Ο ευμεγέθης παπάς (παπάδι), αυξητικά αρχιεπίσκοπος, δηλαδή μία ποσότητα μαριχουάνας κατευθείαν από το δέντρο, σε μορφή ενός όγκου καθαρού χόρτου. Θεωρείται το filet mignion της χορτοπαραγωγής.

Αρχιεπίσκοπος χρησιμοποιείται συνήθως για παπάδες άνω των 5 γραμμαρίων.

Μας εφέραν έναν αρχιεπίσκοπο τα παιδιά από το χωριό! Σκέτη μέντα, φίλε! Και μπετό μάλιστα! Πατημένος καλά καλά!

Βλ. και παπαδέρα, παπαδάκι

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Συνώνυμο του θα μπω με καρατιά, παραπέμπει στο ευγενές άθλημα της καρεκλομαχίας, χρησιμοποιείται κυρίως όταν το υποκείμενο θέλει να απειλήσει με χιουμοριστική διάθεση, και δη, κατά την είσοδο σε κλειστούς χώρους.

Θα πάω κατά Λουκάνικο, και αν την πετύχω την ψώλα θα μπω με καρεκλιά!

(από doodoon, 15/04/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Bones Ι like to fuck, υποδηλώνει την ερωτική επιθυμία προς γυναίκες που διανύουν αισίως την δεύτερη εκατονταετία της ζωής τους (βλ.νίντζα), εξ ού και η αναφορά των ατόμων αυτών ως οστά.

Συγκριτικά, η βαθμίδα είναι: milf > gilf > bilf

- Καλά φίλε, το τσέκαρες το bilfόνι στο φαρμακείο;Σαν τα κρύα τα νερά!
- Δεν ξέρω major, πολύ κοκαλιάρα για τα γούστα μου.

(από doodoon, 16/04/11)Τρελό μπιλφάκι! Κρατήστε μου μια κνήμη και μια ωλένη για ποδοφραπέ! (από Khan, 16/04/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η γκόμενα που έχει τόσο παχιά και προτεταμένα μουνόχειλα που παραπέμπουν σε πέοντα σε κατάσταση λήθαργου.

-Τσέκαρε ένα άρρωστο ντόγκι εκεί στην μπάρα που χοροπηδάει...
-Τον πάπαρδο δεν τον βλέπεις που πετάγεται από το φέιγ-κολάν;
-Παρ' την πεομούνα από μπροστά μου!

Πεομούνα άλλου είδους (Λούβρο) (από Vrastaman, 02/08/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ειρωνικός χαρακτηρισμός προς άτομα συνήθως εφηβικής ηλικίας που δείχνουν απαράμιλλη αφοσίωση σε συγκεκριμένο συνολάκι ρούχων, τουτέστιν δεν το βγάζουνε ποτέ από πάνω τους και δεν συνδυάζουν ποτέ με άλλα ρούχα. Ως εκ τούτου, δημιουργείται η λαθεμένη εντύπωση ότι απ' τα βαφτίσια και μετά δεν το έχουν αποχωριστεί και ούτε πρόκειται.

-Ε, πέτυχα χθες τον Μάκη Εξάρχεια, 3 χρόνια είχα να τον δω.
-Σε τι κατάσταση, παραμένει ο φασέος μεταλλάς;
-Όπως το 'πες. Μαύρο all star, μαύρο levis jean, μαύρο μπλουζάκι iced earth, μαλλούρα.
-Βαφτιστικό δηλαδή, όπως πάντα.

(από doodoon, 31/07/11)

βλ. και στολή

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Τα Χριστούγεννα, λόγω γιορτινής ατμόσφαιρας και υψηλών εισφορών, είτε από το δώρο των Χριστουγέννων για τους εργαζόμενους, είτε από παχυλά χαρτζιλίκια για τους νεαρότερους, η αγορά και η χρήση κοκαΐνης / κοκοριού / κοκό είναι συχνό φαινόμενο και λόγω του γαλακτώδους χρώματός της και της εκτεταμένης χρήσης, γίνεται ο συνειρμός με το χριστουγεννιάτικο χιονισμένο τοπίο.

- Λοιπόν ανιψιέ μου, πάρε δω κανά ψιλό να 'χεις τώρα για τις γιορτές.
- (χαμόγελο της Crest) Ευχαριστώ μπάρμπα!
- Καλά Χριστούγεννα να 'χεις λοιπόν, και... ας μην είναι άσπρα ελπίζω!
- (Αθώο βλέμμα) Τι εννοείς;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Μποντιμπιλντεράδικο ιδίωμα, αναφέρεται σε γυμνασμένη τούμπανη γάμπα, η οποία λόγω μεγέθους, στιβαρότητας και σφαιρικότητας ομοιάζει με πλανητικό σώμα.

Καλά τον είδες το Χρήστο; Γύρισε από tour de france μόλις, με μία γάμπα πλανήτη.

(από doodoon, 31/07/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Σε παραλιακά γραφικά ταβερνάκια, είναι σύνηθες το πλαστικό τραπέζι όπου μασουλάς να τραμπαλίζεται σαν τον Μελισσανίδη και να σου διακόπτει συνέχεια το κόψιμο της μπριζόλας, το άπλωμα τζατζικιού στο ψωμί και ούτω καθεξής.

Σε πιο ακραίες περιπτώσεις ολόκληρα ποτήρια με μπύρα ή λεμονίτα λόγω ακριβώς αυτής της αστάθειας έχουνε γίνει θρύψαλα. Ως εκ τούτου, το ισιοποτήρι έρχεται να αποκαταστήσει την ισορροπία.

Ισιοποτήρι λοιπόν, ονομάζουμε το πλαστικό άσπρο ποτηράκι που ζουλάμε και στουμπώνουμε κάτω από το ένα πόδι του τραπεζιού.

-Πάω τουαλέτα να την αρμέξω, θέλετε τίποτα από μέσα;
-Ναι ρε μαν, τσίμπα ένα ισιοποτήρι να'ούμε, το τραπέζι θυμίζει μαούνα να 'ούμε.

Βλ. και ισορροπητήρι

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Στην Κέρκυρα, κουνούπι ονομάζεται ο ανύπαρκτος, ο τιποτένιος και ανάξιος λόγου.

-Θυμάσαι ωρε μαλάκα τι αλάνια ήμασταν λύκειο, και τώρα σκάει το κάθε κουνούπι και σου το παίζει γαμιάς.
-Καλά, αν συνεχιστεί το καλαμπαλίκι, θα φάει η μύγα σίδερο και το κουνούπι ατσάλι!

Σχετικά: μυγόχεσμα, κνώδαλο, μπαγλαμάς, γιαταμπάζας, μόμολο, νούλα, όσπριο, φρόκαλο, ψοφίμι

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Χωριστρούλα αποκαλούμε διακριτικά το κενό ανάμεσα στα μπροστινά δόντια ή αλλιώς κοπτήρες.

Πω, σκάω χτες σουπερμάρκετ και βλέπω ένα θεόμουνο στις σερβιέτες, χώνομαι τάχιστα, και κει που της πιάνω την πάρλα πάει να μιλήσει και βλέπω μία χωρίστρα-καιάδα. Σπύρος Λούης έγινα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified