Συνάθροιση κλανιάρηδων.

-Αμάν ρε μαλάκες, κλανοπάζαρο το κάνατε! Ανοίχτε κάνα παράθυρο τουλάχιστον!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αποσπώ τιμαλφή ή άλλα είδη των οποίων η αξία καθορίζεται από τις εκάστοτε περιστάσεις με την απειλή όπλου, κέρατου, γροθιάς κτλ από άτομο, συνήθως στο δρόμο.

- Άσε ρε φ'λαράκ', με φερμάρανε οι μπαοκτσίδες το μπουφάν. Τι θα πω τη μάνα μου τώρα...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

γαμιστρώνας, γαμηστρώνας

Το μπουρδέλο, ή ακόμα και ανεπίσημο μέρος όπου ο κόσμος τείνει να αγαπιέται.

- Ρε φίλε, γιατί βγαίνουν συνέχεια ζευγαράκια από κείνο το ξενοδοχείο;
- Είναι γνωστός γαμιστρώνας, δεν τό 'ξερες;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Έκφραση που εδραιώθηκε μετά την παρωδία / ντουμπλάρισμα και τη διάδοση μέσω internet διαφήμισης απορρυπαντικού, circa 2006/7.

Εκδηλώνει συμφωνία, επιβεβαίωση, συνήθως μετά απογοήτευσης. Προφέρεται πάντα με μπάσα φωνή.

-Πάει, χάλασε κι αυτό το πληκτρολόγιο...
-Ναι το γαμημένο!

Το βίντεο πού \'χε ανεβάσει ο νταής. (από vikar, 29/09/10)

Δες και γαμημένος.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Από το νταραβέρι. Η δοσοληψία. Χρησιμοποιείται ευρέως για πάρε-δώσε με ναρκωτικά.

- Μέρ' φέρε εσύ τα φράγκα και θα πάω εγώ να κάνω το βέρι.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κρύος, χτυπητός καφές, το εθνικό ρόφημα του Ελληναρά. Φράπα, φραπεδούμπα, φραπόγαλο, φραπές.

- Πήγαμε στην καφετέρια κι αράξαμε 6-7 ώρες...
- Καλά, και τι κάνατε τόσες ώρες σε μια καφετέρια;
- Ε, πίναμε φραπεδιόλες και λέγαμε μαλακίες...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο πρεζάκιας, το πρεζόνι, ο ναρκομανής τέλος πάντων. Προκύπτει από την πρέζα, την ηρωίνη.

Βλ. και ζέο, ζάκι.

- Και του 'δωσες λεφτά;
- Ε, του 'δωσα. Δεν είδες πώς ήταν ο πρέζονας...;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το ρευστό χρήμα, από το αγγλικό cash.

-Κάτσε να πάω στο ΑΤΜ γιατί ξέμεινα από κασέρι...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το κενό (εσοχή) ανάμεσα στα κωλομάγουλα (κωλομέρια). Η κωλοχωρίστρα.
3 <--- κωλοχαράδρα

Όταν χέζεις, πώς σκουπίζεσαι; Κατά μήκος της κωλοχαράδρας από μπρος προς τα πίσω, ή από πίσω προς τα μπρος; Εγώ το δεύτερο...

Κωλοχαράδρα; Βυζοχαράδρα; (από Galadriel, 13/12/12)

Βλ. και κωλοσχισμή, χαράδρα, χωρίστρα

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αυτός που τα ξέρει όλα και δεν το κρύβει. Ο ξερόλας.

-Σύμφωνα με τους υπολογισμούς μου, θα φτάσουμε πρώτοι, γιατί η απόσταση που πρέπει να διανύσουμε ενώ κινούμαστε με σταθερή ταχύτητα είναι....
-Ναι ναι ΟΚ, πανεπιστήμονα...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified