Το γνωστό και με την επίσημη ονομασία «σπειροτόμος», είναι εξάρτημα δημιουργίας σπειρωμάτων στην εξωτερική κυρίως επιφάνεια κυλινδρικού αντικείμενου, συνήθως σωλήνα.

Περιέργως έχει καθιερωθεί ακριβώς έτσι (και όχι για παράδειγμα κουκουνάρι), ενώ είναι ευρέως διαδεδομένη στους υδραυλικούς, καθώς γίνεται μεγάλη χρήση της κατά την κατασκευή δικτύων σωληνώσεων μεταφοράς υγρών - κατά κανόνα νερού - με διάνοιξη σπειρωμάτων σε σιδηροσωλήνες διατομής περίπου μίας ίντσας (1¨) και πάνω (χωρίς να αποκλείονται μικρότερες διάμετροι), για την προσαρμογή βιδωτών εξαρτημάτων, όπως γωνίες, ταυ, συστολέςκ.α..

(Δυστυχώς στερούμαι ετυμολογίας.)

- Εεε συγγνώμη, σας παρακαλώ, αν έχετε την ευγενή καλοσύνη, θα μπορούσατε να μου περάσετε λίγο την κουκουνάρα για να διανοίξω κάποια σπειρώματα που έχω υπόψη μου;
- Σιγά ρε θείο, θα χυθεί το γάλα! Τσίμπα 'δω και την κουκουνάρα και τους βραχίονες και τα πάντα όλα να κάνεις δουλειά σου άμα λάχει ναούμ'.

Ακριβώς αυτή. (από PUNKELISD, 18/05/11)Εκεί στην αρχή, κουμπώνει την κουκουνάρα στο μηχάνημα και ανοίγει το σπείρωμα στον σωλήνα άνετος, αλλά υπάρχει και κλασικός τρόπος, με το χέρι. (από PUNKELISD, 18/05/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Φράση που χρησιμοποιείται για να καταδείξει κατάσταση κατά την οποία παρουσιάζεται δυσκολία στην αφόδευση λόγω ιδιαίτερης σκληρότητας των κοπράνων -χαρακτηριστικό γνώρισμα, πολλές φορές, των δυσκοίλιων- με αποτέλεσμα την καταπίεση (ψυχική και σωματική) και το χάσιμο χρόνου. Η σκληρότητα, ο όγκος και το σχήμα του κόπρανου δε, είναι τέτοια που παραπέμπει εύκολα στον καρπό του αειθαλούς και κωνοφόρου πεύκου, το γνωστό κουκουνάρι.

- Πού ήσουν τόση ώρα;
- Στην τουαλέτα, έκανα τατουάζ στον κώλο μου το καπάκι της λεκάνης...
- Τι;
- Τι τι ρε μαλάκα, δεν καταλαβαίνεις, με πήγε κουκουνάρι!

Κουκουναριές Σκιάθου! Εδώ το χέσιμο α λα κουκουνάρι δένει με το τοπίο και δίνει την... απόλαυση! (από GATZMAN, 07/10/10)Γαλοπούλα γεμιστή με σλανγκικα κουκουνάρια (από GATZMAN, 08/10/10)

Βλέπε και κουράδα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ειδικού τύπου ηλεκτροκίνητο ελαιοραβδιστικό χειρός.

Το όνομα προέρχεται από τη χαρακτηριστική εναλλάξ δεξιόστροφη-αριστερόστροφη παλμική κίνηση της ειδικά διαμορφωμένης κεφαλής του μηχανήματος, κάτι που θυμίζει άμεσα εκείνη την επίσης χαρακτηριστική κίνηση των χεριών.

Ωστόσο αίσθηση αναμένεται να προκαλέσει στον χώρο των ελαιοραβδιστικών το πολυαναμενόμενο μοντέλο «νταχτιρντί».

(Πάσα: Γιώργος εκ Λευκάδος)

Με δύο κουπεπέ και ένα πριγιόνjι την κάνjεις τη δουλειά σου και χωρίς κόπο.

ηλεκτροκίνητο ελαιοραβδιστικό κουπεπέ (από PUNKELISD, 14/01/13)Να και πως δουλεύει: (από PUNKELISD, 14/01/13)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Άηχη αποβολή εντερικών αερίων από τον πρωκτό.

Ύπουλη κλανιά που χτυπάει αθόρυβα. Εξέρχεται από την κωλοτρυπίδα σαν πνοή και όταν συμβεί σε ομάδα αγνώστων, κανείς μπορεί να υποπτευθεί ακόμα και τον εαυτό του. Αυτού του είδους οι πορδές καίνε. Αν υπήρχε μονάδα μέτρησης, η μπόχα τους θα έφτανε στην υψηλότερη κλίμακα.

Όπως ένα κούφιο δέντρο έχει φλοιό, αλλά δεν έχει κορμό, έτσι και η συγκεκριμένη κλανιά έχει μεν μυρωδιά, αλλά δεν έχει ήχο. Βλέπουμε εδώ την αλληγορία του ανολοκλήρωτου, του ημιτελούς σαν ένδειξη της μη ένδειξης και ολοκληρωτικής απουσίας της οντότητας (!!!).

Την συναντάμε επίσης ως κλούβια (ακριβώς λόγω της ομοιότητας με την μυρωδιά του κλούβιου αυγού), ως τζούφια, ως πούστικη, ως κενή, και ως σπίρτο.

- Τι έπαθες ρε μαλάκα;! γιατί είσαι δακρυσμένος;!
- Λίγο νερό!
- Λίγο νερό ρε παιδιά! ο άνθρωπος έχει χλομιάσει!
- Δεν κατάλαβα ακριβώς τι έγινε... μάλλον κάποιος άφησε στο ασανσέρ μια κούφια...

(από joe909, 24/07/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Είδος ποδηλάτου αγώνων δρόμου (άκα κούρσα).

Η ονομασία προέρχεται προφ από το χαρακτηριστικό γυριστό σχήμα του τιμονιού του που θυμίζει τα κέρατα του γνωστού αρσενικού θηλαστικού.

Επίσης υπάρχει ικανός αριθμός ατόμων που χαρακτηρίζει έτσι το συγκεκριμένο είδος τιμονιού και όχι ολόκληρο το ποδήλατο.

(Πάσα: κατσικίδιο..)

- Δεν τα θέλω τα μάουντεν, εγώ θέλω κριάρι! Αλλά είναι ακριβό το γαμίδι!
- Ναι, το φτηνότερο από 500 λέει.
- Α, καλά! εσύ μιλάς για αγιοβασιλιάτικο... από χίλια πεντακό και πάνω λέμε!

Τιμόνι από κριάρι. (από PUNKELISD, 28/06/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

1. Εξάρτημα-εργαλείο συγκράτησης, γνωστό κυρίως από τους ηλεκτρονικούς.

Στην ουσία είναι ένα μεταλλικό μανταλάκι με οδοντωτά άκρα μπροστά και μονωμένα τα πίσω (μύδι #1). Το ένα από τα δύο πίσω άκρα είναι ενωμένο είτε με καλώδιο, είτε με ένα σταθερό στέλεχος (μύδι #2), όπου (αυτό το τελευταίο) βοηθάει αργυροχρυσοχόους, μοντελιστές, ηλεκτρονικούς και λοιπούς να συγκρατούν προς επεξεργασία διάφορα μικροαντικείμενα, εξαρτήματα και τέτοια.

Αν το ένα από τα δύο πίσω άκρα τώρα είναι ενωμένο με καλώδιο, το άλλο άκρο του θα καταλήγει είτε σε άλλο κροκοδειλάκι (μύδι #1α) (ώστε να γίνονται πρόχειρες ηλεκτρολογικές συνδέσεις, όπως για παράδειγμα όταν μένουμε από μπαταρία και εξυπηρετικός άνθρωπος μας δίνει λίγο ρεύμα από την μπαταρία του[μύδι #1αα]), είτε σε υποδοχές για ηλεκτρονικό πολύμετρο (μύδι #1β) (ώστε να πιάνει το προς μέτρηση σημείο με αποτέλεσμα σταθερότερη μέτρηση).

Η ονομασία προήλθε από το σχήμα που θυμίζει το κεφάλι του γνωστού ερπετού.

2. Τα είδη ένδυσης της εταιρίας Lacoste, λόγω του λογοτύπου της (μύδι #3).

3. Είδος ανυψωτικού μηχανισμού (γρύλου) που κάνει την εμφάνισή του σε όλα τα βουλκανιζατέρ και τα συνεργεία αυτοκινήτων (μύδι #4).

Τα κύρια σημεία του γρύλου είναι ο λεβιές, ο υδραυλικός μηχανισμός και το σημείο ανύψωσης. Έτσι η κίνηση από το λεβιέ μεταφέρεται μέσω του υδραυλικού μηχανισμού στο σημείο ανύψωσης με τρόπο που βασίζεται στην αρχή λειτουργίας της τρόμπας.

Έχει επικρατήσει λόγω της ευχρηστίας του και της αντοχής του. Διαθέτει ροδάκια και μεταφέρεται εύκολα ελκόμενος από το λεβιέ με τον οποίο γίνεται και η ανύψωση ενώ αντέχει την κακομεταχείριση του συνεργείου και τα μεγάλα βάρη αυτοκινήτων και ημιφορτηγών.

Πιθανολογώ ότι η ονομασία δόθηκε από την νοητή ομοιότητα με το γνωστό ερπετό παραλληλίζοντας τις ρόδες με τα πόδια του ζώου και τον λεβιέ με την ουρά του.

4. Πεταλουργικό εργαλείο το οποίο μοιάζει με ιδιόμορφη μεγάλη πένσα και επιτυγχάνει την σύσφιξη του πετάλου, μετά την τοποθέτηση και το κάρφωμά του στην οπλή (δηλαδή έτσι + μύδι #5).

Κι εδώ έχουμε την προέλευση της ονομασίας από την, κατά κάποιο τρόπο, ομοιότητα με το εν λόγω ζώο.

  1. Πανεύκολο! Απλά με ένα κροκοδειλάκι, αυτό με το καλώδιο, ένωσε τις δυο επαφές και δες αν δίνει τάση 5V, αν όχι θα φταίει 'κείνο 'κει το παπαράκι που είναι πίσω από την δίοδο που είναι δεξιά από την φακή.

  2. Όλο δεν έχει δουλειά και δεν έχει δουλειά ο Παναγιωτάκης και όλο με κροκοδειλάκια σκάει στη καφετερία!

  3. - Ρε μάστορα, αφού το ανυψωτικό δεν κουνάει τι το έβαλες πάνω το αμάξι;
    - Α, ναι. Ε, κατέβασ' το απ' το ανυψωτικό, πάρε τα τέσσερα κροκοδειλάκια, σήκωσε και χώσου. Άντε!
    - (Η ασφάλεια πάει περίπατο γμτπνγμ!)

  4. Τέλος, με το κροκοδειλάκι σφίγγουμε το πέταλο στην οπλή, λιμάρουμε, γυαλίζουμε και είμαστε έτοιμοι.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Σύστημα για εξοικονόμηση χώρου και δημιουργίας τουλάχιστον μιας επιπλέον θέσης σε μακρύ κάθισμα (όπως πάγκος, καναπές, κ.α.).

Αυτό συμβαίνει διότι όταν πολλά άτομα κάθονται το ένα δίπλα στο άλλο με τον συνηθισμένο τρόπο, οι γοφοί τους ακουμπάνε καταλαμβάνοντας ένα συγκεκριμένο χώρο ο οποίος μειώνεται σημαντικά αν κάτσουν εναλλάξ, ο ένας πολύ μπροστά και ο άλλος βαθιά και πίσω-πίσω στις θέσεις τους.

Συναντάται πολύ συχνά κατά την μεταφορά οπλιτών με οχήματα τύπου ΡΕΟ ή Στάγιερ, όπου είναι υποχρεωτικό το στριμωξίδι στον πάγκο της καρότσας για να αποφευχθεί η ορθοστασία ατόμων.

- Γιαννίκα! Αυτοί οι δύο γιατί είναι όρθιοι;
- Εεε, δε ξέρω κυρ' διοικητά...
- Να καθίσουν πάραυτα!
...
- Λοιπόν, παιδιά, κώλος μέσα κώλος έξω για να χωρέσουν όλοι.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Λαχταριστή μπουκιά ψωμιού, καλά βουτηγμένη σε λάδι.

Σύνθετη λέξη από το λάδι και την μπουκιά, που προσωπικά μου θυμίζει πολλά πράματα, κυρίως όμως ταβέρνα και καλοκαίρι.

Το καλό λαδομπούκι επιβάλει φρέσκο τραγανό ψωμί και καλό ελαιόλαδο (Καλαμάτας ας πούμε) κυρίως σε ντοματοσαλάτα, ή ακόμα και στο κλασικό λαδολέμονο που σκεπάζει στοργικά πάμπολλα ψητά όπως μπριζόλες, ψάρια, λουκάνικα κλπ κλπ. Στη μειοψηφία νομίζω βρίσκονται οι του ηλιέλαιου και του τηγανέλαιου (από ψάρια ας πούμε).

Σχετικοάσχετο: παπάρα

- Μαμαζελίτσα, πάρε εδώ μπόλικο ψωμί να φχαριστηθείς λαδομπούκι.
- Excusez-moi, mais ce qui est «ladompouki»;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Εκφέρεται εντός διαλόγου, σε κατάσταση κατά την οποία, συνήθως, δεν χωράνε δικαιολογίες, κυρίως όμως σε περιπτώσεις όπου είναι τελείως ανεπιθύμητη η διαφωνία.

Προέρχεται από την ακούσια αντίδραση του μελλοντικού αποδέκτη του λήμματος να δικαιολογηθεί ή να διαφωνήσει, ξεκινώντας την πρότασή του με το χαρακτηριστικό και μακρόσυρτο, τις περισσότερες φορές, «μαα...». Η επιμήκυνση αυτή, του «μα» γίνεται υποσυνείδητα, για να αποκτήσει ο αποδέκτης τον χρόνο που χρειάζεται, να σκεφτεί και να διατυπώσει πειστικά την πρόταση υπεράσπισής του.

Έτσι ο χρήστης του λήμματος ανακατεύει με ύφος ειρωνείας και αποδοκιμασίας το μόριο «μα» με τις κτητικές και προσωπικές αντωνυμίες «μου, σου, του» για να γειώσει τον αποδέκτη.

- Λοιπόν, το γκαζόν κοντεύει να μας πνίξει! Σε λίγο θα είμαστε σαν πρωταγωνιστές στο «Αγάπη μου συρρίκνωσα τα παιδιά»! Τι έκανες τόσο καιρό που σου έχω πει να το κουρέψεις; Περίμενες να τελειώσεις σχολή κομμωτικής; ε; ε;!
- Μαα...
- Δε θέλω μα μου σου του! Πήρες τη μηχανή και το κούρεψες τώρα! όχι τώρα, ΤΩΡΑ.!!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Χαρακτηριστική προσφώνηση αναφερόμενη στους γονείς και συγκεκριμένα στην μεν μητέρα ως «μά» στον δε πατέρα ως «μπά». Προκύπτει από την διχοτόμηση των λέξεων μαμά και μπαμπά και την χρήση της μίας εκ των δύο επαναλαμβανόμενων συλλαβών, χάριν συντομίας.

Παρατηρείται χρήση κατά κόρον εντός οικογενειακής οικίας, όπου αποδεδειγμένα το μονοσύλλαβο μά υπερτερεί έναντι του μπά, καθώς τις περισσότερες φορές η μητέρα είναι ο απόλυτος γνώστης των του οίκου και ως εκ τούτου δέχεται τις περισσότερες αναφορές.

Οι μόνες περιπτώσεις όπου το μά και το μπά συντάσσονται με τελικό σίγμα (ς) είναι κατά τον συνδυασμό τους με την κτητική αντωνυμία της (της μάς) και το άρθρο ο (ο μπάς) αντίστοιχα. Σπανιότερα συναντάμε το γιά για την γιαγιά, ενώ το παππούς είναι εκτός κανόνα.

  1. - Τελείωσες το διάβασμα που μου στρώθηκες στην τηλεόραση; Φύγε στο δωμάτιό σου!
    - Έλα ρε μπά...

  2. - Γιά, μήπως είδες τον μπά; γιατί τον θέλει η μά.
    - ...

Δες και κομμέ.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified