Η κοπελιές που έχουνε θέρμη.

Η έκφραση συναντάται σε περιοχή της χώρας μας (μάλλον Εύοσμο) και χαρακτηρίζει τις αφράτες, ροδαλές δεσποινίδες, άλλοτε χαμηλοβλεπούσες, άλλες φορές χαριεντιζόμενες μεταξύ τους και με την υπόλοιπη παρέα, πολλά υποσχόμενες, υπάρχουν για να κάνουν πιο όμορφη τη ζωή μας.

Να το Μαράκι, καλώς την καψοκοκόνα μας...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Σας έχουν παίξει τα νεύρα, χρωστάτε, σας πάνε όλα στραβά και ανάποδα; Φασκελοκουκουλώστετα....

Ο ποιητής θέλει να πει «ρίξε μια μούντζα» ή όσες θες... ξέχασε όλα αυτά τα κακώς κείμενα ... κουκούλωσέ τα δηλαδή με μπούντζες και κοίταξε πιο αισιόδοξα τα πράγματα (στην αργκό: μην νταουνιάζεσαι).

- Τι γίνεται ρε νικ..
- Άσ' τα να πάνε... η κατάσταση είναι για τα πανηγύρια...
Φασκελοκουκούλωστα... που λένε ρε παιδάκι μου...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Όταν οι χωρικοί τσακώνονται μεταξύ τους, λέει ο ένας τον άλλο παλιοζάγαρο.

Από την αραβική λέξη ''ζακαρ'': κυνηγάρικο σκυλί, βάζει τη μύτη παντού και μυρίζει.

Τι είπε ου Μήτσουμ; Καλά, δεν ακούς ρε Χάιδω; Όρε ζαγάρι... πρρρρ!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο σχετικά ακαμάτης, συνήθως low profile, λίγο κουτοπόνηρος και λίγο σπίρτο βρεγμένο.

Συναντάται σε εργοστάσια, εργαζόμενος σε μη χειρωνακτικές εργασίες, έχοντας καταλάβει ένα καλό πόστο, με πιθανότητες ανέλιξης του, περνώντας τα χρόνια, σε διευθυντή.

Είναι βέβαια υπάκουος και συνεργάσιμος πάντα.

- Ρε ο λελέτης, ούτε γυμνάσιο δεν έχει τελειώσει... - Καλά, φίλε μου... θα τον δεις κάποια μέρα , μεγάλο και τρανό.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Έχει περάσει η ώρα, είναι αργά και κάτι παραπάνω...

[i]- Παλικάρι μου τι ώρα γύρισες χθες το βράδυ;
- Αργάμισι![/i]

Συνηθισμένη έκφραση, ευφυολόγημα από τα νιάτα και όχι μόνο.

Καλά ρε, τι περιμένουμε, ο Κωστής, το βλέπω να 'ρχεται αργάμισι!

βλ. και σλανγκιές διαφημιστών

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η λέξη μακαντάσης προέρχεται απ την τουρκική λέξη καρντάς που θα πει αδελφός. Χρησιμοποιείται σε μας για να δηλώσει τον αδελφοποιητό, τον αχώριστο και αφοσιωμένο φίλο.

Γεια σου ρε μακαντάση, σε εκτιμώ βαθύτατα.

Φουντούκια ποικιλίας Macadamia (από allivegp, 20/03/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Προέρχεται από το γαλλικό ''vis-a-vis = απέναντι, αντίκρυ. Επιρρηματική φράση, μάγκικη.

Στο τέλος του δέκατου ένατου αιώνα με αρχές του εικοστού, ''βιζαβία'' ονομάστηκαν στην Αθήνα οι άμαξες με δύο άλογα και με τέσσερις θέσεις, δύο μπρος και δύο πίσω. Έτσι, οι επιβάτες καθόντουσαν βιζαβί και απεναντίας.

Έλα λενιώ, κάτσε απέναντι, δια να είμαστε βιζαβί και απεναντίας.

από το γαλλικό vis-à-vis

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η λέξη προέρχεται από τα αλβανικά (vlam = αδελφοποιητός) και χρησιμοποιείται σε όλη την Ελλάδα. Σήμερα εννοούμε με τη λέξη αυτή τον ''μάγκα'' που είναι έτοιμος για καβγά. Αυτό οφείλεται πιθανότατα στο ότι οι ''βλάμηδες'', οι αδερφοποιητοί δηλαδή, ήταν έτοιμοι για καβγά χάριν του φίλου τους. Ήταν, δηλαδή (αμοιβαία) οι ''νταήδες'' (τουρκικά : dayi, νταηλίκι =ειρωνικά παλικαριά).

Είναι έτοιμος για καβγά για χάρη του φίλου του, αυτός είναι βλάμης.

(από Khan, 20/03/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Όταν ο Καποδίστριας είπε στους οπλαρχηγούς, που του ζητούσαν χρήματα για τις ανάγκες τους, ότι δεν έπρεπε να ελπίζουν σε τίποτα, γιατί δεν υπήρχαν χρήματα και τα ταμεία του κράτους ήταν άδεια, οι οπλαρχηγοί, θερμόαιμοι καθώς ήταν, άναψαν και του είπαν πως: Αν δε μας τακτοποίησεις στα γρήγορα θα πάρουμε τα αρκεβούζια μας (όπλα της εποχής) και το λουλά μας και θα τα στήσουμε στο πέρασμα των Αναπλιού, οποίος πλούσιους θα πέφτει κατά κείθε, θα τον γραπώνουμε και θα του παίρνουμε λύτρα.

Καλά ρε, αυτοί οι δύο δεν μπορούν να συνεννοηθούν, ο Παντελής του εξηγεί ότι δεν γίνεται κι ο Μήτσος δεν καταλαβαίνει... Τι να λέμε. Αυτοί οι δύο είναι είναι Άρτζι Μπούρτζι και ο λουλάς.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Είναι ο νεόπλουτος χωρικός, που διατηρεί όμως την πρώτη του αγροτική κατοικία έτσι για τα μάτια του κόσμου.

Μεταφράστηκε από τον Π. Σούτσο από το έργο Bourgeois Gentilhomme του Μολιέρου, κωμωδία που παιζόταν στα θέατρα με μεγάλη επιτυχία και από τότε έμεινε η λέξη.

- Κοίτα κουρσάρα ο Ηρακλής… Tι έγινε, ρε φίλε! - Ναι, βέβαια, παριστάνει το νεόπλουτο, είναι αρχοντοχωριάτης.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified