσθέτως επισημαίνεται πως: Ος θεωρεί ότι διαθέτει γρύλον αντί πέους, καλόν θα είναι να μην προβεί εις δοκιμάς άρσης βαρών. Το ανδρικόν πέος δεν προορίζεται δια ταύτην χρήσιν.

  1. - Αν είσαι μάγκας, κατέβα κάτω μωρή κότα.
    - Τράβα ρε απο 'δω μη βγάλω το γρύλο έξω και φύγεις τρέχοντας.

  2. - Γιώργο, είδες το dvd της Τζούλιας;
    - Ναι ρε. Μαλακία ήτανε. Πάντως ο τύπος είχε ένα γρύλο ....

(από dimitriosl, 13/04/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο ουρητήρας. Συναντάται συνήθως σε επαγγελματικούς χώρους, όπου στα WC υπάρχει και χέστρα και κατρουλιέρα.

Εστιάτορας: Ρε παιδιά βούλωσε η χέστρα και δε δουλεύει η κατουρλιέρα στο WC. Πού θα κατουράει ο κόσμος;
Υπάλληλος: Ο νιπτήρας δουλεύει, μάστορα;

(από dimitriosl, 18/03/10)(από dimitriosl, 18/03/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified