Εργασίες καλλωπισμού, εξωραϊσμού έως και αναστήλωσης της γυναικείας εμφάνισης. Γυναικεία κουβέντα. Από το γαλλικό beauté: ομορφιά, ωραιότητα. Συναντάται συχνά στην έκφραση κάνω τα μποτέ μου, λιώνω στα μποτέ ή σε αντίστοιχες (βλ. παραδείγματα).

Η λέξη έχει απόλυτα θετική αύρα, περικλείει γαλήνη, ηρεμία, ευεξία, χαλάρωση, κανάκεμα και χαϊδολόγημα εαυτού (με την άυλη έννοια), αφύπνιση της θηλυκότητας και, πολύ σημαντικό, το γράψιμο όλων όσων την ενοχλούσαν πριν πάει για τα μποτέ της. Το μποτέ είναι κάτι που το κάνουμε για πάρτη μας και γουστάρουμε. Έκανα τα μποτέ μου παναπεί, είμαι ένα βήμα πριν την ολοκληρωτική αναγέννηση. Τειπατώρα.

Τί [I]είναι μποτέ[/i]: Μακιγιάζ, περιποίηση μαλλιών, περιποίηση προσώπου, περιποίηση σώματος, spa-χαλάρωση, αυτά, μεταξύ άλλων, είναι «μποτέ». Καθένα από αυτά, περιλαμβάνει τόσες διαφορετικές εκδοχές, όσες... (μούμπλε μούμπλε καμια πενηνταριά διαφορετικές θεραπείες σε κάθε σαλόν, άπειρα σαλόνς), ας πούμε όσοι οι κόκκοι άμμου μιας εξωτικής παραλίας - στο περίπου.

Υπηρεσίες μποτέ παρέχονται από κομμωτήρια, κέντρα αισθητικής, μανικιουρίστες - πεντικιουρίστες, μασέρ και λοιπούς ανθρώπους με μαγικά χέρια. Για να γίνουν όλα αυτά χρησιμοποιούνται από λακ τεχνολογίας αιχμής, ως θαυματουργές μάσκες, αρωματικές κρέμες, πολυτελή αιθέρια έλαια, ροδοπέταλα, σαμπάνια, εξωτικά βότανα, ένζυμα, οξέα φρούτων, άλατα νεκράς ή ζώσας θάλασσας, ιαματικά φύκια, εκχυλίσματα χαβιαριού και μαργαριταριών, πούδρα χρυσού και άλλων ευγενών μετάλλων (χωρίς πλάκα).

Τί [I]δεν είναι μποτέ[/i]: οποιαδήποτε εργασία γίνεται αναγκαστικά (πχ μασάζ φυσικοθεραπείας) ή παραπέμπει διανοητικά σε θυσία, σε διασπάθιση χρημάτων, σε εικόνες πόνου και κόπου. Γενικώς οι εργασίες που γίνονται για να αρέσουμε στους άλλους δεν είναι μποτέ. Δώστε βάση στο νόημα, η διαφορά είναι λεπτή: μπορεί να πρόκειται για τις ίδιες ακριβώς ενέργειες, αλλά το κίνητρο είναι άλλο - το κάνεις για να γουστάρεις εσύ (αυτό είναι μποτέ), το κάνεις για να γουστάρει ο Θανάσης (αυτό είναι άχθος). Επίσης πατόκορφες φρικιαστικές αποτριχώσεις, νυστέρια, ενέσεις κιέτσ' δεν είναι μποτέ, είναι βασανιστήρια.

Βεβαίως όλα αυτά που όπως προαναφέρθηκε ΔΕΝ είναι μποτέ, μπορούν κάλλιστα να χαρακτηριστούν κατ' ευφημισμόν έτσι, σαν να λέμε, οποία χαλάρωση να βγάζεις το φρύδι κουτουλώντας στον καθρέφτη επειδή δεν έχεις προλάβει να φορέσεις φακούς, αλλά με τα γυαλιά δεν γίνεται, ταυτόχρονα με την αίσθηση του αφρού ξυρίσματος στην δεξιά γάμπα που στεγνώνει αναποτελεσματικός και αυτήν της μάσκας στο μαλλί, που δεν έχεις προλάβει να ξεβγάλεις και σ' το 'χει κάνει σαν ουρά λαδωμένου ποντικιού (Παράδειγμα 3, ευγενική χορηγία της σλαγκοφιλενάδας μου).

Τί μπορεί και να είναι μποτέ, ή μπορεί και όχι: Botox, υαλουρονικά, λίφτινγκ, φύτεμα βυζιών και γενικές αισθητικές χειρουργικές κ.λπ. μπορεί να παίζουν επίσης ως μποτέ, ανάλογα με το κίνητρο όπως είπαμε, αλλά δεν λέει εύκολα η άλλη «ουφ με σκάσατε, φεύγω, πα να κάνω τα μποτέ μου να χαλαρώσω» και να πάει μια βόλτα από τον πλαστικό για λίφτινγκ και να κάτσει μια βδομάδα στην κλινική για ανάνηψη, αν με εννοείτε.

Ένας ορισμός ειδικά για το slang.edu και τον φίλο μου τον Γιώργο που, όταν του είπα «πα να κάνω τα μποτέ μου», αυτός κατάλαβε ότι πήγαινα κάπου στα γραφεία του περιοδικού Votre Beauté που το ξερε από τις διαφημίσεις :)

Παράδειγμα 1
-Χέσε ρε μαλάκα που θα κάτσω κλεισμένη μέσα να περιμένω πότε θα θυμηθεί να πάρει ο παπάρας, πα να κάνω τα μποτέ μου να γίνω θεά και το βράδυ φύγαμε για Venue, σιχτίρι...

Παράδειγμα 2
Ντριν.
-Έλα ρε Λουκία... Τί λέει; Πού σε πετυχαίνω; Βγήκατε χτες ρε με τον Κώστα; Δεν έστειλες ούτε ένα sms...
-Στο δρόμο είμαι, για το τζιμπί πάω. Άσε με, τί να σου λέω, είμαι να σκάσω. -Τί παιδί μου;
-Πολύ μαλάκας το μωρό λέμε ρε φιλενάδα... ουφ... τον είπα με άλλο όνομα και τα πήρε, σιγά το πράμα ρε πούστη μου...
-Αμάν μαλακία...
-Ναι, γάμα τα, έχω σκάσει, ήταν και καλός γαμώτη μου... οπότε σηκώθηκα πρωί πρωί και θα πα να λιώσω στα μποτέ όλο το Σάββατο... Σιχτίρι μαλάκες.

Quiz: τί κοινό έχουν τα δύο παραδείγματα που οδηγούν σε μποτέ; Απ: Το σιχτίρι. Συμπέρασμα: το μποτέ είναι χαλαρωτικό. Αατα.

Παράδειγμα 3
Ironick: εγώ λέω κοροϊδευτικά «μποτέ» ακόμα και τις σχεδόν καθημερινές μας αγγαρείες, όπως το ξύρισμα, τις κρέμες μετά το μπάνιο, το μαλλί, κλπ. οι οποίες πρέπει να γίνονται και συνήθως γίνονται πολύ βιαστικά, άρα ουχί χαλαρωτικά. Δεν ξέρω αν συμφωνείτε, κυρία μου, με αυτή τη χρήση του όρου.
Μes: Συμφωνούμε και ευχαριστούμε.

(από johnblack, 15/07/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

«Χωρίς κέρδος κέρατα»: Κάνεις μια αβαρία, παθαίνεις μια ζημιά, υφίστασαι μια ταλαιπωρία, κάνεις μια υποχώρηση (αυτά είναι τα κέρατα) - παρόλα αυτά, δεν έχεις κάποιο όφελος ή τέλος πάντων κάποιες απολαβές που να διατηρήσουν την ψυχική ισορροπία σου και να πεις τουλάστιχον το «χαλάλι». Συνεπώς, τελικά νιώθεις ότι είσαι o μαλάκας της παρέας, ας πρόσεχες. Πίκρα, θυμός, απώλεια, πένθος, τύψεις, άρνηση (προφ πρόκειται για φράση υψηλής συναισθηματικής βαρύτητας).

Μεγαλύτερο το κέρατο, μεγαλύτερη η ζημία, μεγαλύτερη η πίκρα είναι όταν κάνεις κάτι εθελοντικά, εν γνώση σου ότι δεν πρόκειται να βγάλεις κάτι απ' αυτό, αλλά έτσι, για την καύλα και, τελικά, βρίσκεις και τον μπελά σου (χμμμ...).

Η απόλυτη σχετική πίκρα βέβαια είναι όταν τρως τα κέρατα, όχι μόνο χωρίς κέρδος, αλλά επιπλέον τρως και ξύλο, αλλά αυτή την περίπτωση την πρόλαβε άλλος: κερατάς και δαρμένος

Εδώ κάποιος θύμωσε: Το κόλπο είναι το γνωστό «χωρίς κέρδος κέρατα». Δηλαδή τα κέρατα ο λαός και τα υπερκέρδη γνωστά συνήθη λαμόγια. Μόνο υποχρεώσεις που πηγάζουν από το Ευρωπαϊκό δίκιο του καρχαρία και κανένα δικαίωμα. Χωρίς υποδομές, χωρίς κοινωνικό κράτος, παιδεία, υγεία, πολιτισμό –τα έχουμε όλα αυτά για τα μπάζα- αλλά από την άλλη ακριβότερη χώρα του κόσμου με τους υψηλότερους φόρους.

Εδώ τα παιδιά εξηγούν για το σάιτ τους: Όμως να μου επιτρέψετε να πω ότι […] δείχνουμε «συμπεριφορά» εθελοντών, προσφέροντας στον τομέα που έχουμε την ικανότητα, σε αυτόν του πολιτισμού και αυτό σε βάρος του ελεύθερου χρόνου μας και της προσωπικής μας ζωής. […] Όμως […] δεν μας ζορίζει και πολύ το ότι δουλεύουμε με χωρίς κέρδος κέρατα.

Εδώ, η Ρούλα εξηγεί για τις αποκαλυπτικές της φωτογραφίες: … άλλοι ωμός με είδαν μέσο ωιδεο από το κινητό μου και με άκουσαν και με μερικούς και μερικές συναντήθηκα σε κάποιους δύσπιστους έστειλα και ποιο αποκαλυπτικές φωτογραφίες μου και όλα αυτά χωρίς κέρδος κέρατα μόνο και μόνο γιατί τους λυπήθηκα. [sic]

Ο Λιβυκος, αντιθέτως, υποστηρίζει μια δίκαιη σχέση με τον κερατά, βασισμένη σε αμοιβαία ειλικρίνεια. (από Hank, 18/07/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ούλτρα-σούπερ-ντούπερ υπερθετικός του «σου γαμάω».

Μην συγχέεται με περιπτώσεις σε φάση «το μάτι μου», που είναι ιδιαιτέρως λάιτ, δηλαδή σιγά και τί έπαθε το θύμα τώρα, ρίχνει λίγο νεράκι και πάει πέρασε. Όοοχι, εδώ μιλάμε για μεγάλες ζημιές. Το «σου γαμώ τα μάτια» χρησιμοποιείται σε προχώ περιπτώσεις, όταν τα βάρδουλα, το ταμτιριρί, το φελέκι, το μουνί της Εύας που τον πέταγε, το κέρατο, το σόι, τα χάλια του, είναι πλέον ξεπερασμένα και δεν αρκούν για να εκφράσουν το μέγεθος της ζημιάς που έχει ήδη, ή θα πάθει ο καημένος ο γαμηθείς.

Εννοείται ότι για να φτάσουμε σε αυτό το σημείο, σου 'χω γαμήσει ήδη ό,τι τρύπα ή ό,τι άλλο έχεις και δεν έχεις (περιλαμβανομένων σπιτιών κ.λπ. περιουσιακών στοιχείων), όποιον αγαπάς και δεν αγαπάς, γενικώς σου χω γαμήσει τα πάντα όλα. Ακολουθώντας (γαμιώντας) σπειροειδή ανοδική πορεία, επανέρχομαι να γαμήσω μέλη του σώματός σου, αλλά πλέον, περνώντας σε μια ανώτερη σφαίρα, δεν περιορίζομαι στις ανοιχτές γνωστές διόδους, αλλά διεισδύω και στις πιο ασυνήθιστες και εξεζητημένες: ακόμα και σε εκείνες που δεν αποτελούν καν δίοδο, ούσες φραγμένες με διάφορα εμπόδια. Στην περίπτωση του λήμματος, υπάρχουν τρύπες υποδοχής μεν, φραγμένες από τους γνωστούς λιπώδεις βολβούς δε.

Ο γαμών δεν κωλώνει, σου γαμεί τα μάτια, να τα δεις όλα. Ή, το πιο πιθανό, να χάσεις το φως σου.

Εννοείται, η φράση παίζει και με την γνωστή έννοια «γαμάω και δέρνω», όπως και στο παράδειγμα.

Τέλος, το μά-τι, παίζει να χρησιμοποιείται και ως πιο σεμνό υποκατάστατο της μά-νας, όπως η πανα-χαϊκή υποκαθιστά στο μπινελίκι την πανα-γία (αίσχος).

Ασίστ: Χανκ από ΔΠ, που πήρε την ασίστ από μένα, ντίλι ντίλι ντίλι.

Από εδώ (αφού το χω έτοιμο, μην διασπαθίζουμε πόρους τώρα):

«Το παοκοσύνθημα τα σπάει το χω ξαναπεί κι αλλού, τί τα σπάει, τα σμπαραλιάζει, τί τα σμπαραλιάζει, τους γάμησε τα μάτια χαχαχαχ»

Ρασοφόρος βυζαντινός δήμιος γαμάει τα μάτια βούλγαρου αιχμαλώτου, μετά τη μάχη στο Κλειδί, 1014.  (από johnblack, 21/07/09)I fuck, you fuck, we all fuck for eye fuck (από Vrastaman, 21/07/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Καταρρέω, σπάω, ψοφάω. Συντρίβομαι ψυχολογικά από την εξωτερική πίεση, ξεπερνώντας τα όρια της αντοχής μου, σκάω από το κακό μου. Προέρχεται από το ιταλικό crepare που πα να πει εκρήγνυμαι, σπάω.

Το κρεπάρισμα, με όποια σημασία και να το πάρεις, είναι μια ξεχωριστή λέξη που συνδυάζει πρόβλημα με θέαμα, ως φαίνεται για τις παρακάτω έννοιες:

  1. Ένα πράγμα που ραγίζει, ή μπορεί και να σχιστεί, ή μπορεί και να σκάσει, ή μπορεί και να σπάσει. (Καλά δεν τα λες όλα τούτα, πρόβλημα είναι, σημαίνουν καταστροφή, αλλά παίζει και θέαμα, καθώς προείπα, με τα ζλάνγκαρα μάνγκαρα). Παράδειγμα 1.

  2. Ένας άνθρωπος που στενοχωριέται, ή που θλίβεται, ή που τα χει παίξει, ή που τα χει βάψει μαύρα, ή που είναι έτοιμος να καταρρεύσει ψυχολογικά, ή που έχει καταρρεύσει ήδη ψυχολογικά, ή που όλα αυτά τον κάνουν να καταρρεύσει και σωματικά. (Εμ ούτε τούτα τα λες και πολύ καλά, πρόβλημα είναι η σκατοκατάσταση, ενώ το θέαμα παίζει όταν επέλθει λιποθυμία, ειδικά αν ο άλλος είναι ψηλός. Ας σημειωθεί εδώ ότι αυτή είναι και η πιο συνήθης σλαγκοσημασία της λέξης, βλ. §1). Παράδειγμα 2.

  3. Ένα ίσιο μαλλί που το ξύνεις (ή ξαίνεις) για να αποκτήσει όγκο. Πρακτική ιδιαιτέρως προσφιλής σε κάτι γιαγιάδες που έχουν μείνει στα 60ς και στους emo. Τα μήδια #1,2 εξηγούν περίπου πως γίνεται αυτό: σηκώνεις την τούφα με το ένα χέρι και με το άλλο την περνάς με μια χτένα κόντρα για να φουντώσει. Ισιώνεις την άκρη κατά βούληση και φτάνεις μέχρι μαλλί κουνουπίδι. Απ' έξω δεν φαίνεται ότι μέσα είναι ψιλοτζίβα, σο ποιος γαμεί. (Κι αυτό είναι λίγο πρόβλημα, σπάει η τρίχα σαν τρελή και τί να μαζέψουν οι μάσκες και τα κοντισιονέρ, από την άλλη το θέαμα είναι καλό γιατί, άλλο ένα αφράτο, αεράτο μαλλί (μήδι #3), άλλο ένα κολλημένο στην κράνα σαν να στό 'γλειψε μοσχάρι). Παράδειγμα 3.

  4. Φτιάξιμο κρέπας. Όχι ότι το 'χω ακούσει δηλαδή ως τώρα με αυτή την έννοια, αλλά μπορεί να αρχίσει να χρησιμοποιείται από τώρα και μπρος, γιατί όχι; Στην τελική, το παράδειγμα 2 υποστηρίζει αυτή την άποψη. (Το πρόβλημα εδώ το 'χει όποιος τις φτιάχνει και κουράζεται και πλένει μετά τα τσουμπλέκια, ενώ ως θέαμα εγώ λέω τώρα τις ικανοποιημένες πασαλειμμένες φάτσες όσων τις τρώνε ή τις έκπληκτες όσων κοιτάνε την ζυγαριά μετά που τις φάγανε). Παράδειγμα 2 λέμετε.

Νομίζω είμεθα κομπλέντερ από ορισμό, άμα μου ξέφυγε τίποτα άλλο πλιζ αφήστε σχόλιο.

Ασίστ: Ο ΑΛΛΟΣ από το ΔΠ.

  1. Εδώ: Ανέβηκα στην τζιτζιριά, στη μιτζιριά, στην τζιτζιμιτζιχοτζιριά, να κόψω τζίτζιρα, μίτζιρα, τζιτζιμιτζιχότζιρα, κρεπάρισε η τζιτζιριά, η μιτζιριά, η τζιτζιμιτζιχοτζιριά κι ούτε τζίτζιρα, ούτε μίτζιρα, ούτε τζιτζιμιτζιχότζιρα... Χε.

  2. Εδώ: Και τ’ αφεντικό μου στην κρεπερί, που γκρίνιαζε ότι σέρνομαι και ότι δε γλυκομιλώ στους πελάτες, κρεπάρισα και του ‘χωσα ένα πιρούνι στο λαιμό.

  3. Εδώ: Elle prêt-a-porter: Το κρεπάρισμα έχει τη μερίδα του λέοντος, αφού τα μαλλιά χρειάζονται όγκο και πρόσθετη ανεμελιά.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Δεν πρόλαβα να βγάλω λέξη από το στόμα μου, ή να κάνω οτιδήποτε, επειδή κάποιος άλλος μονοπωλούσε την συζήτηση ή, γενικώς, τα 'κανε όλα μόνος του.

Παίζαμε στο ίδιο γήπεδο, σφύριξε η λήξη και την μπάλα στα πόδια μου δεν την είδα, την είχε ο άλλος, ο παράλλος, κάποιος, εγώ μια φορά δεν την είδα. Η μπάλα σε αυτό τον βαθύ στοχασμό είναι η μεταφορική έννοια που εκφράζει την σειρά στην συζήτηση, ή σε μια συνέχεια ενεργειών.

Αφορά συνήθως διαλόγους, συνομιλίες κ.λπ. μεταξύ δύο ή περισσότερων προσώπων. Παίζει ιδιαίτερα άμα σου κάτσει συζήτηση με άτομα που διακόπτουν τον εαυτό τους, μπουρμπούραγες και γλωσσοκοπάνες.

Και καλά άμα τον ξέρεις τον άλλο, κολλητός κιέτσ', είσαι προετοιμασμένος αρμοδίως κι όταν τον πιάνει η μαλακία, του παίρνεις την μπάλα από τα πόδια θρασύτατα τ. «πάλι μονότερμα θα με πας ρε, κάτσε να σου πω εγώ και μου λες». Αν δεν τον ξέρεις και σου βρεθεί σε παρέα απρόοπτα την έκατσες, αφενός γιατί σε πιάνει απροετοίμαστο, αφεδύο γιατί τί να του πεις τώρα ξένου ανθρώπα, τόνε ντρέπεσαι και την τρως...

Όταν αφορά ενέργειες, συχνά δεν είναι και χάλια να μην παίρνεις πάσα, μπορείς να ξαπλώσεις κάτω από το πεύκο παίζοντας την φλογέρα σου, όσο ο άλλος κάνει τα πάντα για πάρτη σου κι όταν ολοκληρώσει, να σηκωθείς, να τινάξεις τις πευκοβελόνες και να τον ευχαριστήσεις που σε βοήθησε.

Πάσα: acg από το ΔΠ.

  1. Κρυφό τεύχος της Φραπέ Slangossip (το εξώφυλλο που απορρίφθηκε):

Νέα από την τελευταία συνάντα slang.gr Νοτίου Ελλάδος: «Δεν πήρα πάσα» ομολόγησε ο ρουμάνος. Ποια πρωτοπαλίκαρά του μονοπώλησαν την συζήτηση. Έξτρα cd με τα ροχαλητά όσων δεν είδαν καν την μπάλα... μπόνους μήδι με δαιμονικό γέλιο, έτοιμο για uploading.

  1. (ευγενική χορηγία από poniroskylo)
    - Είχε και κάτι ντολμαδάκια... ωραία φαινόντανε, αλλά δεν πήρα πάσα... μέχρι ν' ανοίξω το κρασί, πέσανε όλοι οι νηστικοί και τα εξαφανίσανε...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Γρυ (ή γρι) θα πει «τίποτα».

Συναντάται σε αρνητικές φράσεις, σαν να λέμε, στάνταρ με το «δεν», τ. «Δεν είπε / έβγαλε / σκαμπάζω / καταλαβαίνω / νιώθω γρυ». Δεν τολμάω να το συσχετίσω με τον Χριστό, παρόλο που κατά μία έννοια έχει την ίδια χρήση ως λέξη, φοβάμαι την οργή των πιστών.

Το γρυ λέει, στα αρχαιοελληνικά, σήμαινε την βρώμα που μαζεύεται κάτω από το νύχι. Που τά 'χανε κοντά τα νυχάκια οι αρχαίοι, γιατί προφ τά 'κοβαν με τους αρχαίους νυχοκόπτες τους και δεν είχε και τίποτα από κει κάτω, κάτι ελάχιστο, ένα μικρό τίποτα. Σο, γρυ είναι το ασημαντότατο μικρό και τιποτένιο τίποτα.

Αρχική σκηνή: Εξετάσεις στατιστική. Τα θέματα μοιρασμένα. Σκύψιμο προς το αυτί της κολλητής στο μπροστινό έδρανο. -Πω μαλάκα, τι θέματα είναι αυτά, την παλεύεις;
-Γάματα, δεν σκαμπάζω γρυ, δεν πα να δώσουμε κόλλες να πάμε για καφέ στο Ρίο που χει λιακάδα;
Επόμενη σκηνή, γυαλί ηλίου, χύσιμο στους καναπέδες κάτω από την λιακάδα, φράπα στο χέρι, πλιτς πλιτς το κυματάκι. Δεν περιγράφω άλλο. Αύριο πτυχίο.

Harry Potter- Ancient Greek edition: Ο Άρειος Ποτήρ ως ωκυπόρος υογόης (=γουρουνομάγος), σε μία έκδοση από την οποία δεν θα καταλάβετε γρυ! (από Khan, 04/08/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

«Τα δέοντα»: Ξεπροβοδίζοντας κάποιον με την φράση «τα δέοντα», τον προτρέπουμε να μεταφέρει, σε όσους συναντήσει, μαζί με τους χαιρετισμούς μας και «αυτά που πρέπει».

Δεν είναι συνήθης στην καθομιλούμενη η κυριολεκτική της χρήση. Είναι μια έκφραση που μοσχοβολάει άνθη αμυγδαλιάς (που τα τίναξε με τα χεράκια της... το μουρμούριζε η γιαγιά μου, τραγουδάκι εποχής ήταν), Ελληνικές ταινίες με την Λαμπέτη ή τον Φωτόπουλο κ.λπ., σαν να λέμε, μπορεί να την έλεγαν κυριολεκτικά κάποτε που ήταν πιο ευγενικός ο κόσμος.

Χρησιμοποιείται κυρίως κοροϊδευτικά, με την μορφή «τα δέοντα στην μαμά σας» ή σε παραλλαγές τ. «τα δέοντα στην κερία μαμά σας» κ.λπ. (βλ. μήδι 1 και παράδειγμα 1), γενικώς με διάφορες αναφορές στην μαμά, υποθέτω λόγω του ότι η μαμά είναι ιερό πρόσωπο και της αρμόζει σεβασμός κ.λπ. Η χρήση της είναι αντίστοιχη άλλων αποχαιρετισμών όπως «χαιρετίσματα...», «χαιρετίσματα στους δικούς μας», «χαιρετίσματα στην κλεφτουριά», «χαιρέτα μου τον πλάτανο», που σημαίνουν ότι δεν ασχολούμαστε άλλο με το θέμα της συζήτησης, την κλείνουμε εκεί, αδιαφορώντας πλέον, κρίνοντας άσκοπο να συνεχίσουμε την κουβέντα και αποχαιρετώντας τους συνομιλητές μας.

Λένε ότι ο Χρήστος Χαραλαμπόπουλος του Sport FM, τα παλιά τα χρόνια, έκλεινε την εκπομπή του ως εξής: “Να είστε όλοι καλά και, μην ξεχνάτε, τα δέοντα στην μαμά σας!“. Σε εκείνη την περίπτωση ενδέχεται η χρήση της φράσης να ήταν κάπως ενδιάμεση μεταξύ της ευγενικής μπαμπαδίστικης κυριολεξίας και της σημερινής αγενέστατης ειρωνίκλας, σο, λαμβάνουμε υπόψη ότι παίζει και τέτοια ενδιάμεση χρήση. (Κε Χαραλαμπόπουλε, αν σας ψάχνετε με γούγλε γούγλε και πέσετε εδώ, αφήστε μας ένα σχόλιο με την κοσμοθεωρία σας σχετικά, μμμ!;).

Σχετικά: ωραία φέτα, καλά, πιάσε μια Amstel, του Κίτσου η μάνα κάθονταν, από την πόρτα σου περνώ..., οτινανισμός, ο,τινανισμός, τον πούτσο κλαίγανε, άρες, μάρες, κουκουνάρες, άρτσι μπούρτσι και λουλάς

Ασίστ: Dirty Talking από το ΔΠ.

Παράδειγμα 1: Σημ. Το μήδι 1 είναι α-νύ-παρ-κτο και χαρακτηριστικό. Το λήμμα στο 0:31. Ακολουθεί το κείμενο αλλά άλλο να διαβάζεις, άλλο να ακούς τον Χάρρυ Κλυνν να τα λέει:

Ταινίαι τέχνης: «Το μυστήριο ελύθη, αλλά το πρόβλημα παραμένει τελικώς άλυτον… Πως μαγειρεύεται εντέλει το ραγού; Μέσα είσαι εσύ ρε μάγκα… Όλα τα πιάνεις.

Περί τα θύματα ανθρώποι είμεθα και ουδείς αλάνθαστος. Η αχαριστία είναι το έγκλημα… Διότι ο άλλος να πούμε σου δώνει την τέχνη του και ‘συ αρωτάς: “και ποίον περικαλώ το ηθικόν δίδαγμα του έργου;” Δεν κάνει ρε μάγκα… Μη τον προσβλήνεις τον καλλιτέχνη. Τι θέλεις να σου πει εντέλει, πως φτιάχνεται να πούμε το ραγού;

Διότι πάσα έργο να πούμε δε σάχνεται για χαβαλέ. Είναι να διδάχνει κιόλας. Δεν είναι να πούμε φάγαμε, ήπιαμε και το γλικεράκι μας και άντε γεια χαρά και τα δέοντα στην κερία μαμά σας. Άπαξ και έριξε φινάλε να πούμε το έργο, πρέπει να την σακουλευτείς που την πάει ο μάγκας τη δουλειά.

Ούτω πως και αι ταινίαι τέχνης. Πίστευε και μη ερεύνα. Πετάει ο γάιδαρος; Πετάει. Να σε δώκω τη Σαχάρα να με δώκεις το Σουεζ; Διότι τέχνη ίσον νόημα: Ποιος έριξε το πέναλτι και μου ‘κλεισε το σπίτι. Γιατί να κλαίει το μωρό αφού φοράει πάνα. Πρέπει να τα σακουλεύεσαι τα ψηλά νοήματα… Αλλιώς πως, κάτσε σπίτι σου ρίξε πασέντζα και ασ’ τα επίλοιπα απάνω μας. Γιατί εμείς την ανθιζόμαστε ρε μάγκα τη φτιάξη… Γουστάρουμε περί Μεγά Αλέξαντρο, γουστάρουμε περί καταραμένος όφις, σουβλίστε τους, πλακώστε τους και τα τοιαύτα… Γουστάρουμε περί ταινίαι τέχνης… Καπέλο μας.»

Παράδειγμα 2 - Εδώ:
Ευχαριστώ και τα δέοντα στη μαμά σας. Είμαι σίγουρος ότι μένετε ακόμα μαζί.

Παράδειγμα 3 - Εδώ:
Λοιπόν, για να συνοψίσουμε αγαπητοί καταναλωτές κροκοδείλου κ ζέμπρας: σβύνετε τώρα αμέσως το blog μου από τα favorites του browser σας κ δέχεστε τις ευχές μου για τις εορτές κ τα δέοντα στη μαμά σας. Άιντε, μην πάρω τίποτε ανάποδες κ αρχίσω κ καταλήξω να κάνω παρέα του Ψαριανού που δεν τον χωνεύω κιόλας.

Το λήμμα στο 0:31. Δεν υπάρχει. Απορώ πώς διάολο το λέει μονορούφι, ακόμα και γραμμένα να του τα χουνε... (από Galadriel, 05/08/09)

Πρβλ: τι κάνει η μάνα σου;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Άρον άρον: λέγεται για κάτι που γίνεται πολύ γρήγορα, πολύ βιαστικά, πολύ εσπευσμένα και πολύ αγχωτικά. Λέγεται για κάτι που γίνεται στην τρεχάλα, πετάδην, σφαιράδην, με την ψυχή στο στόμα, βζιννν κ.λπ. Όπου φύγει φύγει, όποιος πρόλαβε τον Κύριο είδε (sic) κ.ο.κ.

Προέρχεται από το γνωστό ευαγγελικό «άρον άρον σταύρωσον αυτόν» το οποίο, σύμφωνα με τον ευαγγελιστή Ιωάννη, φώναζαν τα καλόπαιδα οι Ισραηλίτες στον Πιλάτο για τον Χριστό. Βεβαίως η έννοια έχει αλλάξει, δώστε βάση στο νόημα: Αίρω στα αρχαία πά' να πει σηκώνω (εξ ου και η «άρση βαρών»). Άρον αυτόν θα πει σήκωσέ τον και κατά μία έννοια πάρ' τον... Σο, οι Ισραηλίτες έλεγαν «πάρ' τον, πάρ' τον και σταύρωσέ τον» και όχι «γρήγορα, γρήγορα σταύρωσέ τον», αλλά φαίνεται τό 'λεγαν με μεγάλη φούρια και έμεινε αλλιώτικα.

  1. Εδώ:
    Άρον άρον ο νέος εκλογικός νόμος - Προωθείται με ρυθμούς-εξπρές, για να μην υπάρξουν αντιδράσεις.

  2. Και μου λέει χτες το μωρό «Έλα ρε Κώστα από το σπίτι μου απόψε, που να τρέχουμε στα ξενοδοχεία, αφού ο βλάκας λείπει». Και πάω σπίτι της. Και τα κατεβάζω. Και μένει το μωρό με το στόμα ανοιχτό και τα μάτια γουρλωμένα. Και χαίρομαι που με θαυμάζει, τον τεράστιο, και της λέω «γουστάρεις μωρό μου;». Και ξεροκαταπίνει. Και μου λέει «Εμ... ναι βρε Κώστα μου, αλλά βασικά... γκχμ γκχμ, μου φάνηκε ότι άκουσα την πόρτα του γκαράζ». Και μου πέφτει μπαμ. Και μαζεύω τα βρακιά μου άρον άρον και στο τσακ την έκανα από την μπαλκονόπορτα.

Μαίρη Αρόνη (από allivegp, 06/08/09)Μαίρη Αρόνη (από allivegp, 06/08/09)Δίκη τζίζα σε πίνακα του 1880 (από johnblack, 06/08/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

  1. Δεν ακούω κουβέντα, δεν δέχομαι αντίρρηση, ως εδώ και μη παρέκει, όλα όσα ήταν να ειπωθούν ειπώθηκαν, αυτό μόνο, τέλος. Εκφράζει μια ψιλο-αγανάκτηση ένα πράμα. Προφέρεται κάπως σαν Όόόλακιολα. (Π 1).

  2. Λίγα, τόσα λίγα. Το «όλα κι όλα» δίνει μια έμφαση στον αριθμό που ακολουθεί, που δείχνει πόσα λίγα ακριβώς και ο οποίος είναι μικρός, ενδεχομένως μικρότερος από το αρχικά αναμενόμενο (Π 2, 3).

Π1.
- Α, όλα κι όλα, εδώ θα τα χαλάσουμε, μην ξαναπείς κουβέντα για την Ιουλία, γιατί εγώ την Ιουλία θα την παντρευτώ.

Π2.
- Ήταν όλα κι όλα πέντε άτομα στην συνάντα, αλλά ήταν όλοι γαμώ τα παιδιά και περάσαμε μια χαρά.

Π3
- Καλέ σου λέω την είχε πολύ μικρή, όλα κι όλα πέντε εκατοστά, τί να σου κάνει το μπιμπίκι...

...όλα κι όλα, μέσα σ\' όλα, δεν θα είσαι πια για μένα, στο ζητάω απεγνωσμένα, άσε κάτι και για μένα. Μάρω το δολοφόνησες λιγάκι. (από Galadriel, 07/08/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το βρακί σου ανάποδα: Συνήθης απάντηση στο ερώτημα «(χμμ) τί να φορέσω (άραγε)». Η σημασία της είναι αντίστοιχη των: φόρεσε ό,τι θες, δεν θα μπορούσα να ενδιαφέρομαι λιγότερο, μη μου ζαλίζεις τον έρωτα, ξεσκότα μου τομπούτσο, δεν με αφορά το θέμα, κόψε τον σβέρκο σου.

(εδώ):
Αντζελίνα: Aγάπη μου, τι να βάλω στο event;;
Μπραντ: Ουφ, μας έπρηξες τι να βάλω και τι να βάλω!!! Το βρακί σου ανάποδα!!
Αντζελίνα: Δε φοράω βρακί, αλλά καλή ιδέα!!!

Στην μορφή το βρακί μου ανάποδα εκφράζει ίδιου βαθμού αδιαφορία ως απάντηση στο «τί θα φορέσεις», ενώ επιπλέον εκδηλώνει έμμεσα την περιφρόνηση για το κοινωνικό γεγονός (χάπενινγκ) στο οποίο αναφέρεται.

-Τί σκέφτεσαι να βάλεις στο πάρτυ της Σοφίας;
-Το βρακί μου ανάποδα, χέσε με με το πάρτυ της Σοφίας, όλοι οι μαλάκες μαζεμένοι, θα 'ναι και ο πρώην μου...

Επεξήγηση: Είναι αδιευκρίνιστη η ακριβής σημασία του «ανάποδα», αλλά συνήθως υπονοείται «το μέσα-έξω» (βλ. επεξηγ. μήδι 1). «Το μπρος-πίσω» είναι δυσχερής πρακτική, ειδικά σε περιπτώσεις στρινγκ, ενώ δημιουργεί θέματα υγιεινής εφόσον πρόκειται για φορεμένο εσώρουχο. «Το πάνω-κάτω» (βλ. επεξηγ. μήδι 2) σκαλώνει στο κεφάλι και ισοδυναμεί με το να μην φοράς βρακί, συνεπώς ξεφεύγει από τον παρόντα ορισμό.

Προέλευση: Η έκφραση προέρχεται από την λαϊκή δοξασία ότι, το να φορέσεις το βρακί σου ανάποδα φέρνει γούρι και προστατεύει από τη γλωσσοφαγιά.

(εδώ):
Πολύς κόσμος παρεξήγησε την Καλομοίρα που είπε ότι φοράει το βρακί της ανάποδα για γούρι. Πολύ υποκρισία έχει πέσει φίλοι μου. Στις μέρες που ζούμε η είδηση ήταν ασφαλώς ότι η Καλομοίρα φόραγε βρακί.

Λοιπές σημασίες: Στο πιο κυριολεκτικό του, να αναφέρω ότι μια Μαρία (υπαρκτό πρόσωπο, Μυτιληνιά, καλή της ώρα της κοπέλας) με είχε πληροφορήσει ότι, όταν ξέμενε από καθαρά βρακιά, φορούσε τα φορεμένα της ανάποδα – σε εξτρίμ περιπτώσεις που εξαντλούνταν και διπλοφορεμένα, σταματούσε να φοράει και καθόταν κατάμουνα. Ισχυριζόταν ότι αυτό ήταν οικονομικό και της έφερνε τύχη. Το να βάλεις το βρακί σου ανάποδα λοιπόν μπορεί να έχει και τέτοια έννοια, το οποίον δεν είναι σλανγκ ως φράση, αλλά είναι σαφώς σλανγκ ως πρακτική, επομένως σπεκ.

Το μέσα-έξω. (από Galadriel, 09/09/09)Το πάνω-κάτω. (από Galadriel, 09/09/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified