Παθαίνω διάρροια βαρέας μορφής.

Μεταφορικά σημαίνει ότι έπαθα κάτι άσχημο ή αντιμετώπισα μια πολύ δύσκολη κατάσταση. Προέρχεται πιθανότατα από το άνοιγμα των φύλλων του μαρουλιού που προσομοιάζει το άνοιγμα του ανθρώπινου σφιγκτήρα.

- Σ' άρεσαν τα πιτόγυρα που φάγαμε χτες;
- Ουουου! Όλο το βράδυ με πήγε μαρούλι!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Τα διακριτικά βαθμού όλων των υπαξιωματικών του στρατού (υποδεκανείς, δεκανείς, λοχίες κλπ.) για να υποδηλώσουν υποτιμητικά ότι κέρδισαν το βαθμό ρουφιανεύοντας και γλείφοντας ή ότι αυτό πρόκειται να κάνουν από εδώ και στο εξής.

- Εγώ είμαι υπαξιωματικός ρε! Έγινα δεκανέας στο 508.
- Σιγά το τσατσόσημο! Φαντάζομαι πώς το πήρες μπαζοδέκανο!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Βρίζω, μαλώνω με άσχημο τρόπο, «ρίχνω σιχτίρια».

Και μόλις με έστειλαν πάλι στο προηγούμενο γραφείο, δεν άντεξα και άρχισα να σιχτιριάζω πολύ άσχημα!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Σύντμηση του υβριστικού όρου κλαπαρχίδας ή κλαπαρχίδης.

Άντε ρε κλάπα από 'δω που θα μου πεις ότι ήταν οφ-σάιντ!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το μπέρδεμα, η μπερδεμένη κατάσταση.

- Έβγαλες άκρη με το μόντεμ;
- Διάβαζα πέντε ώρες το μάνουαλ, αλλά είναι περδικλοπούτσι!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το μέγαρο της Γενικής Αστυνομικής Διεύθυνσης Αθηνών.

Είχαμε τσακίσει κάτι μπυροϊνες στου Μήτσου και καθώς γύριζα σπίτι, έξω από το Μπατσομέγαρο στην Αλεξάνδρας έριξα ένα ξερατό στα παρτέρια άλλο πράμα!

Got a better definition? Add it!

Published

Η βούρτσα καθαρισμού της λεκάνης της τουαλέτας, γαλλιστί πιγκάλ.

- Ρε βρωμιάρη, πώς έκανες έτσι τη χέστρα;
- Ήθελα να καθαρίσω ρε, αλλά δεν είχε σκατοβουρτσάκι!

(από Khan, 23/01/14)πιγκαλόφυτον - ars(e) imitatio naturae (από xalikoutis, 25/04/14)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο οδηγός μοτοσυκλέτας τύπου τσόπερ (chopper). Συνώνυμος συχνά και του χαρλεά, εφόσον οδηγεί μοτοσυκλέτα μάρκας Harley Davidson.

Στην Ελλάδα πρόκειται συνήθως για φραγκάτους παλιοροκάδες, με ουδεμία σχέση με το σπορ του δικυκλισμού, που κυκλοφορούν με πανάκριβα δερμάτινα και αξεσουάρ Harley Davidson, πάνω σε εξίσου πανάκριβες και άχρηστες τσόπερ (κατά προτίμηση Harley) μοτοσυκλέτες.

Και σκάει μύτη ένας τσοπεράς με δερμάτινα παντελόνια, σκουλαρίκια, μαλούρα και μια κοιλιά να! Και μετά μαθαίνω ότι είναι διευθυντής σε πολυεθνική! Πολύ φλωριά ρε φίλε!

(από Khan, 22/11/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο οδηγός μοτοσυκλέτας μάρκας Harley Davidson. Συχνά, από τον τύπο της εν λόγω μοτοσυκλέτας (τσόπερ) αναφέρεται και ως τσοπεράς.

Πέτυχα ένα χαρλεά στο φανάρι και με ξεκούφανε με την κωλοεξάτμισή του! Σαν τρακτέρ έκανε!

(από Khan, 22/11/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο οδηγός μοτοσυκλέτας τύπου στριτ (street), δηλαδή μοτοσυκλέτας μεγάλου κυβισμού κατάλληλης για ταχύτητα σε ομαλό δρόμο.

- Ωραίο εργαλείο ρε Μήτσο! Μας έγινες στριτάς τώρα;
- Εντάξει, το βαρέθηκα το χώμα. Θέλω λίγη άσφαλτο και γκάζια πια.

Got a better definition? Add it!

Published