H γκαζόζα.

Στις 11 να είσαι ντυμένη πλυμένη και να έχεις κάνει μπιντέ!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Έκφραση πασπαρτού που ετυμολογείται από το «μία φορά» ή «μία στιγμή», και σημαίνει το ξεκίνημα μιας ενέργειας.

Το μία μπορεί να παραλειφθεί χωρίς να αλλάξει το νόημα, η χρήση του όμως δίνει ένα νόημα σπιρτάδας, αμεσότητας, ή ταχύτητας στην έκφραση.

  1. Το σ/κ πάμε μια Αράχοβα; [εννοείται: θεωρώ ότι μας είναι εύκολο να αποφασίσουμε να πάμε, γίνεται μπαμ μπαμ. προφανώς προ κρίσης γιατί τώρα μετράμε τα χιλιόμετρα για να φύγουμε :)]

  2. Ρε συ ξέχασα το αλατοπίπερο, πας μία στην κουζίνα να το φέρεις; [εννοείται σου είναι εύκολο να πας και να έρθεις]

  3. Πάμε μία skype; [δηλαδή θέλεις να ξεκινήσουμε έναν διάλογο στο skype; εννοείται ότι δε μας είναι δύσκολο]

  4. - Πάμε;
    - Κάτσε, πάω μία τουαλέτα και φύγαμε [εννοείται θα κάνω γρήγορα, δε γεννάται θέμα]
    (γυρνάει) - Πάμε;
    - Κάτσε να πληρώσουμε μία τον λογαριασμό... [εννοείται μπαμ μπαμ]

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Δηλώνει ένα δυνητικό ενδεχόμενο που δεν πραγματοποιείται, με άλλα λόγια κάτι που θα μπορούσε να συμβεί αλλά δεν συμβαίνει.

  1. Και στο 'πα, να πεις ότι δε στο 'πα;

  2. Και τι πειράζει δηλαδή που θα αργήσουμε 10 λεπτά; Δεν είναι να πεις ότι θα χάσουμε και το αριστούργημα...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Διέδωσε, διέσπειρε φήμες, διήγγειλε.

Λέγεται στο β' ή γ' πρόσωπο, όχι στο α'.

- Ο Θανάσης βγήκε και είπε ότι εγώ χάραξα το αυτοκίνητο του Πέτρου

- Ο Πάγκαλος βγήκε και είπε ότι μαζί τα φάγαμε

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Επιπλήττω αυστηρά, ξεχέζω.

- Ο Πάγκαλος πρόγκηξε λίγο την Όλγα Τρέμη, λέγοντας της ότι επιθυμεί την κατάλυση του συντάγματος και ανέβηκε η πίεση της παρουσιάστριας.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Συνώνυμο του μπριζώνω.

Πάσα: Galadriel.

- Ποιος πούστης σε πρόγκηξε; Άσε ρε, βγήκε και είπε σε όλον τον κόσμο ότι δεν κερνάω ποτέ.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αυτή η λέξη έχει την έννοια «για να» και συγχρόνως την αντίθετή της: «για να μην». Η απόλυτη παράνοια!

  1. Προκειμένου να δέσει η μαγιονέζα, προσέξτε το αυγό να είναι σε θερμοκρασία δωματίου (προκειμένου = για να)

  2. Δεν έπιασε ψάρια και προκειμένου να γυρίσει σπίτι με άδεια χέρια πήγε στο ιχθυοπωλείο και αγόρασε 2 κιλά τσιπούρες (προκειμένου = για να μην)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Συνώνυμο του φιδιάζω.

Πάνω που είχα κουλουριαστεί στη φωλίτσα μου με φώναξε ο διοικητάς!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κάτι που μοιάζει πολύ με το τάκα-τάκα μόνο που δεν έχει κρίκο στη μέση.

Begleri Tricks / How To Play The Greek Begleri Videο

(από earendil_ath, 01/08/12)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Λέγεται για να δηλώσει ότι κάτι είναι ανεξάρτητο από την ύπαρξη ή όχι του Χ. Το ξε λέγεται για ονόματα ενώ το δεν λέγεται για ρήματα.

  1. Παγετός-ξεπαγετός, αν παίρνεις με 80 τόσο κλειστή στροφή, θα σου φύγει το αμάξι.

  2. Πληρώσεις δεν πληρώσεις, η εφορία σου στέλνει σημείωμα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified