Στρογγυλοκάθομαι, δε λέω να φύγω και τους γράφω όλους στ' αρχίδια μου.
Στρογγυλοκάθομαι, δε λέω να φύγω και τους γράφω όλους στ' αρχίδια μου.
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Αυτός που βαράει προσοχές, ο τσανακογλείφτης, αυτός που λέει ναι σε ό,τι προστάζει τ' αφεντικό, χωρίς να εξετάζει την ορθότητα της προσταγής. Από το αγγλικό yes man (yes= ναι, man = άνθρωπος).
Συνώνυμα: τσανακογλείφτης, αυλοκόλακας, (ενίοτε και) μαντρόσκυλο.
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Στη στρατιωτική slang, η αγγαρεία που σε βάζουν να μαζεύεις τις κάμπιες (την άνοιξη) από τα πεύκα και γενικά από όλο το στρατόπεδο.
Προέρχεται από την «κάμπια» και την αγγλική κατάληξη -ing.
- Τελειώσαμε με το γόπινγκ, κύριε λοχία.
- Ωραία. Τώρα πάτε για κάμπινγκ.
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Ο καραγκιόζης, ο γελοίος, ο περίγελως. Λέγεται και για αρσενικούς και για θηλυκές, και χρησιμοποιείται τουλάχιστον 50 χρόνια (σήμερον: 2010).
- Μαλάκα, πάμε Τζέμελλι το βράδυ;
- Σιγά μην πάω πάλι στην κωλότρυπα. Είσαι τελείως νούμερο;
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Λογοπαίγνιο από τη γόβα στιλέτο και τη σκύλα (γυναίκα). Χαρακτηρισμός μοιραίας (Σ.τ.Σ. για ποιους;) μπουζουκογκόμενας με όλα τα γνωστά αξεσουάρ, βασικότερο εκ των οποίων η γόβα στιλέτο.
- Πήγες τελικά χτες στον Πετρέλη;
- Πήγα, και είχα και καλή παρέα.
- Ξέρω, ξέρω. Πάλι με κείνη τη γόβα σκυλέτο τη Σουζάννα θα ήσουνα...
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Το μπουρδελοξενοδοχείο. Συχνά θα ονομάζεται με κάποιο αρχαίο ελληνικό ή αιγυπτιακό όνομα, όπως «Όσιρις», «Τουταγχαμών», «Καλυψώ», «Άλκηστις», «Άρτεμις», «Κλεοπάτρα» κ.ά., το δε οικοδόμημα θα είναι είτε ετοιμόρροπο νεοκλασικό, είτε σε στυλ πολυκατοικίας ανατολικού μπλοκ.
— Τελικά τι έκανες με τη Μίνα;
— Την πήγα σε γαμοτέλ και περάσαμε αξέχαστα!
Δες και γαμο-.
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Η κουνίστρα, η αδερφή. Χρησιμοποιείται και για (πραγματικές) γυναίκες με την έννοια «τσακλοκούδουνο», «παρτσακλό».
Ουστ μωρή τσιγκολελέτα, που θα μου πεις ότι έχεις πονοκέφαλο απόψε...
Βλέπε π.χ.: http://www.bmwbikers.org/forum/showthread.php?p=26747
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Παλιά, κλισέ φράση την οποία έλεγε (ωσάν από μαγνητόφωνο) η τσατσά (ή ο τσάτσος) στα μπουρδέλα της οδού Φυλής, τέλη δεκαετίας '80 αρχές δεκαετίας '90 (δεν ξέρω αν το λένε ακόμη, αλλά υποθέτω ότι δεν θα άλλαξαν και πολλά από τότε).
Έμπαινες, ερχόταν να σε υποδεχτεί η κωλόγρια (ή ο μπούστακλας, ή κάτι ερμαφρόδιτο), έβγαινε το εμπόρευμα να κάνει μια στροφή, και άκουγες τη θεϊκή ατάκα! Ποτέ δεν κατάλαβα ακριβώς τι είναι τα «ελεύθερα πιασίματα»... Αν είναι το ότι μπορείς να χουφτώνεις ελεύθερα όπου θες, τι το λέγανε; Υπήρχε περίπτωση να γαμήσεις και να μην πιάσεις;!; (άβυσσος η ψυχή της τσατσάς!)
- Παιδιά, η Μαίρη είναι... Ωραίο κοριτσάκι, μόνο για λίγες μέρες στο μαγαζί, τσιμπουκάκι, πισωκολλητό στα γόνατα, ελεύθερα πιασίματα... Ποιος θα περάσει;
- Άσε καλύτερα, ξέχασα το πορτοφόλι μου (βγαίνουν όλοι έξω).
- Στο καλό, στο καλό... Άει στο διάολο, μαλακισμένα!
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Βλ. απαλομούνα.
Τι γλυκομούνα που είσαι, μωρό μου!!!
Βλέπε και -μούνα, -γκόμενα.
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Γνωρίζομαι με υποψήφια σχέση.
Τα φτιάχνω με την εν λόγω υποψήφια σχέση.
Ο όρος προέρχεται από το κονέ.
Παράγωγα: κονέδιασμα, κονεδιάρης /-α, κονεδάκι, κονεδογκόμενα.
Κονεδιάστηκα με ένα γκομενάκι εχτές, σκέτη καβλα!
- Τι θα γίνει επιτέλου(ς) ρε Γιωργία; Θα με κονεδιάσεις με καμιά φίλη σου;
- Δεν τις έχω για τα μούτρα σου ρε, σκατόφατσα!
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified