Η γιαντομπουτσότητα ή καθαρευουσιάνικα γιατομπουτσότης είναι φυσική έννοια που εκφράζει το πόσο για τον πούτσο είναι ένας άνθρωπος, ένα αντικείμενο, μία ενέργεια (=το παράγωγο αυτού που ενεργείται), ένα κτίριο, μια αφίσα, ένα αυτοκίνητο, ένα κομματικό σύνθημα, μια πεντάσχημη κοπέλα, το βίδεο που κάηκε και γενικώς κάθετί γύρω μας.

Η ανάγκη μέτρησης της γιαντομπουτσότητας έχει οδηγήσει μία χουτζουμιστική διαπανεπιστημιακή ομάδα -αποτελούμενη από επιστήμονες του ΑΠΘ και του ΠΠ- στην ανάπτυξη νέας μονάδας μέτρησης που πλέον έχει αναγνωριστεί από τη διεθνή κοινότητα. Η μονάδα ονομάζεται βαθμός γιαντομπουτσότητας - διεθνώς γιαντομπούτς (αγγλ.: yudobooch, τουρ.: yadobuç)- και συμβολίζεται με GDB κατ' αντιστοιχία με το διεθνώς αναγνωρισμένο GTP.

Η παραπάνω επιστημονική ομάδα, μετά από εξαντλητικές έρευνες που κόστισαν:

  • 35 λίτρα φραπέ
  • 21 λίτρα γάλα (για μέσα στον φραπέ)
  • 1 φυτεία ζάχαρης (επίσης για μέσα στον φραπέ)
  • 73€ για 11 μερίδες πατσά,

κατέληξε στο συμπέρασμα ότι η ιδανική μέτρηση της γιαντομπουτσότητας είναι σε κλίμακα GDB από 1 έως 7 (μέγιστη γιαντομπουτσότητα: GDB=7, ελάχιστη: GDB=1). Σημειώνεται, δε, ότι συνήθως αντικείμενα, συμπεριφορές και άτομα με GDB≤3, είναι ανάξια γιαντομπουτσικής αναφοράς.

1. Παράδειγμα προ της έρευνας (ντιμπέιτ υποψηφίων δημάρχων):
- Πώς σας φαίνεται, κ. Μπιχλιμπίδη, η πρόταση του αντιπάλου σας να μαζεύονται τα σκουπίδια από το κέντρο της πόλεως και από τα τουριστικά αξιοθέατα μέρα μεσημέρι ουτωσώστε να αποθαρρύνονται οι τουρίστες και να εκλείψουν τα παράπονα από τις γιαγιάδες που νιώθουν μειονεκτικά και ενοχλούνται όταν περίεργοι τουρίστες τις ρωτάν διάφορα σε γλώσσες που δεν κατανοούν; Αντιλαμβάνεστε τι συμπλέγματα κατωτερότητος δημιουργούνται...
- Κοιτάχτι, η προύτασ' έχει πουλλά θετ'κά σ'μεία και πρέπ' να τ'ν συζητήσ'μι αλλά πιστεύου ούτι ου βαθμούς γιαντομπουτσότητος -που λεν και οι προυτευουσιάν'- των τουριστών που επ'λέγουνι τα χουριά μας, δεν επιτρέπ' παρερμινείις και σπέκουλις επί του θέματους.

2. Παράδειγμα μετά την έρευνα (φοιτητές στο πολυτεχνείο):
- Ρε μαλάκα, είδες τον Διόδωρο πώς την πλευρίζει την Ευμορφία, μου φαίνεται σύντομα θα την τσιμπίσει την γκόμενα.
- Τι λε ρε, αυτήν την ξέρω, είναι γιαντομπούτς-εφτά (GDB=7) θα τον πιλατεύει ένα εξάμηνο και μετά μην την είδατε.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

  1. Αλανιάρα κότα, η κότα που δεν είναι περιορισμένη σε κλουβί, μπορεί να περιφέρεται σε περιφραγμένη ή μη έκταση και να τρέφεται με ό,τι βρει... Τα αβγά της αλανιάρας κότας θεωρούνται νοστιμότερα και πιο υγιεινά.

  2. Αλανιάρα τσιπούρα, η τσιπούρα της θάλασσας (σε αντίθεση με αυτήν του ιχθυοτροφείου). Πολύ ανώτερη γεύση και, βέβαια, τιμή.

  3. Αλανιάρα (για γυναίκα), χαρακτηρισμός γυναίκας «του δρόμου» που δε χαμπαριάζει και δε σηκώνει πολλά. Γυναίκα πορπατημένη και πονήρω που είναι μέσα στα πράγματα και σ' αγοράζει και σε πουλάει άμα λάχει!

Η λέξη προέρχεται από τον όρο «αλάνα» που είναι τούρκικης προέλευσης και -στα ελληνικά- σημαίνει ανοιχτό χώρο, κυρίως σε πόλεις, που χρησιμοποιείται για παιγνίδι απ' τα παιδιά και... διάφορες δραστηριότητες από τους μεγαλύτερους! Η αλάνα είναι συνδυασμένη με την αίσθηση ελευθερίας, την απουσία περιορισμών και αυτό ουσιαστικά προσδιορίζει και το επίθετο «αλανιάρης» σε κάθε χρήση του...

Τραγούδι του Βαμβακάρη (στίχοι-μουσική):

Κάθε βράδυ θα σε περιμένω
κι όπου θέλω εγω θα σε πηγαίνω
Θέλω από 'σε να μ' αγαπήσεις, αλανιάρα,
την φλόγα της καρδιάς μου να μου σβήσεις

Γιατί θες μικρό να αναστενάζω
μάγκικο, βρισιές να σ' αραδιάζω
Μια που λες πως είσαι απ' τον Περαία, αλανιάρα,
να 'ξηγιέσαι μάγκικα κι ωραία
Μια που λες πως είσαι απ' την Αθήνα
να 'ξηγιέσαι μάγκικα και φίνα

Κάθε βράδυ ραντεβού μαζί μου
κι όλο εσένα θ' αγαπώ πουλί μου
Έλα πάψε πια μη με παιδεύεις, αλανιάρα,
κι από 'μένα έχεις ο,τι γυρεύεις

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

  1. Παραδοσιακό γλύκισμα της ελληνικής και τουρκικής κουζίνας.

  2. Μεταφορικά, ο όρος χρησιμοποιείται για να περιγράψει κάτι το ωραίο και ποθητό ή το κατάλληλο για την περίσταση.

Στα ελληνικά την λέξη την έχουμε δανειστεί από το τούρκικο lokum που έχει αραβική προέλευση...

  1. -Μ' έφερε η θεία μου κάτι λουκούμια από την Σύρο, τα 'φαγα μέσα σ' ένα απόγευμα, απόλαυση σκέτη.

  2. -Πωπωπω, δες το μελαχρινό ένα κωλαράκι που έχει!
    -Αμάν ρε φίλε, λουκούμι είναι, λουκούμι!

  3. -Δε σου έπεσε άσχημα το μηχανάκι του θείου σου, ε;
    -Πλάκα κάνεις; Λουκούμι με ήρθε, μόλις χάλασε το δικό μου, πήρα αυτό και ντη βγάζω...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Δυναμική φράση, η οποία χρησιμοποιείται κυρίως από τα μέλη του σαρωτικού κινήματος - οργάνωσης: «Αλπικαλιστική Διεθνής». Το «Αλ Χουτζούμ» είναι επιθετική φράση που δίνει δύναμη σε αυτόν που την εκστομίζει, συνήθως δυνατά και επικά, ώστε να προβεί σε οποιαδήποτε ενέργεια αλπικαλιστικού περιεχομένου. Πέραν αυτού, μπορεί να χρησιμοποιηθεί - μεταξύ των μυημένων - και σαν χαιρετισμός / αποδοκιμασία / επιδοκιμασία / αποδοχή / παρότρυνση κ.λπ. αναλόγως με τον τρόπο εκφοράς.

Ο όρος προέρχεται από τα αραβικά και σημαίνει «Η Επίθεση». Η χρήση του όμως ανάγεται στο ηλεκτρονικό παίγνιο Age Of Empires II, όπου την έκφραση αυτή φωνάζουν οι θρυλικοί μαμελούκοι, όταν επί των καμηλών τους επιτίθενται για να συντρίψουν τον εχθρό.

Τον τελευταίο καιρό όλο και περισσότεροι γίνονται κοινωνοί του όρου και μέσω της δράσης της προαναφερθείσας «Αλπικαλιστικής Διεθνούς». Έρευνες της Ανωτάτης Αλπικαλιστικής Ακαδημίας έχουν δείξει ότι η φράση είναι αρεστή ως ιδιαίτερα εύηχη και χρήσιμη στην αλπικαλιστική συνεννόηση.

Το ασκέρι των μαμελούκων είναι μαζεμένο ένα χιλιόμετρο μακρυά από τα τείχη της μικρής πολιτείας και ξεκουράζεται. Το πρωτοπαλίκαρο πηγαίνει κοντά στον αρχηγό και ρωτάει:
-Μπότε μπρε αρχηγέ θα κάνουμε το ντου; Όλοι είναι έτοιμοι...
Ο Αρχηγός, καταπίνει την τελευταία μπουκιά από το σάντουιτς με παστουρμά, καβαλάει την καμήλα του και κραδαίνοντας το κυρτό σπαθί του…
-Αλ Χουτζούμ, κραυγάζει και το ασκέρι ορμά να λεηλατήσει την άτυχη πόλη...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η μικρής διάρκειας «ασθένεια» που εμφανίζεται στον άνδρα όταν, προχωρώντας σε πολυσύχναστο δρόμο ή χώρο, «τυφλώνεται» από το μεγάλο πλήθος από μουνάρες ή Λίλιαν που κυκλοφορούν τριγύρω. Το φαινόμενο είναι παροδικό και διαρκεί από μερικά λεπτά μέχρι και ένα εικοσιτετράωρο, είναι δε συνηθέστερο σε άτομα που δεν έχουν κάνει σεξ κατά το πρόσφατο παρελθόν. Ενίοτε συνοδεύεται από άνοδο του αίματος στην κεφαλή ή από... άνοδο της κεφαλής. Περιττό να τονιστεί ότι η ασθένεια γνωρίζει άνθιση κάθε Άνοιξη και Καλοκαίρι...

Η λέξη προέρχεται από τον όρο «μουνί» που αναφέρεται στη γνωστή θηλυκή θεότητα που ρυμουλκεί πλοίο (σέρνει καράβι) και από τη κατάληξη «-ίαση» που δηλώνει ασθένεια, π.χ. ηλίαση.

(πραγματικό περιστατικό)
Το πρωί στο Πολυτεχνείο:
- Τι έχεις ρε φίλε και είσαι αποσυντονισμένος;
- Άσε ρε Μήτσο, τι είναι αυτά που κυκλοφορούν; Δε μας λυπούνται καθόλου; Μουνίαση έπαθα πάλι όταν ερχόμουν! Έχω και μέρες να γαμήσω...
- :-))))))))))

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Έκφραση δηλωτική της αγανάκτησης ή εκνευρισμού για την άρνηση κάποιου άλλου ατόμου να ικανοποιήσει ένα αίτημα. Προέκυψε από παραφθορά της γνωστής έκφρασης οχιά διμούτσουνη να σε φάει! και χρησιμοποιείται σε υψηλότερο βαθμό αγανάκτησης και κυρίως προς θηλυκό συνομιλητή!

Ο τύπος προς την γκόμενα που έχει περίοδο:
- Θέλεις να βγούμε έξω για κανα ποτάκι;
- Όχι, δεν έχω διάθεση.
- Θέλεις να πούμε τα παιδιά και να πάμε όλοι μαζί βόλτα;
- Όχι.
- Θέλεις να μείνουμε μέσα και... σεξξξ;
- Όχι, όχι, όχι, είμαι αδιάθετη.
- Οχιά διτσούτσουνη, γαμώ το φελέκι μου!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified