Γνωρίζομαι με υποψήφια σχέση.
Τα φτιάχνω με την εν λόγω υποψήφια σχέση.
Ο όρος προέρχεται από το κονέ.
Παράγωγα: κονέδιασμα, κονεδιάρης /-α, κονεδάκι, κονεδογκόμενα.
Κονεδιάστηκα με ένα γκομενάκι εχτές, σκέτη καβλα!
- Τι θα γίνει επιτέλου(ς) ρε Γιωργία; Θα με κονεδιάσεις με καμιά φίλη σου;
- Δεν τις έχω για τα μούτρα σου ρε, σκατόφατσα!