Συνώνυμο του κλάσε μας τα αρχίδια και υπερθετικός βαθμός του «κλάσε μας μια μάντρα».
- Ρε θα σου κάνω μήνυση παλιοαλήτη!
- Θα μου κλάσεις μια μάντρα πέρδικες γεροξούρα!
Συνώνυμο του κλάσε μας τα αρχίδια και υπερθετικός βαθμός του «κλάσε μας μια μάντρα».
- Ρε θα σου κάνω μήνυση παλιοαλήτη!
- Θα μου κλάσεις μια μάντρα πέρδικες γεροξούρα!
Got a better definition? Add it!
Υποτιμητικά η βελόνα του παλιού πικάπ σε αντιδιαστολή με την ψηφιακή τελειότητα των CD. Παλιός όρος των DJ και των ραδιοφωνικών παραγωγών. Σπάνιος και ουσιαστικά μη χρησιμοποιούμενος πια.
Άντε να ξεκουμπιστεί ο προηγούμενος DJ με τις παλιατζαρίες του και τις πρόκες του ν' ακούσουμε καμιά μοντερνιά!
Got a better definition? Add it!
Ο γαμάτος, ο σούπερ, ο γουάου. Σπάνιος σλανγκισμός από τη δεκαετία του '90 και τα Λύκεια. Υποτίθεται αγγλισμός του γαμάτου.
- Μπήκες στο slang.gr, το site που σου είπα;
- Μπήκα, φίλε μου, κι έπαθα την πλάκα μου! Φακάτο!
Got a better definition? Add it!
Το μέγαρο της Γενικής Αστυνομικής Διεύθυνσης Αθηνών.
Είχαμε τσακίσει κάτι μπυροϊνες στου Μήτσου και καθώς γύριζα σπίτι, έξω από το Μπατσομέγαρο στην Αλεξάνδρας έριξα ένα ξερατό στα παρτέρια άλλο πράμα!
Got a better definition? Add it!
Ροκ γκρουπ που συνήθως αποτελούνται από ελάχιστα άτομα με τα στοιχειώδη όργανα και ήχο garage. Βλ. White Stripes, Black Keys κτλ.
- Σ' άρεσε το σιντάκι που σου 'γραψα; Ήταν Black Keys.
- Ναι, αμέ. Ωραία βαράνε. Βρωμιάρηδες.
Got a better definition? Add it!
Το τμήμα του αμαξώματος που βρίσκεται κάτω από τις πόρτες του αυτοκινήτου και χρησιμεύει για να πατά κανείς το πόδι του καθώς μπαίνει και βγαίνει. Στις μοτοσυκλέτες λέγεται η προεξοχή όπου οι επιβάτες στηρίζουν τα πόδια τους. Από το γαλλικό marche pied. Απαντάται συνήθως ως ουδέτερο, αλλά δεν είναι σπάνιος και ο ελληνοποιημένος τύπος, ο μαρσπιές.
- Κι εκεί που παίρνω τη στροφή φουλαριστός φέτα με το Χαγιαμπούσα, βρίσκουν κάτω οι μαρσπιέδες και βγάζουν σπίθες!
- Τί λε ρε φίλε; Και μετά ξύπνησες;
Got a better definition? Add it!
Ανόητη πράξη ή πρόσωπο που αγγίζει τα όρια της ιδιωτείας. Συνώνυμο με το γκαγκά.
Εντελώς γκαγκαούγκαγκα ο άνθρωπος! Δεν μπορούσε ούτε reboot να κάνει στο PC του! Και τον έχουν και τεχνικό υπεύθυνο!
Σύγκρινε και γκαούγκαγκας, αγκαούγκας, αούγκανος και αούγκαντος
Got a better definition? Add it!
Ειδική κόμμωση στην οποία τα μαλλιά είναι φουντωτά και σχετικά ατημέλητα, δημιουργώντας την εντύπωση φουντωτής χελιδονοφωλιάς στο κεφάλη του φέροντος. Εάν τα μαλλιά είναι γκρίζα το αποτέλεσμα είναι ακόμη πιο ρεαλιστικό. Χρησιμοποιείται συχνά από παλαιογιεγιέδες και βαψομαλλιάδες.
Πάρε ρε έναν τύπο εκεί πέρα! Σαν τον Πρέκα είναι. Με χελιδονοφωλιά στο κεφάλι!
Got a better definition? Add it!
Έκφραση που δηλώνει την υπερβολική γελοιότητα και αστειότητα κάποιας πράξης ή ενός ανθρώπου.
- Ο Λούλης κατεβαίνει υποψήφιος στις δημοτικές εκλογές!
- Όχι ρε! Με τέτοια φάτσα και τέτοιο μυαλό; Ρε, θα γελάσουν και τα τσιμέντα!
Got a better definition? Add it!