Όταν αναφέρεται σε μηχανήματα (συνήθως μοτό ή αυτοκίνητα), σημαίνει ότι το εν λόγω όχημα ή μηχάνημα είναι για τον πούτσο. Δε μετράει.

  1. Στο φανάρι της παραλιακής:
    - Μεγάλε τα στήνουμε;
    - Πάρε ρε φίλε το κλαστήρι σου από 'δω και πέτα το.

  2. Στην Ε.Ο. Αθηνών - Κορίνθου:
    - Κοίτα το μαλάκα με το κλαστήρι. Με 50 στο αριστερό ρεύμα!

βλ. και καβουρδιστήρι

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Απόσπασμα από εδώ:

Tο είδος otus scops της οικογένειας Strigidae. Μικρή κουκουβάγια με μήκος σώματος περίπου 20 εκατοστόμετρα. Οι βορειότερες φυλές είναι μεγαλύτερες με αχνότερους χρωματισμούς από τις νοτιότερες. Το όνομά του οφείλεται στη μονότονη κραυγή του: «Γκιον!».

Και ιπτάμενος και νυκτόβιος. Άρα, αν θέλεις να τον κλάσεις, χέσε ψηλά κι αγνάντευε.

Επομένως... το κλάσε μου το γκιώνη είναι συνώνυμο με το κλάσε μας τα αρχίδια. Ακριβέστερη απόδοση είναι κλάσε μου τον πούτσο. Χρησιμοποιείται συνήθως από επαρχιώτες και ιδίως από πελοποννήσιους. Ο λόγος για τον οποίον χρησιμοποιείται το συγκεκριμένο πτηνό και όχι κάποιο άλλο είναι αδιευκρίνιστος. Κάλλιστα θα μπορούσε να είναι κλάσε μου τον δρυοκολάπτη ας πούμε.

- Πανάγο. Με τις μαλακίες που κάν'ς η εφουρία θα σι σκίσ'.
- Άει 'σα πέρα ρε. Θα μι κλάσ' του γκιών'.

(από dimitriosl, 20/03/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Συναντάται και ως: κλανοπουτσομουνορουφήχτρα δίχως εννοιολογική μεταβολή.

Χρησιμοποιείται για χαρακτηρισμό προσώπων και των δύο φύλλων:

α) Άνδρες: Ο κλανομουνοπουτσορουφήχτρας είναι αυτός που έχει όλα τα καλά: Αδερφή, κότα, φλώρος, λαμόγιο, θρασύδειλος, αρχίδι, κωλοτρυπίδα και ότι άλλο μπορεί να φανταστεί κάποιος. Όσον αφορά το σεξ είναι 100% αμφιφυλόφιλος.

β) Γυναίκες: Κορίτσι για οικογένεια. Αυτή που τα «παίρνει όλα», πάει με όλους και με όλα, τα κάνει όλα. Από εμπρός, από πίσω, από πάνω, από κάτω, από τα πλάγια και δεν έχει πρόβλημα ούτε με τα σπορ που καταλήγουν σε «-λαγνεία» και «-βασία».

- Ρε Τάκη, τι έγινε ρε με την γκόμενα; Την έδιωξες έμαθα;
- Όχι ρε, θα την παντρευόμουνα. Την παίρναμε 4 άτομα παρτούζα και δεν της φτάναμε. Μεγάλη κλανοπουτσομουνορουφήχτρα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο ηλεκτρονικός υπολογιστής. Συνήθως ο όρος χρησιμοποιείται από επαγγελματίες του χώρου της πληροφορικής και χαρακτηρίζει κατά κύριο λόγο τους servers (βλ. big iron), ενώ για τους σταθμούς εργασίας χρησιμοποιείται το υπολογιστήρας.

- Ρε Θανάση ακόμα τρέχει το query*. 20 λεπτά και δεν έχει τελειώσει. - Μεγάλε, ή ο κώδικάς σου είναι για κλωτσιές, ή ο κεφάλας τα έχει παίξει.

  • query = ερώτημα sql σε βάση δεδμένων.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο ουρητήρας. Συναντάται συνήθως σε επαγγελματικούς χώρους, όπου στα WC υπάρχει και χέστρα και κατρουλιέρα.

Εστιάτορας: Ρε παιδιά βούλωσε η χέστρα και δε δουλεύει η κατουρλιέρα στο WC. Πού θα κατουράει ο κόσμος;
Υπάλληλος: Ο νιπτήρας δουλεύει, μάστορα;

(από dimitriosl, 18/03/10)(από dimitriosl, 18/03/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Εκ του «ουρητήριο».

  1. Προσδιορισμός του WC ή του δωματίου ενός χώρου που χρησιμεύει ως WC. Το κατουρητήριο δεν χρησιμοποιείται αποκλειστικά ως ουρητήριο, εκτός αν διαθέτει μόνο κατρουλιέρα και όχι χέστρα.

  2. ΚΤΕΛ: Τα μαγαζιά στα οποία κάνουν στάση οι οδηγοί των ΚΤΕΛ, όπου εκτός από το σχετικό ξαλάφρωμα των επιβατών, γίνεται και ο ανάλογος τζίρος στο κατουρητήριο, αφού οι επιβάτες αγοράζουν διάφορα άχρηστα πράγματα (που δε θα αγόραζαν ποτέ) και καταναλώνουν αμφιβόλου ποιότητας βρώσιμα είδη.

  1. Στο καφέ: - Παιδιά το κατουρητήριο, πού είναι;

  2. Στο λεωφορείο του ΚΤΕΛ: - Θανάση, ευτυχώς που πήραμε από το κατουρητήριο φαγητό σε πακέτο, γιατί δεν τον βλέπω να κάνει άλλη στάση.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Συνοδεύεται και από το «καλώς τα ζαντολάστιχα».

Η έκφραση προέρχεται από τα αγροτικά αυτοκίνητα που συναντώνται σε διάφορα σημεία της χώρας μας, τα οποία είναι κατεβασμένα (ένα με την άσφαλτο) και φορτωμένα (ειδικά στο καντράν και εσωτερικό του παρμπρίζ) με ό,τι αξεσουάρ πωλείται, καθώς και με κάθε είδους χαϊμαλιά και μπιχλιμπίδια. Απευθύνεται σε άτομα που θέλουμε να ειρωνευτούμε για την εμφάνισή τους. Όχι την φυσική, αλλά για τα ρούχα ή τα αξεσουάρ που φέρουν, είτε επειδή αυτά είναι υπερβολικά πολλά, είτε επειδή είναι κακόγουστα.

Στο καφέ:
Κώστας: - Ρε, έρχεται ο Νίκος. Κοίτα το φοράει ο γύφτος.
Γιώργος: - Μην του πεις τίποτα ρε. Τσατίζεται.
Κώστας: - Καλά. Νίκος: - Γεια ρε. Τι κάνετε;
Κώστας: - Καλώς το Ντάτσουν, καλώς τα ζαντολάστιχα.
Γιώργος: - !!! ΑΑΑΧΑΧΑΧΑ!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο εντελώς ηλίθιος. Αυτός που κατά τους άλλους έχει IQ γεννητικού οργάνου ανδρός ή αγγουριού, δίχως να αποκλείεται και ο συνδυασμός των δύο.

Δηλαδή IQ καβλ-αγγουριού.

Ρε συ κοίτα το αυτοκίνητό μου. Περνάει ένας με στοπ και με τράκαρε εχθές. Και το χειρότερο είναι ότι ενώ παραβίασε στοπ, γύρισε ο καβλάγκουρας και μου είπε ότι έχει προτεραιότητα. Δεν πάμε καλά.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

ή «Θα μας κάνεις αέρα στα αρχίδια».

  1. Θα σε γαμήσω και θα μου κάνεις αέρα. Αντίστοιχα με το «θα μου κλάσεις μια μάντρα αρχίδια», υπονοείται ότι ο αέρας διαφεύγει κατά τη διάρκεια της παρά φύση ερωτικής πράξεως (κλανιά) και έτσι αερίζονται οι όρχεις του ενεργητικού εραστή.

  2. Θα σε γαμήσω τόσο πολύ που θα χρειαστεί να μου κάνεις αέρα (γενικώς λόγω έξαψης και ειδικώς στα αρχίδια). Εδώ ο αέρας είναι καθαρός (βεντάλια ή ανεμιστήρας).

Εκ των δύο πιθανοτέρα θεωρείται η πρώτη.

  1. - Θα σε λιώσω στο ξύλο.
    - Θα μου κάνεις αέρα στα αρχίδια ρε μαλάκα.

  2. - Για 5 γκολ σας έχουμε κουφάλες.
    - Κάντε μας αέρα ρε. Δεν έχετε ομάδα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Παρεμφερής όρος με το έλα στον θείο, με τη διαφορά ότι ο παππούς προσδίδει μεγαλύτερο κύρος και δέος σχετικά με το αντίτιμο / βραβείο που λαμβάνει ο προσερχόμενος σε αυτόν. Χρησιμοποιείται κυρίως ως απειλή και σε περιπτώσεις που, αυτός που το λέει, υπονοεί ότι κάτι κακό περιμένει αυτόν στον οποίο απευθύνεται.

Ουδεμία σχέση με το άσμα του πλανητάρχη:

[i]έλα στον παππού
αυτόν που τα 'χει όλα
και μην κοιτάς αλλού.[/i]

Εδώ.

- Μετά από αυτό που μου έκανες, αν σε πιάσω την έχεις βαμμένη.
- Εδώ είμαι. Έλα στον παππού.

(από dimitriosl, 17/03/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified