Απαντάται συνήθως στον πληθυντικό και υποδηλώνει τα πιασίματα του γυναικείου σώματος, που εν προκειμένω λειτουργούν σαν «χειρολαβές», κατά την διάρκεια της ερωτικής πράξης. Βοηθούν, με απλά λόγια, το καλύτερο κουμάντο του σώματος από τον (έμπειρο) παρτενέρ και προσφέρουν παράλληλα μεγαλύτερη απόλαυση αλλά και σιγουριά - γιατί άλλη χάρη έχει το κρέας κι άλλη το κόκκαλο!

- Μη την βλέπεις έτσι την Ντάιζυ, χτικιάρα. Έχει κάτι γαμοχέρουλα, που δεν της φαίνονται!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η κοπέλα, που είτε συχνάζει είτε όχι στην περιοχή απ' όπου προέρχεται κ το λήμμα (Μπουρνάζι), φέρει τα εξής χαρακτηριστικά: μαλλί ντεκαπαρισμένο ως τη ρίζα, μακιγιάζ σαν τσίρκο του Πεκίνου (π.χ. φούξια κραγιόν, φιστικί σκιά), στράπλες ή τιραντέ τοπάκι για προφανή επίδειξη του (μεγάλου ή άνω του μετρίου συνήθως) μπούστου, φουστίτσα σούπερ-μίνι ή οποιοσδήποτε άλλος κακόγουστος συνδυασμός (π.χ. σορτσάκι γυναικείο με μπότα, καλσόν χοντρό με γόβα-στιλέτο), καθώς και αξεσουάρ που σε λάμψη και μπιχλιμπίδι ξεπερνούν ακόμα και το παλάτι του χαλίφη του Μπαχρέιν.

Ο εν λόγω τύπος κοριτσιού, ακούει μέινστριμ r&b και Πέγκυ Ζήνα, πίνει φρεντοτσίνο (ή όποιον άλλο μυστήριο τύπο καφέ λανσάρεται στη μόδα) και έλκεται από δύο τύπους ανδρών: α) κάγκουρες (εαν η μπουρναζογκόμενα μας είναι μικρή σχετικά σε ηλικία) και β) σφίχτες (όταν είναι κάπως πιο μεγάλη).

Προσοχή! ο τύπος αυτός γυναικών δεν προέρχεται από την περιοχή που αναφέρεται στο συνθετικό του τίτλου τους, απλά το μέρος χρησιμοποιείται σαν σημείο αναφοράς, λόγω της μακρόχρονης παράδοσης στον τρόπο διασκέδασης που έλκει τα συγκεκριμένα άτομα.

– Πολύ μωρό αυτή η Βιβή, ε...;
– Έλα ρε μαλάκα, σύνελθε! Η μπουρναζογκόμενα;;;

Δες και -μούνα, -γκόμενα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο στάνταρ άσσος (δηλαδή νίκη του γηπεδούχου) στο ΠΡΟ-ΠΟ ή στο ΠΑΜΕ Στοίχημα. Διαφέρει από τον απλά άσσο, ως προς το οτι είναι πιο σίγουρο κι απο σίγουρο σαν ενδεχόμενο αποτέλεσμα και δεν επιδέχεται αμφισβήτησης.

  1. - Το Μπαρσελόνα - Γέιδα τι να το παίξω ρε; Ασσο λες, εε;
    - Μόνο άσσο ρε; Ασσάγκαρο!

  2. Τι έχεις ρε βλαμμένε;
    - Άσε με .... θα'πιανα 1500 ευρώ στο Στοίχημα και μ'έφαγε η πουτάνα η Μπάγερν...
    - Γιατί ρε μαλάκα, τι την έπαιξες;
    - Έπαιζε με την Άαχεν, αδιάφορο ματς,το είχα βάλει διπλό ημίχρονο, χι τελικό, και έβαλε γκολ, ρε μαλάκα, αν έχεις το θεό σου, στο '92!
    - Ε μα ρε παπάρα, αυτό ήταν ασσάγκαρος απο 'δω μέχρι το Μόναχο, και πήγες και το έβαλες ΧΙ! Πάρτα τώρα...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το προϊόν της αφόδευσης, περιπαικτικά. Λόγω (με λίγη φαντασία, πάντα) ομοιότητος σε σχήμα κατά πρώτον και δευτερευόντως σε απόχρωση, με το τυπικό ξύλινο και γνωστό σε όλους μας δομικό κατασκεύασμα.

Εξού και συνειρμικά άλλες λέξεις που περιγράφουν γλαφυρά το βιολογικό αυτό περίττωμα, είναι το φίδια, λουριά, κορδόνια.

Σημ.: Είθισται όλοι οι ορισμοί αυτοί να χρησιμοποιούνται στον πληθυντικό.

  1. (Σε τηλεφωνική συνομιλία) «Μαλάκα σε κλείνω, παω να βγάλω ένα κοντάρι και μιλάμε μετά...»
    «...»

  2. «Ρε συ, τι ήταν αυτό το πιτόγυρο που φάγαμε χτες; Μόλις γύρισα σπίτι άφησα κάτι κοντάρια... γάμησέ τα!»

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κάνω κάτι σε υπερβολικό βαθμό ή έντονα, κυρίως τρώω. Η αλήθεια είναι πως η λέξη χρησιμοποιείται πρωτίστως για να δηλώσει άνευ ορίων σαβούριασμα (τόνους ψιψιψόνια και σκατολοΐδια), αλλά μπορεί να δηλώσει και κάποια άλλη δραστηριότητα που εκδηλώθηκε σε έντονο βαθμό.

  1. Χτες δεν βγήκα, είχα τα down μου κι έκατσα μέσα και γουρούνιασα. Τι παγωτά, τι σοκολάτες, τι κρουασάν... Τίποτα δεν άφησα σου λεω...

  2. Έλα ρε μαλάκα, ξεκόλλα πια με το playstation... Πάμε όξω να γουρουνιάσουμε σαν άντρες ρε!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ως ματζόβολο, χαρακτηρίζουμε κάποιο αντικείμενο που είναι ή μικρό ή εύχρηστο. Επίσης, μπορεί να χρησιμοποιηθεί και για να χαρακτηρίσουμε άτομο, που είναι είτε καλόβολο ή εύκολο στη μεταχείριση (αν μιλάμε για ερωτικό παρτενέρ).

  1. - Παω να φέρω το αμάξι και φύγαμε, ΟΚ; - Ρε, άσε καλύτερα, να πάμε με το δικό μου. Είναι πιο ματζόβολο και δεν θα μας φύγει ο κώλος για παρκάρισμα...

  2. - Έχει έρθει ένα ξαδερφάκι μου από επαρχία και το φιλοξενώ αυτές τις μέρες...
    - Πωπω, αναστάτωση, ε;
    - Όχι μωρέ... Είναι πολύ ματζόβολος, μια χαρά!

  3. - Ρε φίλε, δεν τις μπορώ αυτές τις νταρντάνες... Εγώ την κοπέλα την θέλω να' ναι ματζόβολη, πώς να το κάνουμε...

Βλ. και σχετικό λήμμα μανιτζέβελο

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Όταν κάτι ξεκινά με καλούς οιωνούς, αλλά στην πορεία το πράγμα κάπου στραβώνει, συνήθως ελέω παρεμβολής τρίτου προσώπου, τότε γίνεται η λεγόμενη χαλάστρα. Ως επί το πλείστον χρησιμοποιείται όταν αναφερόμαστε σε (εν δυνάμει) γκομενοδουλειές που -οποία έκπληξις- δεν ευδοκίμησαν. Από το ρήμα χαλάω-ώ. Συντάσσεται με το ρήμα ''κάνω'', συνήθως.

Σημ.: ο όρος δεν πρέπει να συγχέεται με τον ομώνυμο δήμο της περιφέρειας Θεσσαλονίκης.

  1. - Τι έγινε χτες ρε τελικά; Σε άφησα στο σημείο που είχες διπλαρώσει ένα γκομενάκι.... Το'φαγες; - Άσε ρε γκαντεμιά... Τι να φαω; Έσκασε στα καπάκια ο μαλάκας ο Νίκος και μου' κανε χαλάστρα...

  2. - Παω μια στιγμή στον Μίλτο κ έρχομαι...
    - Κάτσε στ'αυγά σου ρε παπάρα... Δεν τον βλέπεις, θες πάλι να του κάνεις χαλάστρα;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κόλπα, ακίνδυνου -θεωρητικά- επιπέδου και χαρακτήρα. Η λέξη προέρχεται απο την ιταλική cerimonia (που με την σειρά της βρίσκει ρίζες στην λατινική caerimonia) που σήμαινε την (θρησκευτική) τελετή. Με την πάροδο του χρόνου και κατόπιν ευρείας χρήσεως στα Επτάνησα, όπου πάμπολλες λέξεις εισχώρησαν στο ντόπιο λεξιλόγιο κατά τις περιόδους της ενετοκρατίας, η λέξη έφτασε να δηλώνει αρχικώς τα αθώα παιδικά κόλπα/πειράγματα και κατόπιν να πάρει την χρήση όπως την ξέρουμε και την χρησιμοποιούμε σήμερα. Δηλαδή, τα πάσης φύσεως τεχνάσματα, ελιγμούς, παγαποντιές προκειμένου να πετύχουμε/αποφύγουμε κάτι.

Συνώνυμα: κόνξες, τσαλιμάκια, κορδελάκια.

  1. Μη μου κάνεις τώρα τσιριμόνιες, άστα αυτά! Θα γίνει έτσι όπως είπαμε, μην με σκας πάλι...

  2. - Τι σου είπε, τελικά ο Βαγγέλης ; - Εεεε, πήγε να μου κάνει κάτι τσιριμόνιες στην αρχή, αλλά τον έβαλα στη θέση του και τα βρήκαμε. Όλα ΟΚ...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Και καλά. Δήθεν. Λέμε τώρα. Τάχα μου. Ντεμέκ. Όλα αποτελούν συνώνυμα της φράσης αυτής, που διαδίδεται ταχέα το τελευταίο διάστημα, τείνοντας να πάρει την θέση των «προκάτοχων» της, ενίοτε.

Σημ. Τις περισσότερες φορές, η φράση κλείνει μια πρόταση (ή τον σχολιασμό), σπανιότερα δε, λειτουργεί σαν εισαγωγή.

  1. -Γιατί δεν ακολούθησε τελικά ο Αντώνης χτές, ρε συ; -Ήρθαν, λέει, οι γονείς του ξαφνικά και δεν μπορούσε να φύγει, σε φάση... - Α καλα... Γκομενοδουλειά, μυρίζομαι...

  2. (από συζήτηση για ταινία...) - Κάτσε δεν κατάλαβα, αυτά τα Χόμπιτ, δηλαδή, τι είναι; - Εεε, σε φάση, κάτι μεταξύ ανθρώπου και νάνου, πως να στο περιγράψω...

  3. -Έβγαλα εισιτήρια για Νέα Υόρκη, φεύγω την άλλη βδομάδα! -Ωραίοοος! Θα ζήσεις το αμερικάνικο όνειρο ρε! Γκόμενες, λεφτά, σπίτια... - Ναι, σε φάση...

Δες και φάση. Σύγκρινε: ένα πράμα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Οποιοδήποτε αυτοκινούμενο όχημα, δίτροχο ή τετράτροχο, του οποίου η ημερομηνία τελευταίου σέρβις (για να μην πούμε έκδοσης) αριθμεί τουλάχιστον 20 έτη. Αν και στην κοινή συνείδηση, ο ματρακάς φέρνει στο νου παμπάλαιο αμάξι που ακούγονται οι λαμαρίνες και διάφοροι ακατανόητοι ήχοι σε ακτίνα χιλιομέτρων, δεν σημαίνει πως ο όρος σκιαγραφεί μόνο αυτά. Μπορεί κάλλιστα να είναι πιο καινούργιας βερσιόν όχημα, που όμως να είναι κακοσυντηρημμένο, τρακαρισμένο (αλλά να κυκλοφορεί, παρόλα αυτά) ή, αν αναφερόμαστε σε δίκυκλο, φέρτε στο μυαλό σας τις Ζούνταπ ή εκείνα τα τρίκυκλα που είχαν παλιά οι μπακάληδες ή οι λαϊκατζήδες.

Κύρια χαρακτηριστικά τους:

  • Κομμένη εξάτμιση ή καζανάκι που σέρνεται (εάν υπάρχει)
  • Βαθουλώματα από μικρές στούκες (συνήθως σε κολονάκια ή κράσπεδα)
  • Απαραίτητα ρόδες χωρίς τάσια
  • Αυτοκόλλητο από μάρκα λιπαντικών ή συνεργείου που έχει βαρέσει φαλιμέντο από το 1981
  • Σχάρα (στα 4τροχα) και χταπόδι (στην σχαρούλα 2τροχου)
  • Σέλα μπαλωμένη με ταινία μονωτική (2τροχο)
  • Σπασμένο κρύσταλλο στα φανάρια (όχι όλα) ή διαφορετικού χρώματος (διότι όταν έγινε το σέρβις δεν υπήρχε ανταλλακτικό μαμά, έτσι καταφύγαμε σε λύση-πατέντα)
  • Ψιλο-ξεχαρβαλωμένος προφυλακτήρας
  • Χαρτόνι στο τριγωνάκι, εκεί που κανονικά είναι τζαμάκι αντίστοιχου σχήματος, στο παράθυρο της πίσω πόρτας.
  1. - Βαγγέλη το βραδάκι θα περάσω εγώ να σε πάρω, οκ ; - Τι, με τον ματρακά σου; Άσ' το καλύτερα, δεν παίρνω ταξί...;

  2. - Με γεια το τουτού ρε φίλε....! - Εε, ντάξ μωρέ... ψιλο-χρέπι είναι, αλλά μου το 'δωσε ο μπάρμπας μου που δεν το ήθελε ... - Μαλάκα τι λες; Έχεις και παράπονο; Πολύ μαφιόζικο το εργαλείο....

  3. - Έμαθα ο Νίκος ήταν χτες στα Λιμανάκια. - Γιατί; Έστηνε κόντρες με τον ματρακά του; ΑΧΑΧΑΧΑΧΑ! - ... ΧΑΧΑΧΑΧΑ!

ματρακας (από ο αυτοκτονημενος, 27/03/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified