Η παδέλα σώζεται ακόμα έτσι στην Λευκάδα και στην Κεφαλονιά (υποθέτω και στα υπόλοιπα Επτάνησα), ή αλλιώς padella ή padela, paielle.

Είναι σκεύος με πολύ μεγάλο παρελθόν και αναφορές ήδη από την εποχή της ακμής της Πομπηίας. Με την πάροδο των χρόνων διαδόθηκε σε όλα τα γεωγραφικά πλάτη και μήκη, χάνοντας τα αρχικά της χαρακτηριστικά (χαμηλό και φαρδύ πήλινο σκεύος μαγειρικής) και αποκτώντας ένα πλήθος παραλλαγών.

Μια απ' αυτές είναι η ισπανική παραλλαγή, η paella, ένα μεταλλικό τηγάνι με δύο χειρολαβές, που χρησιμοποιείται για τη παρασκευή της ομώνυμης συνταγής της παέλια. Επίσης άλλη παραλλαγή είναι η πήλινη φαρδιά γάστρα χωρίς καπάκι που μπαίνει στο φούρνο. Άλλη παραλλαγή είναι και η πήλινη φαρδιά λεκάνη για ανάμειξη των υλικών της μαγειρικής. Η πιο διαδεδομένη και γνωστή ωστόσο παραλλαγή της είναι αυτή για το τηγάνισμα και το σωτάρισμα, η επονομαζόμενη lionese (από τη Λυών).

Μπορεί δηλαδή να είναι τ. τηγάνι, γουόκ, κατσαρόλα, πήλινη γάστρα (χωρίς καπάκι) και πήλινη λεκάνη. Χαρακτηριστικό αναφοράς γι' αυτά τα σκεύη αποτελεί το χαμηλό ύψος και η αρκετά μεγάλη διάμετρος τους, άνω των εικοσιτεσσάρων εκατοστών.

Σλανγκοϊδιωματικά παράγωγα της λέξης παδέλα είναι:

  • παδελομούτρης, : στρογγυλοπρόσωπος, -η
  • παδελοφούσκης: ακόμη πιο στρογγυλοπρόσωπος (παδέλα + φούσκα)
  • το υ το παδέλα: το ύψιλον της πρώτης δημοτικού

1)......Εμείς πάντως στο σπίτι είχαμε μοσχάρι σπιτίσιο γιουβέτσι, σε πήλινη παδέλα στο φούρνο,με φρέσκια ντομάτα απο τον κήπο και ντόπιο τυρί.Όλα σπιτικά,εκτός απο την παδέλα που την αγοράσαμε τα Χριστούγεννα στη λίμνη Πλαστήρα.Αυτή η πήλινη παδέλα κάνει πεντανόστιμο το φαγητό ,φτού μην τη ματιάσω και μου σπάσει....(απο φόρουμ με συνταγες μαγειρικής.)

2)-Μάνα την αγαπάω! -Ποιά μωρέ πάλαι πίσω..; -Τη Μαριγούλα,... τση Τασίας....αυτήνη.. -..αυτήνη την παδελομούτρω; Τι τση ζήλεψες; που 'ναι τα μουσούδια τση λες και τηνε τσιμπήσανε χίλιοι σερσέλοι;

(από perkins, 17/06/10)Vespa Crabro Linnaeus  ή σέρσελας (από perkins, 17/06/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το λέμε σε κάποιον που κοκορεύεται συνέχεια και σε κάθε «ευκαιρία» κάνει τον τσαμπουκά, χωρίς να μπορεί τοις πράγμασι να υποστηρίξει μια τέτοια συμπεριφορά λόγω σωματοδομής.

— Κοίτα Τόλη που ο πορτιέρης μας κοιτάζει και ξυνίζει τη μάπα του. Έχει γούστο να μας ρίξει πόρτα. Θα τονε σφάξω στο γόνα.
— Σιγά ρε μαλάκα, σου 'πεσε ένα αρχίδι.

(από perkins, 18/05/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Λέγεται σε πρόσωπα τα οποία:

  1. έχουν αποκλειστικές ευθύνες για κάποιο ζήτημα και προσπαθούν να τις αποποιηθούν, προσποιούμενοι ότι δεν ξέρουν τίποτα «για τον φόνο».

  2. έχουν έμμεσες ευθύνες και δικαιοδοσία επί ζητημάτων, αλλά δεν αναλαμβάνουν δράση προς όφελος τρίτων, αν και θα έπρεπε, από την θέση που κατέχουν.

συνώνυμα: κινέζος, γερμανός, την πάπια.

1.α.
... Είναι τρομερά γελοίο που αθλητές μας με νίκες σε μεγάλους αγώνες (Ολυμπιάδες-Ευρωπαϊκά) έκαναν νίκες και δεν ξανατρεξαν ποτέ. Προσωπικά δεν έχω τίποτα εναντίον του ντοπινγκ... θες να καταπιείς κηροζίνη για να τρέχεις σαν πύραυλος...πρόβλημά σου... Ομως όταν σε πιάνουν μην μας κάνεις την παλαβή. Οσο για την κόκα... τί να σου πω! Υποθέτω ότι δεν έχουμε ούτε εναν κόκο στην Ελλάδα. (Εχουμε Κοκό, αλλά όχι κόκα)... από βλογ

1.β.
Σερέτης είμαι χασικλής,
κοτσάνι την περνάω
και σαν μου λάχει νταβατζής
στρωτή την αμολάω.

Μα σαν μου λάχει σταυρωτής
ευθύς την αμολάω,
την πάπια και την παλαβή
κάνω και δεν μιλάω...
από εδώ

  1. ... Να σας δώσω να καταλάβετε γιατί οι Ελληνικές Κυβερνήσεις δεν ευνόησαν και σαμποτάρισαν προσπάθειες να διεκδικήσουν το δικαίωμα των πολεμικών αποζημιώσεων με βάση ευρωπαϊκούς νόμους: η λογική Καραμανλή να κάνει την παλαβή, είχε σχέση με πιέσεις που είχε δεχτεί για λήψη αντιποίνων. Για τον Καραμανλή δεν αποδείχτηκε τίποτα οπότε δεν είχε λόγο ιδίου συμφέροντος να αποκρύψει την όλη ιστορία. Απλώς, η Ελλάδα για άλλη μια φορά και κερατάς και δαρμένος. από βλογ

Κεντερη κατούρα να πίνουμε μαστούρα.. (από perkins, 21/06/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Απειλή προς αντίπαλο σε γκομενοκαυγά (κυρίως), που ταυτοχρόνως έχει και απαξιωτικό χαρακτήρα γι' αυτόν. Συνήθως ο αντίπαλος αυτός έχει γέφυρες ή θήκες στα δόντια του, οι οποίες και κάνουν μπαμ από μακριά.

Κόψε πέρα μωρή λινάτσα μη φας τίποτα μπουκετίδια και σου κάνω χίλια ευρώ ζημιά.

(από perkins, 18/05/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η έκφραση «μ' αυτά και μ' αυτά», δηλώνει :

1) Την επανάληψη ασήμαντης ή προγραμματισμένης δραστηριότητας χωρίς εξάρσεις , εκπλήξεις κι αλλαγές στα ρουτινιάρικα τεκταινόμενα.
Ουσιαστικά περιγράφεται η συγκεκριμένη δράση ως ασήμαντη και άσκοπη που κάνει τους συμμετέχοντες είτε να μην μπορούν να προχωρήσουν το έργο τους είτε να βαριούνται αφόρητα.

2) Επίσης χρησιμοποιείται για να καταδείξει κάποια ομαδοποίηση ερεθισμάτων ικανά να προκαλέσουν ανάσυρση κοινών συνειρμών και αναμνήσεων, παλιότερων φυσικά γεγονότων...

3) κι ακόμη σε σειρά ομαδοποιημένων δυσκολιών και αντιξοοτήτων που επιβραδύνουν και δυσκολεύουν την επίτευξη κάποιου στόχου.

Συνήθως η συγκεκριμένη έκφραση συνοδεύεται από το ρήμα «φτάσαμε» δείχνοντας έτσι ότι η διπλή χρήση της οριστικής αντωνυμίας σαφώς αναφέρεται σε κάποιου είδους δράση.

1) Το παιχνίδι είναι σούπα, μονομαχίες στο κέντρο, σκληρά μαρκαρίσματα και λάθος μπαλιές... Μ 'αυτά και μ' αυτά λοιπόν φτάσαμε στο ογδόντα πέντε και το σκορ είναι στο μηδέν - μηδέν.

2) ... Εγώ πάντως μ' αυτά και μ' αυτά ξαναθυμήθηκα Μαλβίνα και συνειδητοποίησα πόσο λείπει. Τι θα είχε πει ο στόμας της αν ζούσε... (απο μπλογκ).

3) ... Τέτοια διαδρομή δεν έχουμε κάνει και τη συνιστούμε αν θέλετε να ζήσετε το απόλυτο offroad, με φόντο τα Ιμαλάια παρακαλώ. Ο δρόμος, ήταν κυρίως σκληρό χώμα με τρύπες και κροκάλες, με ατέλειωτα νεροφαγώματα από τα χιόνια που λιώνουν και πιο σπάνια υπήρχαν κάποια κομμάτια ασφάλτου, που και πάλι ήταν μέσα στην ανωμαλία. Μέσα σε όλα αυτά είχαμε και τις νταλίκες που έπρεπε να προσπερνάμε ή να περιμένουμε να περάσουν αφού το πλάτος του δρόμου αυτού είναι δεν είναι τρία μέτρα. Μ ' αυτά και μ' αυτά φτάσαμε μόνο μέχρι το Κέιλονγκ την πρωτεύουσα τις κοιλάδας Λαχαούρ, στα 3.600 μόλις μέτρα... (από μπλογκ)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Οι καθυστερήσεις γενικά.

Τελευταία, στην μετά Γεωργίου εποχή καθιερώθηκε ο όρος μόνο για τις καθυστερήσεις στους ποδοσφαιρικούς αγώνες (90+).

Παλιότερα βέβαια χρησιμοποιούνταν από τους γονείς μας, και στο ουδέτερο, αλλά και στο θηλυκό γένος (η χασομέρια = το χάσιμο πολύτιμου χρόνου για την τέλεση κάποιας εργασίας).

Την τιμητική του είχε (και έχει στην περιφέρεια ιδίως) και το ρήμα χασομεράω (έτσι ασυναίρετο), που σημαίνει καθυστερώ το έργο μου για ασήμαντη αφορμή.

Η ρίζα του λήμματος πιθανολογώ ότι είναι το θέμα του αορίστου του ρ. χάνω = χασ και το ουσιαστικό μέρα, χάνω την μέρα μου δηλαδή, γεγονός ασύμφορο στην οικονομία της οικογένειας.

Παραθέτω μερικά παραδείγματα από μπλόγκς:

  1. Δείτε ποιος σκοράρισε για την γηπεδούχο ομάδα του Μακεδονικού στο 92ο λεπτό!!! Δηλαδή στο 2ο λεπτό των καθυστερήσεων ή στην καθομιλουμένη, στα χασομέρια!!! (σ.σ ο παίκτης ονόματι Χασομέρης).

  2. Οι κοινωνίες έχουν διαδικασίες, συζητήσεις, διαπραγματεύσεις. Αυτήν την χασομέρια την ονομάζουμε δημοκρατία.
    Ακούγοντας την Τετάρτη τον κ. Κωνσταντίνο Μητσοτάκη στο Mega, πολλοί πρέπει να έμειναν με την απορία: αφού, όπως είπε, τα έκανε όλα σωστά κατά τη διακυβέρνησή του, τότε γιατί το 1993 τρέχαμε για να σωθούμε από το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο;

  3. Στο πρώτο αίμα που χύθηκε, χτίσανε και την πόρτα της εκκλησιάς, κι από κει και μπρος, ο ραγιάς δεν είχε το λεύτερο μήδε να ζυγώσει κατακεί, εξόν αν ήτανε- μια φορά το χρόνο- στην εορτή της αγίας, 26 του Αλωνάρη, οπόταν οι καλόγεροι μπορούσανε νάρθουνε ταχινή ταχινή να λειτουργήσουνε στο κλησουράκι χωρίς χασομέρια. (..Π. Πρεβελάκης « ο Γιώργης που λευτέρωσε το νερό».

Δημ Χασομερης του Μακεδονικου (από perkins, 06/09/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κυριολεκτικά είναι το αποβαλλόμενο δέρμα των ερπετών που αποτελείται μόνο από νεκρά κύτταρα και που όλοι έχουμε δει κάποια φορά σε περιήγηση στην εξοχή. Λέγεται και «πουκάμισο» ή φιδόντυμα.

Επίσης κάτι ανάλογο συμβαίνει με τα αμφίβια, αλλά και με τα έντομα, όπως τα τζιτζίκια, που το δέρμα τους το συναντάμε το καλοκαίρι στα δέντρα και είναι πορτοκαλί (παράδειγμα 1).

Σλανγκικώς όμως, έτσι χαρακτηρίζεται συγκεκριμένο ρούχο, συνήθως μπλουζάκι, από όλους τους βλέποντες (καμιά φορά κι από τυφλούς που έχουν οξυμένη την όσφρηση), όταν ο κάτοχός του το φοράει συνέχεια -αφενός διότι είναι πτωχός κι έχει, βαριά, άλλο ένα, αφεδύο διότι είναι τσίπης και δεν πάει να αγοράσει κάνα ρούχο και αφετρία επειδή είναι πολύ κολλημένος (στα όρια του αυτισμού) και θέλει να φοράει μόνο αυτό το ρούχο σε σημείο που όλοι να τον θυμούνται εξ ανακλητικής μνήμης με το συγκεκριμένο.

Οι μασχαλιαίες περιοχές βέβαια σφύζουν από αμμωνιαζόλ και, όταν το βγάζει το βράδυ για να κοιμηθεί, το ακουμπά στο πάτωμα διότι πλέον στέκεται όρθιο δίκην θώρακος πανοπλίας (παράδειγμα 2).

  1. Το δεύτερο δέρμα
    Όταν το παλιό «πουκάμισο» της κολουβρίδας ξεραθεί,
    το φίδι το αποβάλλει, μιας και το δέρμα αυτό, που αποτελείται
    από στρώματα νεκρών πλέον κυττάρων, δεν αναπτύσσεται μαζί με το ερπετό.
    Με τον ίδιο τρόπο αποβάλλουν το παλιό τους δέρμα και τα αμφίβια.
    Μετά το στάδιο της νύμφης, τα έντομα εξελίσσονται σε τέλειους οργανισμούς.
    Αντίθετα τα θηλαστικά και τα πουλιά σχηματίζουν εκ νέου μικρές
    ομάδες δερματικών κυττάρων, αποβάλλοντας τα νεκρά κύτταρα.
    Τα μαλάκια, όπως τα σαλιγκάρια, δεν παύουν να αναπτύσσονται ποτέ,
    κάτι που φαίνεται από τις ραβδώσεις στο καβούκι τους.
    Αντίθετα, τα σπονδυλωτά αναπτύσσουν τα οστά τους σε συγκεκριμένες φάσεις της ζωής τους.

  2. - Είδες τον Γρηγόρη;
    - Μπα! Έχω να τον δω τρεις-τέσσερις μέρες.
    - Νά' τος ρε έρχεται καμαρωτός με το δεύτερο δέρμα του...
    - Τον πούστη, ακόμα το φοράει ρε, θα 'χει κολλήσει απάνω του.
    - Και θα στέκεται και όρθιο, γάμησέ τα, ευτυχώς που έχω δέκα μποφόρ ιγμορίτιδα...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Τα γκομενάκια - εργαζόμενες μερικής απασχόλησης σε διαφημιστικές εταιρείες προώθησης προϊόντων, κατά κόσμον προμόσιον.

Τα συγκεκριμένα εργαζόμενακορίτσια είναι πάντοτε εκπάγλου καλλονής , στοιχείο απαραίτητο για να τραβούν την προσοχή των συνανθρώπων μας ουτωσώστε να προωθήσουν το προϊόν τους.

— Πάμε ρε Μπουρνάζι;
— Όχι, τις έχω βαρεθεί τις μπουρναζογκόμενες και τις πλατινομαλλούσες.
— Έλα ρε παπάρα, αφού ξέρεις... πάντα σκάνε και τα γαμάτα τα διαφημισόμουνα.

Δες και -μούνα, -γκόμενα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο κτηνοβάτωρ στο πιο κυριλέ. Αυτός που δεν πηγαίνει αδιακρίτως με αμνοερίφια και γαϊδούρες αλλά μόνον με κατσίκες για τους κάτωθι σοβαρούς(όπως μου έχουν πει)λόγους:

1) Ο κώλος της κατσικούλας είναι άτριχος και ροζέ, και το περίνεο βελούδινο.

2) Επίσης είναι ο καλύτερος μάστορας, όπως λένε, καθώς κατασκευάζει όλες τις βερβέλες* ολόιδιες.

3) Η κατσίκα έχει χαμηλό κέντρο βάρους και καλύτερα αντανακλαστικά στο κούνημα της πυέλου

4) Το χαμηλό ύψος του στόχου ευνοεί και τους επίδοξους κτηνοβαίνοντες μικρότερης ηλικίας από τους αποκλειστικά γαϊδουρογάμηδες κάνοντας έτσι το κατσικομπήχτειν πιο δημοφιλές στις μικρές ηλικίες.

5) Η κατά φύσιν και η παρά φύσιν πράξη δεν έχουν σημαντικές ποιοτικές διαφορές μεταξύ των.

6) Όπως και να το κάνουμε και ο πιο δύσπιστος θα συμφωνούσε στο ότι η κατσίκα και πιο κοριτσίστικη φωνή έχει, και πιο ωραία μαλλιά (και γένια) αλλά και τα πιό ωραία βυζάκια απ' όλες τις άλλες.

Ανέκδοτο εις θέσιν παραδείγματος!

Στην Ελληνική ύπαιθρο κάπου, ένα παλληκάρι είχε ένα κοπάδι γίδες τις οποίες και είχε ξεσκίσει στο μπούτσο. Όλες. Όλες εκτός από μία μελαχρινή παρθένα με τσιγκελωτό ματόκλαδο. Κάποια φορά λοιπόν με ένα κόλπο κατάφερε να της αποσπάσει την προσοχή και έχοντας κατεβάσει ήδη τα βρακιά του σε θέση πιγκουινάτου, πήδηξε, της τον κάρφωσε και την τσάκωσε από τα κέρατα. Ενοχληθείσα σφόδρα η μικρά άρχισε να τρέχει αφηνιασμένη, με χίλια. Βγήκε από το μαντρί και έφτασε στο πρώτο χωριουδάκι με τον εραστή - βιαστή να της τον έχει μέσα, να κρατιέται ξεβράκωτος απ' τα κερατά της και σχεδόν να μην ακουμπάνε τα πόδια του στο έδαφος. Έτσι λοιπόν, το σύμπλεγμα αυτό περνούσε σφαίρα μέσα από κάτι σοκάκια του χωριουδακίου, όπου σε ένα πλατύσκαλο καθόταν μια γριά, με τα γυαλιά της κατεβασμένα στο ύψος της μύτης της και έπλεκε. Παίρνοντας λοιπόν το ζεύγος από μπρος της με τα χίλια , η γριά σήκωσε βιαστικά το κεφάλι της να κοιτάξει και αφού είδε ό,τι είδε αναφώνησε με επιτίμηση:
Μπει διούλε* μέσα σου ρεντίκολο, βρακί δεν έχεις να βάλεις στο γκώλο σου, τα μηχανάκια σε μαράνανε.

*Διάολε

πΡΟΠΑΓΑΝΔΑ ΕΊΝΑΙ ΤΩΝ ΚΟΜΠΛΕΞΙΚΩΝ ΕΥΡΩ-ΠΈΩΝ (από perkins, 10/07/10)Τα μηχανάκια τον μαράνανε (από perkins, 06/09/10)πρώτα περιποιηση, υπαρχει και αισθημα. (από perkins, 27/09/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Μαμαδοσλάνγκ έκφραση που αναφέρεται στις κατακλίσεις των κατάκοιτων ασθενών εξαιτίας της συνεχούς τριβής σημείων του οπίσθιου μέρους του σώματός τους στα σεντόνια του κρεβατιού, που σημειωτέον, πρέπει να είναι πάντα αεροδρόμιο.

Βέβαια η χρήση που μας απασχολεί εδώ είναι το ειρωνικόν της υπόθεσης. Όταν δηλαδή μας φωνάζει συνήθως η μάνα ή η σύζυγος να σηκωθούμε απ το κρεβάτι (η γκόμενα δεν φωνάζει γιατί κοιμάται κι αυτή δίπλα μας, ούσα ο λόγος της παραμονής μας σε αυτό) γιατί μεσημέριασε κι έχουμε «χίλιες στραβωμάρες« να φέρουμε εις πέρας.

Σήκω τεμπέλαρε και θα τρυπήσει η πλάτη σου, είναι μία η ώρα κι έχεις να βάψεις τα παντζούρ(γ)ια!

τρύπησε η πλάτη του τελικα... (από perkins, 05/06/10)aerodromio (από perkins, 05/06/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified