Ο ιδεώδης οπλίτης για τα πρότυπα του Ελληνικού Στρατού που συμμορφώνεται αδιαλείπτως και επιμελώς με τον θεμελιώδη κανόνα συμπεριφοράς προς τους ανωτέρους «δε λέμε ''ναι'', λέμε ''μάλιστα''».

Στο στρατό για να τη βγάλεις καθαρή πρέπει να είσαι μαλιστάκιας.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η τσατσά στο μπουρδέλο.

(Ερώτηση στους εξερχόμενους από το μπουρδέλο): — Καλή η γκόμενα μάγκες; — Γάμησέ τα, η κουβαδοχύστρα καλύτερη ήταν.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η υπηρεσία του τουαλετοφύλακα στα κέντρα νεοσυλλέκτων, τουλάχιστον στα 80's.

Ο πούστης ο επιλοχίας μ' έχει βάλει στο μάτι. Τρίτη φορά που με βάζει σκατοφύλακα 2-4.

βλ. και σκατού

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Σημαίνει επίσης και τον τρίφυλλο μπάφο, κατά το στάδιο της κατασκευής του, η οποία πρέπει να είναι επιμελής, κοπιώδης και με μεράκι.

Άντε μεγάλε τί θα γίνει, θα κάνεις κανένα εργόχειρο να την ακούσουμε;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Υπόδειξη στον αντίπαλο στο τάβλι ότι είναι χαμένος από χέρι και είναι ώρα να τα παρατάει, καθόσον ακόμη και ένας ισοβίτης στο Γεντί Κουλέ θα το παρατούσε το παιχνίδι, όσο κι αν δεν θα είχε απολύτως τίποτε καλύτερο να κάνει. Από την εποχή που η θρυλική φυλακή της Θεσσαλονίκης ήταν ακόμη σε λειτουργία.

(Μετά από εξάρες, ενώ σου μένουν πέντε πούλια για να τελειώσεις ενώ ο Μήτσος ακόμη δεν τα έχει βάλει όλα μέσα, και παρά ταύτα κάνει να πιάσει τα ζάρια):
-Άσ’ τo ρε Μήτσο, αυτό ούτε στο Γεντί Κουλέ δεν το παίζουν.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ομολογώ ή καταδίδω ενώπιον των ανακριτικών αρχών.

-Τι έγινε ρε μεγάλε, δεν έχεις καμιά νταφού να πιούμε; -Άσε, τα έχω εξαφανίσει όλα γιατί πιάσανε το Σάκη. Αν τον αρχίσουνε στο ξύλο ξέρω ‘γω αν δε θα κελαηδήσει;

Βλ. και κελάηδισμα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Τσαμπουκάδες: σημαίνει και τζιβάνες, κομμένα χαρτάκια, χαρτονάκια, κοτσάνια φούντας, καπνούς, σκισμένα πακέτα τσιγάρων και γενικώς όλη τη βρομιά που απομένει στο τραπεζάκι μετά από το στρίψιμο και την κατανάλωση των μπάφων, αδιάψευστη μαρτυρία και κάρφωμα της προηγηθείσας ευωχίας.

- Άντε ρε μαλάκες, ξεκολλάτε να πάμε για καμιά πάστα. - Καλά, μάζεψε τους τσαμπουκάδες και την κάνουμε.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το μπατσάδικο.

Κι ενώ είμαστε στο δρόμο με το uno και στο πίσω κάθισμα ο δάσκαλος στρίβει, να σου από πίσω το σχολικό.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Από την παλιά καλή και ξένοιαστη εποχή της δραχμής, ο τσιγκούνης, φραγκοκίλερ, φραγκοφονιάς.

Πάλι μια μελιτζανοσαλάτα μόνο παράγγειλε στην ταβέρνα ο δραχμολάτρης και φυσικά μετά πλήρωσε ρεφενέ.

(από joe909, 04/07/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ξαφνικό και απότομο ανέβασμα στη μαστούρα, σε διάστημα έως και 30΄από το σβήσιμο του μπάφου, ενδεικτικό της καλής ποιότητας του μαύρου.

-Άντε, θα πάμε για καμιά φραπεδιά; -Ωχ, δικέ μου, άραξε τώρα, έφαγα μια σφαλιάρα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified