Κατ' επέκταση του άλλου ορισμού, στούκι στα χαρτιά χαρακτηρίζεται όλο το παιχνίδι εικοσιμία.
- Θα 'ρθεις για στούκι απόψε;
- Πάααλι στούκι; Δεν παίζουμε κάνα θανασάκη για αλλαγή;
Κατ' επέκταση του άλλου ορισμού, στούκι στα χαρτιά χαρακτηρίζεται όλο το παιχνίδι εικοσιμία.
- Θα 'ρθεις για στούκι απόψε;
- Πάααλι στούκι; Δεν παίζουμε κάνα θανασάκη για αλλαγή;
Got a better definition? Add it!
Ο παθητικός ομοφυλόφιλος.
Ο χαρακτηρισμός έχει αρχαιοελληνική προέλευση και δεν αναφέρεται στο κούνημα του δέντρου συκιά (ποιο κούνημα αλήθεια;) όπως λένε πολλοί αλλά στο ότι ο πρωκτός του πούστη, από κάποια στιγμή και μετά, μοιάζει με σύκο.
Ο Borneman («Η πατριαρχία», Μορφωτικό Ίδρυμα Εθνικής Τραπέζης, 2001), ανάμεσα στα άπειρα επίθετα που είχαν οι αρχαίοι Έλληνες για τους παθητικούς ομοφυλόφιλους παραθέτει ως ιδιαίτερα συχνές και τις λέξεις συκέα, συκῆ και συκιδαφόρος (αυτός που έχει σύκωση, δηλαδή αιμορροΐδες)
...εἰ δὲ μή, κωμῳδία φαίνεται, οἷον ποιεῖ Κλεοφῶν: ὁμοίως γὰρ ἔνια ἔλεγε καὶ εἰ εἴπειεν [ἂν] “πότνια συκῆ”. Αριστοτέλης Ρητορική 3.7
Μετάφραση: ...αλλιώς, το πράγμα γίνεται κωμωδία, όπως στην ποίηση του Κλεοφώνος, που (αναφερόμενος στον Ισοκράτη) χρησιμοποίησε υπονοούμενα όπως το «κυρία συκιά».
Got a better definition? Add it!
Καγκούρικη ατάκα που σου λέει κάποιος, συνήθως από τη γειτονιά, το σχολείο, τη σχολή, τον επαγγελματικό χώρο, με τον οποίο δεν συναναστρέφεσαι ποτέ και δεν έχεις να πεις απολύτως τίποτα.
Η ατάκα συνοδεύεται πάντα από το χέρι του ατόμου στον ώμο σου.
Δεν χρήζει απάντησης.
(χέρι στον ώμο) - Τα νέα σου!
Δες και έλα.
Got a better definition? Add it!
Η καπνοδόχος του πλοίου στα καραβίσια.
Από το αγγλικό chimney=καπνοδόχος.
Προσοχή: Αν δεν θυμάστε τη λέξη, πείτε απλά καπνοδόχος. Αλλά ποτέ μην πείτε φουγάρο σε ναυτικό. Θα σας πάρει στο ψιλό.
Καββαδίας - Γυναίκα
«Μια τσιμινιέρα μ' ώρισε στο κόσμο και σφυρίζει.»
Got a better definition? Add it!
Οι πάσης φύσεως ανεμιστήρες και βεντιλατέρια στα καραβίσια.
Από το αγγλικό fan=ανεμιστήρας.
(κλασσικό ψάρωμα)
Τρίτος μηχανικός: Παντελή, κατέβα λίγο στη μηχανή να δεις αν δουλεύει ο φάνης.
Δόκιμος: Μα δεν έχουμε κανένα Φάνη στο καράβι, ρε Μήτσο!
Got a better definition? Add it!
Από το facebook και την τουρκική κατάληξη -κλού.
Κυριολεκτικά, αυτή που ασχολείται με το facebook.
Λόγω όμως...
...η λέξη φεϊσμπουκλού αποκτά επιπλέον βάθος (όχι πολύ όμως) προσδίδοντας στο άτομο που χαρακτηρίζει αρκετά υπονοούμενα κι έτσι μπορεί να χρησιμοποιείται χαλαρά και ως πασπαρτού (χωρίς φυσικά να θέλει να πει κάτι το ιδιαίτερο).
- Είσαι μια φεϊσμπουκλού εσύ..!
(Το άκουσα ανάμεσα σε δύο κάγκουρες στα Ταμπούρια)
Λέξεις σχετικές με το facebook: έχεις δει τη μούρη σου στο φέισμπουκ;, καραλάικ, λαϊκιστής, ξεκάνω φίλο, φατσοβιβλίο, φατσοτέφτερο, φέικμπουκ, φέις του φέισμπουκ, φεϊσμπουκάκι, φεϊσμπουκάρω, φεϊσμπουκάτος, φεϊσμπουκλού, φίλος στο φέισμπουκ, φουμπού.
Got a better definition? Add it!
Κάνω, στα ξανθιώτικα.
Η χρήση του είναι ισοπεδωτική, ιδιαίτερα από τους πιο μεγάλους.
Γιαννάκη μη φτιάχνεις φασαρία θα ξυπνήσεις το μπαμπά σ'.
Τα απογεύματα μ' αρέσει να φτιάχνω ποδήλατο στην ΕΚΤΕΝΕΠΟΛ.
Got a better definition? Add it!
Μονολεκτικά, γενικό καταφατικό, ένα πολύ κουλ ναι.
Με διαφορά, άνετα.
Γενικός επιρρηματικός προσδιορισμός (τόπου, χρόνου, τρόπου κλπ), που προσδίδει καταφατική, θετική, υπερθετική και κουλ έννοια στο ρήμα. Πχ. ως τοπικός προσδιορισμός μπορεί να σημαίνει εδώ, ως χρονικός σε εύθετο χρόνο, ως τροπικός να υποδηλώνει ωραίο ή κατάλληλο τρόπο, κοκ.
Συνώνυμο του στάνταρ.
Προφορά: Όταν είναι μέσα σε πρόταση τονίζεται έναντι των άλλων λέξεων. Όταν είναι μονολεκτικό προφέρεται χαλαρά.
Απαντά στη Βόρειο Ελλάδα, τόσο από ντόπιους όσο κι από φοιτητές.
- Σ' αρέσει το καινούργιο μου φόρεμα;
- Χαλαρά!
- Αυτό είναι χαλαρά το πιο γελοίο πράγμα που έχω ακούσει!
- Με τέτοια χλεχλέδικια προφορά είναι χαλαρά χαμουτζής.
- Πώς σας φαίνεται αυτό το μαγαζί; Λέω να κάτσουμε χαλαρά για έναν καφέ.
(Στο συγκεκριμένο παράδειγμα έχει ταυτόχρονα τις έννοιες «να κάτσουμε οπωσδήποτε για καφέ», «να κάτσουμε εδώ για καφέ», «να μην το ψάξουμε άλλο», «να χαλαρώσουμε πίνοντας καφέ» και φυσικά «είμαστε πολύ κουλ άτομα»).
Βεβαιωτικά επιρρήματα και φράσεις: αβλεπί, αεράτα, άκοπα, ανοιχτά, για πλάκα, γκαραντί, εύκολα, κανονικά, σβηστά, στάνταρ, χαλαρά.
Got a better definition? Add it!
Πολύ μικρό μικρόφωνο με μεγάλη ευαισθησία που κλιψάρει στο πέτο και χρησιμοποιείται κατά κόρον στις ειδήσεις.
Για στερεοφωνική λήψη χρησιμοποιούνται δύο ψείρες, μία σε κάθε πέτο.
Got a better definition? Add it!