1. Γνωρίζομαι με υποψήφια σχέση.

  2. Τα φτιάχνω με την εν λόγω υποψήφια σχέση.

Ο όρος προέρχεται από το κονέ.

Παράγωγα: κονέδιασμα, κονεδιάρης /-α, κονεδάκι, κονεδογκόμενα.

  1. Κονεδιάστηκα με ένα γκομενάκι εχτές, σκέτη καβλα!

  2. - Τι θα γίνει επιτέλου(ς) ρε Γιωργία; Θα με κονεδιάσεις με καμιά φίλη σου;
    - Δεν τις έχω για τα μούτρα σου ρε, σκατόφατσα!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο μαλαγάνας, ο καταφερτζής, στην κορινθιακή slang.

- Ντίνα, είσαι πολύ πρώτο κοριτσάκι. Άσε τον άλλο το μαλάκα κι έλα να κονεδιαστούμε.
- Τι μαλαμούρδας είσαι 'σύ, Αλάριχε! Θα το σκεφτώ...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Βλ. τυρόλδος (2)

- Θα πάμε διακοπές με τον Ντίνο.
- Θα μείνετε σε διαφορετικά δωμάτια, φαντάζομαι. Ποιος τον αντέχει, τον τυρέμπορα;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

  1. Ο Λαρισαίος.

  2. Ο βρωμοπόδαρος, αυτός που οι πατούσες του μυρίζουνε τυρίλας (σε γενική πτώση). Βλ. και τυρέμπορας.

Ο όρος προέρχεται από το όνομα του μεσαιωνικού συγγραφέα Τυρόλδου, πιθανώς μυθικού. Βλ. εδώ.

  1. - Από πού είναι ο Βάιος, ρε;
    - Δεν το 'πιασες από το όνομα; Τυρόλδος είναι ρε, τυρόλδος.

  2. - Τι βρομάει σα λέσι εδώ μέσα, μάγκες;
    - Αυτός ο τυρόλδος ο Γρηγόρης έβγαλε πάλι τα παπούτσια του.

Βλ. και τυρί ορισμός 5, τυρόγαλο, ντιρόλο

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η μακριά, χοντρή και κυλινδρικής διατομής κουράδα, από την ομοιότητά της με το λουκάνικο (χωριάτικο, κατά προτίμηση). Παράγεται συνήθως λόγω παρατεταμένης κατανάλωσης κρεατικών. Σφηνώνει άσκημα στη λεκάνη, και άντε ύστερα να βρεις ποπέρα να την ξεβουλώσεις...

Σύνθετο: λουκανοπαραγωγός.

- Βρήκα μια λουκάνα σαν υπερωκεάνιο μες στη λεκάνη!
- Θα έχεσε πάλι ο Βασίλης...

Ο παλαίμαχος άσος του ΠΑΟ Τάκης Λουκανίδης (από allivegp, 29/03/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η γνωστή βεντούζα, συνήθως χρώματος κεραμιδί, για το ξεβούλωμα της λεκάνης (συνήθως από λουκάνα...).

Συνώνυμα: βεντούζα, ξεσκατώστρα.

- Δέκα ώρες προσπαθώ με την ποπέρα φλούτσου-φλούτσου, αλλά τίποτα... Το σκατό έχει σφηνώσει άσκημα, κούκλα μου.
- Άσ' το τότε, Σάκη μου, και πάμε για κανα σπρωξιματάκι.

Αφιερωμένο στον Αλάριχο - Carter USM: A Prince a Pauper\'s Grave... (από HODJAS, 29/03/10)Mary Poppins (από allivegp, 30/03/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αυτός που ανήκει στη δεκαετία των έιτις / eighties ('80s) του 20ού αιώνα. Συνήθως έχει λίγη χαιτούλα, ελαφρώς αξ(ο)ύριστος, αδύνατος με «τζην σωλήνα», ακούει - από ελληνικά - Παιδιά απ' την Πάτρα, Ζιγκ-Ζαγκ, Πασχάλη Αρβανιτίδη κ.ά,, και - από ξένα - Manowar, Scorpions, U.F.O., Metallica, Iron Maiden κ.ά.

Επίθετο: εϊτάδικος /-η /-ο. Παράγωγα ουσιαστικά: εϊτιά, εϊτίλα.

Συνώνυμα: εϊτάνθρωπος, ογδοντάνθρωπος.

- Ρε συ, δεν βάζουμε κανα Χαρρυκλύνν (sic) να γελάσουμε;
- Σιγά μην πάμε και σε καμιά επιθεώρηση του Στάθη Ψάλτη... Τι εϊτάς που είσαι, ρε!

Βρε δεν το ξανακάνω σε Autobianchi/ ποτέ ξανά, ποτέ ό,τι κι αν πεις... (από allivegp, 28/03/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο δείκτης γαμησιμότητας μιας γυναίκας. Η έκφραση βασίζεται στην εϊτάδικη έκφραση high fidelity, εν συντομία Hi-Fi, που αναφερόταν σε στερεοφωνικά, δίσκους κ.τ.λ.

- Πώς σου φάνηκε η Δέσποινα;
- Η κοπέλα έχει / είναι χάι φακαμπίλιτι, δεν το συζητώ!

Βλ. φακάμπλ, fuckable

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

  1. Ο σπανός, αυτός που δεν έχει γένια.

  2. Γυναίκα κοντόχοντρη, με ανδρική κόμμωση, μουστάκι, μούσι κ.λπ. Ουσιαστικά άνδρας (άσχημος) που καταχωρίσθηκε κατά λάθος στο ληξιαρχείο ως γυναίκα. Σε αυτές τις περιπτώσεις η λέξη θηλυκοποιείται (η τακατίνος, άκλ.).

- Παίζαμε τάβλι, και τι μου λέει ο παλιοτακατίνος ο Θύμιος; Πως έφερε εξάρες, λέει, ενώ είχε φέρει ασσόδυο!
- Ε, τη σπανομαρία...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Βλ. κακομοίρογλου. Ο όρος προέρχεται από φαγητό της μικρασιατικής κουζίνας. Οι συνδηλώσεις με παλιές, ένδοξες λέξεις όπως «κιοτής» είναι αναπόφευκτες, ενώ για την κατάληξη «-ογλου» βλ. κακομοίρογλου.

- Πάλι θα πας για σουβλάκια με τον Ιορδάνη;
- Ναι, έλα μαζί άμα θες.
- Ούτε με σφαίρες, ρε. Δεν τον αντέχω τον κιόπογλου.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified