Εφόσον το αφεντικό επιτρέπει τις λεξιπλασίες, αφιερώνοντας τους μάλιστα και ειδική κατηγορία, και μιας και κάνει τέτοια ζέστη, είπα κι εγώ να μαλακκιστώ λίγο μπας και δροσίσει.

Το ρήμα του ορισμού λοιπόν παράγεται από τα αρχ. ελληνικά (τα) μάλα = πάρα πολύ + ακκίζομαι = κάνω νάζια, χαριεντίζομαι.

Και ναι, σωστά καταλάβατε, πρόκειται για την καθημερινή συνήθεια των συντελεστών των μεσημεριανάδικων, ατόμων στα οποία αφιέρωσα ήδη πολύ χρόνο και λέξεις, οπότε το κόβω εδώ.

- Έχεις ντιπ αποβλακωθεί ρε χάπατο, πιάσε το τηλεγαμίδι και κλείστην τη γαμημένη, πάλι τις χαμούρες να μαλακκίζονται κοιτάς ;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Παλιομοδίτικο (μπα σε καλό μου, πώς μού συνέβη εμένα αυτό;) σλανγκοτέτοιο, πώς τα λένε μωρέ αυτά με τα τρία γένη, επίθετα νομίζω, που τεσπα έχει την έννοια του ύπουλου, του άτιμου, του αναξιόπιστου, του μπαγάσα, ενίοτε όμως και με μια χαϊδευτική νυάνς μεγαλόψυχης ανεκτικότητας τ. «βρε τον κερατά!».

Γιά κάποιο αδιευκρίνιστο λόγο η λέξη δεν επιβίωσε ούτε στον γραπτό, ούτε στον προφορικό λόγο μετά την δεκαετία του '60, άντε πρώιμα '70. Πιθανώς η πίστη της να μην ήταν και τόσο βαθιά, ή τα κέρατά της να μην χωρούσαν να διαβούν τις πύλες της Μεταπολίτευσης. Who nose....

  1. - Ψόφησε, ρε, ψόφησε;
    - Τώρα πιά, τα κακάρωσε!
    - Μωρέ, εφτάψυχο το κερατόπιστο! Τρείς ώραις έκανε να ξεψυχήση!
    - Ζωή σε λόγου σου!
    - Βρε, το άτιμο!

(Μιχαήλ Μητσάκης «Θεάματα του Ψυρρή» (1890).
Μιχαήλ Μητσάκης «Πεζογραφήματα», εκδ. Νεφέλη 1988.
Η μοναδική (αρκούδως φρικτή) ιντερνετική αναφορά στη λέξη μνημονεύει αυτό το κείμενο και βρίσκεται εδώ).

  1. - Τι θα με κάνεις; Θα με δείρεις;
    - Όχι εσένα. Τον κόκκινο που 'χεις μες στην ψυχή σου.
    - Δε χωρίζουνε. Θα σκοτώσεις κι εμένα;
    - Έχουμε μιά μέθοδο που τα χωρίζει. Το «πλύσιμο».
    - Δε βγαίνει. Το μικρόβιο αυτό, Μακ, είναι πολύ κερατόπιστο. Άκου το αυτό από μένα. Σκοτώνεις τον άνθρωπο, μα το μικρόβιο δε σκοτώνεται.

Ο Μακ καταξέσκισε ένα πανάκριβο πούρο.
- Στο διάολο, είπε. Αυτή η κερατόπιστη Ελλάδα μού χάλασε δυό Αμερικανίδες!

(Μεν. Λουντέμη «Λύσσα». Πρέπει να το διέπραξε εξηντατόσο, άντε το πολύ εβδομηντακάτι, ώχου μωρέ κουμπάρε, δε μ' απαρατάς με τα σορόπια πρωινιάτικα λέω 'γω...).

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

(Λήμμα-αποχαιρετισμός στο καλοκαιράκι).

Εξάρτημα του ψαροντούφεκου, που συνδέει μεταξύ τους τα δύο λάστιχα. Αποτελείται από ένα σιδεράκι σε σχήμα Λ, στου οποίου τα κάτω άκρα είναι προσαρμοσμένα δύο καμπανοειδή πλαστικά καβλιτζέκια με εσωτερικές βόλτες, τα οποία βιδώνουν στις αντίστοιχες κεφαλές των λάστιχων. Υφίστανται όμως και σκοινένιες καμπάνες.

Η κορυφή του μεταλλικού Λ (είτε μονοκόμματη στην περίπτωση της απλής καμπάνας, είτε αρθρωτή, οπότε μιλάμε για σπαστή καμπάνα), όταν τεντώνονται τα λάστιχα πιάνει στις ad hoc εγκοπές της βέργας για να οπλίσει το εργαλείο.

Όποιος φιλοτιμηθεί ας χώσει κάνα μήδι, ο Αύγουστος δεν βελτίωσε διόλου τις πενιχρές κομπιουτερικές μου επιδόσεις. Είχα άλλα πράματα να κάνω. Τις εξ υμών έχει κολυμπήσει παρέα με θαλάσσια χελώνα σε οχτώ μέτρα βάθος; Χα!

(Διστάζω να καταχωρίσω το λήμμα ως επαγγελματική αργκό. Η υποβρύχια αλιεία δεν είναι επάγγελμα. Εξαιρούνται κάτι καθίκηδες που βουτάνε παρανόμως νύχτα με προβόλια και μπουκάλες και δεν αφήνουνε λέπι κάτω. Ελπίζω στην επόμενη κατάδυσή τους να σπάσει η καμπάνα του όπλου τους ακριβώς τη στιγμή που θα τους την πέφτει μια εξαγριωμένη, δίμετρη σμέρνα η οποία θα τους κολατσίσει τα καλαμπαλίκια και ό,τι άλλο κρεμάμενο βρει).

  1. Η καμπάνα είναι το εξάρτημα που μεταφέρει τη δύναμη του λάστιχου στη βέργα. Υπάρχουν απλές και σπαστές [...] και δετές [...]

  2. Οι καμπάνες είναι προτιμότερο να είναι δετές. Τέρμα στις μεταλλικές καμπάνες!!

  3. [...] έχω ένα πρόβλημα δν μπορώ να το οπλίσω [...]
    Δοκίμασε να το συνηθίσεις και μετά από μερικές βδομάδες θα σου φαίνεται αστείο. Απλά επειδή έχει μεταλλική καμπάνα [...] βεβαιώσου ότι έχει πιάσει καλά στην εγκοπή.

Όλα από το δίχτυ.

Ιδού ο μηχανισμός (από sstteffannoss, 28/08/12)Ιδού η το σύστημα (από sstteffannoss, 28/08/12)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Δεν πρόκειται για κάποιο τετραψήφιο αριθμό σύνδεσης με κάποια υπηρεσία του Ελληνικού Δημοσίου.

Είναι συνδυασμός συμβολικών αριθμών σε χρήση στους κύκλους των χρυσαύγουλων και των ομοϊδεατών τους της αλλοδαπής. Εφόσον το 88 το έχουμε, ας καταγραφεί εδώ ότι το 14 συμβολίζει το εκ δεκατεσσάρων λέξεων ρατσιστικό σλόγκαν του David Lane «We must secure the existence of our people and a future for White Children», ή, εναλλακτικά, «Because the beauty of the White Aryan woman must not perish from the earth».

Δεδομένου ότι οι ως άνω φράσεις πραγματεύονται την ανωτερότητα της αρίας φυλής, προσωπική άποψη του γράφοντος είναι ότι οι 14 λέξεις συνιστούν αφόρητο βερμπαλισμό.

Θα αρκούσε μία και μόνο: Παπ-αριές.

14/88
ΗΣΑΣΤΑΝ ΤΟ ΠΑΡΕΛΘΟΝ
ΗΜΑΣΤΕ ΤΟ ΜΕΛΛΟΝ
ΕΡΧΟΜΑΣΤΕ

@14/88
Τώρα εσύ με αυτό το nickname είσαι Έλληνας πατριώτης ; Εκτός και αν απευθύνεσαι σε Γερμανούς (αν και δε νομίζω ότι θεωρούν τους ναζί πατριώτες).

(Χοντρικά και από μνήμης αυτό. Ανταλλαγή σχολίων σε ιντερνετικό ειδησεογραφικό σάιτ).

SIEG HEIL 14/88!! DIE FAHNE HOCH!!! THA TOUS KSESKISOUME TOUS THOLOKOULTOURIARAIOUS ANARXOAPLYTOUS KAI THA TOUS STILOUME STA STATOPEDA SYNGKETRVSIS NA GINOYN SAPOYNI!!! ELLAS H TEFRA!!! HEIL HITLER!!!

(Ρε ασιχτίρ που θα βάλω και το λίνκι...)

(από Vrastaman, 10/09/12)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αυτή η σύντομη καταχώριση επέχει θέση ταπεινής προσθήκης και φόρου τιμής σε αυτό εδώ το ιπτάμενο, οινο-πνευματώδες λήμμα, του οποίου δεν είναι άξια ούτε τα ποδάρ.... εεε τα ποτήρια να πλύνει.

Γνωρίζω παλαιόθεν αυτή την συνώνυμη της ντίρλας και του κουρούμπελου έκφραση, ενίοτε τη χρησιμοποιώ κιόλας, αλλά αγνοούσα ότι πρόκειται περί ιδιωματισμού της Δυτικής Ελλάδας, από Πελοπόννησο και Ήπειρο μέχρι Κέρκυρα, σύμφωνα με τα διαδικτυακά ευρήματα.

Στον ήδη υπάρχοντα ορισμό κάτι είχε σχολιάσει ο Τζήζαντας, προφ το μεθύσι εννοούσες Χριστούλη μου. Εκμεταλλεύομαι την χικ! πραότητα και την καλοσύνη Σου για να το χικ! καταγράψω ως ξεχωριστό λήμμα.

  1. Δαυλί: Καιόμενο ξύλο - μεθυσμένος πάρα πολύ («αυτός έγινε δαυλί«) Μπιρ ντουβάρ μπενίμ

  2. Μετά από ένα με ενανίμισυ χρόνο, ο μασκαράς ο Μπάλιος, μεθυσμένος γκρεμοτσακίστηκε από τ' άλογο και σκοτώθηκε. Λέγανε τάχατις ότι πρόγκηξε τ' άλογο και αυτός ήτανε δαυλί στο μεθύσι, το πέταξε τ' άλογο και πιάστηκε το ένα του πόδι στη σκάλα της σέλλας του [...] μπιρ ντουβάρ

  3. Δαυλί: Αναμένο κομμάτι ξύλου, μεταφορικά ο μεθυσμένος. σενίν.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Μαλακκισμένη λεξιπλασία που μου κατέβηκε στη γκλάβα και είπα να μη σας τη στερήσω.

Θειούχος το λεπόν ανεψούδια είναι ο έχων θείο, ήτοι μπάρμπα, και δη έλκοντα την καταγωγή από την Κορώνη Μεσσηνίας.

Μη γελάτε ρε κοπρόσκυλα, μπορεί σε κάτι χρόνια να είναι διαδεδομένη σλανγκιά :-P

Υ.Γ. Παρακαλούνται οι χημικοί του σάιτ να μας εξηγήσουν τη διαφορά μεταξύ θειούχου, θειώδους και θειικού.

- Ρε την κουφάλα τον Γλειψαρχίδογλου, την πήρε τη μετάθεση από Κάτω Σέκλανα για τα κεντρικά.
- Ρε το μπούστη, πώς τα κατάφερε;
- Είναι θειούχος ρε σύ.
- Τι είναι λέει;
- Θειούχος ρε μαλάκα, έχει θείο, μπάρμπα, πώς το λένε ...
- Ε και; Κι εγώ έχω, ρε μαλάκα.
- Απ' την Κορώνη;
- .............

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Δεν είναι σλανγκ αλλά το κρέμασε στο δουπού ο σύσσλανγκος papalaozi οπότε μισή ντροπή δική μου.

Πρόκειται περί κρητικού ιδιωματισμού που σημαίνει νέος, παλληκάρι. Ετυμολογείται από τα τουρκικά deli = τρελός + kan = αίμα + -lι (παραγωγική κατάληξη). Η ταυτόσημη, όσο και παραστατικότατη, λέξη delikanlı (κυριολ. τρελοαίματος) υφίσταται και στα σημερινά τούρκικα βεβαίως βεβαίως. Η εκδοχή ντελικανής προήλθε μέσω απλοποίησης του συμπλέγματος -νλ- που δεν θεωρείται ιδιαιτέρως εύχρηστο για τα φθογγολογικά μας δεδομένα.

(Ρε παιδιά, θα τρελαθούμε τελείως; Πότε ζήσανε Τούρκοι στην Κρήτη;).

Εν τοσούτω πανταχόθεν τους υπεδέχοντο φιλικοί χαιρετισμοί.
- Καλώς τα δέχτηκες! καλώς τα δέχτηκες! εφώναζαν προς τον πατέρα του άνδρες και γυναίκες.
Απηύθυναν δε και προς αυτόν διάφορα φιλοφρονήματα :
- Είντα κάνεις Μανωλιό; Και του λόγου σου γίνηκες κοντζά ντελικανής! Πότε τώσυρες τοσονά μπόϊ;

( Ιωάννη Κονδυλάκη Ο Πατούχας, εκδ. Νεφέλη 1989).

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

(Το λήμμα είναι για την Σιδηρά Κυρία του σάιτ, η οποία γουστάρει αυτά τα επαγγελματικά και η οποία παραπονιέται ότι έχω αραιώσει. Δεν φταίω εγώ, η πουτάνα η κενωνία φταίει...).

Δεδομένου ότι ο διαφημιστικός χρόνος, τηλεοπτικός τε και ραδιοφωνικός, είναι χρήμα, θα είμαι εξαιρετικά σύντομος. Ο άλλος χρόνος, που καταναλώνεται στην παρακολούθηση των καρπών των κόπων των διαφημιστών είναι κρίμα, but this is another priest's gospel... Για τον άλλο άλλο χρόνο, αυτόν των απλήρωτων υπερωριών των εργαζομένων στον κλάδο, ας μην μιλήσουμε καθόλου. Θα στεναχωρηθούν οι Αγορές....

Πηγή της επαγγελματικιάς αργκούς που ακολουθεί: ο κουμπάρος ο διαφημιστής. Φίλος επί 29 συναπτούς ενιαυτούς και με μακρά θητεία στο επάγγελμα. Ξεκίνησε ως τράφικ νταϊρέκτορ (το παιδί με το παπί ήτανε, μέχρι που του δώσανε καρέκλα μπροστά σε κομπιούτορα). Το πού θα τον φέρουν τα κύματα της κρίσης θα το δούμε. Στον απάνεμο και ασφαλή όρμο μιας αξιοπρεπούς σύνταξης, θέλω να ελπίζω...

Γεια σου φίλε. Να 'σαι πάντα καλά. Για να δούμε τώρα τι καλούδια θα βγάλεις απ' το δισάκι για να φιλέψεις τους σλάνγκουρες. Θα τα σερβίρω όσο πιο λακωνικά, πυκνά και περιεκτικά γίνεται. Λημματογράφος του σλανγκρ είμαι, όχι λογογράφος του Φιντέλ Κάστρο:

  • Τζουρούπι: (από το τζι-αρ-πι, Gross Rating Point) = Βασική μονάδα τηλεθέασης.
  • Σι-πι-αρ (από το Cost Per Rating/sec, δλδ κόστος ανά τζουρούπι ανά δευτερόλεπτο): Μυστήριο κλάσμα με αριθμητή το Κόστος, παρονομαστή τα Τζουρούπια και β' παρονομαστή τη Διάρκεια του διαφημιστικού μηνύματος. Χοντρικά, το αποτέλεσμα είναι η αξιολόγηση μιας διαφημ. επένδυσης σε σχέση με κόστος και απόδοση. Αν το αποτέλεσμα του κλάσματος δεν είναι το επιθυμητό ακολουθούν διαξιφισμοί και αντεγκλήσεις μεταξύ πελάτη και διαφημ. εταιρείας.
  • Tσου-Λου: Δεν πρόκειται για τον χαμένο μπατζανάκη του Φου-μαντσού. Το Champions League είναι. Το οποίο θεωρείται αστάθμητος παράγων και πηγή ανακατωσούρας επειδή δεν είναι δυνατόν να προβλεφθεί κάθε φορά η τηλεθέασή του και άρα να επιλεγεί ο κατάλληλος χειρισμός. Έτσι είναι άλλο να παίζουνε Κάτω Σέκλανα - Fartington κι άλλο Μπάρτσα - Γιούβε...
  • Οφπηκούρες (από το off-peak): Όσοι διαφημιζόμενοι αγοράζουν χρόνο στο διάστημα 06:00 - 19:59 λέμε ότι επένδυσαν σε οφπηκούρες, δλδ σε ώρες εκτός πράιμ τάιμ (αυτό δεν το εξηγώ, το ξέρετε ήδη. Χοντρικά από 20:00 - 24:00). Οι οφπηκούρες προσφέρονται για φτωχομπινέδες πελάτες ή για γυναικεία προϊόντα ευρείας κατανάλωσης εφόσον η γυναικεία τηλεθέαση κατανέμεται ισομερώς στη διάρκεια της ημέρας.
  • Νωρίσμιση / αργάμιση: Τα χρονικά διαστήματα μεταξύ 05:30 - 06:00 και 02:00 - 05:30 αντίστοιχα. Είναι χρονικές ζώνες στις οποίες αποφεύγεται η διαφημιστική επένδυση, με βάση το πανάρχαιο μαθηματικό αξίωμα: Μειωμένο Κοινό = Τηλεθέαση Σκατά.
  • Τυράκι: Φέτα διαφημιστικού χρόνου προσφερόμενη με πολύ ευνοϊκούς όρους και χαμηλή τιμή. Δίνεται από το κανάλι ως αντάλλαγμα για το ρίσκο κάποιου διαφημιζόμενου να προβληθεί σε δυσμενές περιβάλλον, ήτοι με κάποιο δυνατό πρόγραμμα την ίδια ώρα σε ανταγωνιστικό κανάλι. Η φάκα είναι το προαναφερθέν ρίσκο. Το τυράκι μπορεί να είναι και κατόπιν εορτής κέρασμα / αποζημίωση από το κανάλι προς τον διαφημιζόμενο για να τον γλυκάνει σε περίπτωση που δεν του βγει το ρίσκο.
  • Ασσάκι (από τον άσσο): Διαφημιστικός χρόνος αξίας 1 €/sec, δλδ πολύ φτηνός και εγγυημένης απόδοσης, που δίνεται στους μεγάλους διαφημιζόμενους ως έξτρα παροχή.
  • Μισαδάκι: Όπως παραπάνω, αλλά με αξία 0,5 €/sec, παναπεί ακόμα πιο φτηνό. Ρε ασταδγιάλα που μου θέλετε και ετυμολογία...
  • Ρέγγε: Τι λακέρδε και σαρδέλε ρε, από το regular βγαίνει και σημαίνει την ακριβή κατηγορία τιμής. Είναι στην ουσία απειλή του καναλιού προς τον πελάτη να υποχρεωθεί αυτός να παίξει με ακριβή (regular) κατηγορία διαφημιστικού χρόνου επειδή το επενδυόμενο ποσό δεν κρίνεται επαρκές. Αντιθέτως, ο χουβαρντάς πελάτης ανταμείβεται με την πολύ φτηνότερη τιμή χορηγίας (παίζει χορηγία) και τσιμπάει για επιδόρπιο τυράκια.
  • Κορνίζα (πλαίσιο): Διαφήμιση μη καταγραφόμενη από τις αρμόδιες εταιρείες (Media Services μέτρηση δαπάνης / AGB μέτρηση τηλεθέασης). Δεν πιάνει όλη την οθόνη (έχει πλαίσιο ολοτρόϋρα) και προσφέρεται σε μυστική τιμή, μη ανιχνεύσιμη από τον ανταγωνισμό για να θολώσει τα νερά.
  • Μαϊμού (μουσαντό / μουσαντένιο): Εικονική ζήτηση χρόνου που κατατίθεται στα κανάλια από τον διαφημιζόμενο, και η οποία μπορεί να ακυρωθεί ανά πάσα στιγμή, αφήνοντας στα κρύα του λουτρού τους καναλάρχες να ψάχνουν τον χαμένο διαφημιστικό χρόνο που θεωρούσαν ότι είχαν και τον οποίο ενδεχομένως να αναγκαστούν να τον πουλήσουν στην ξεφτίλα. Η μαϊμού αξιοποιείται για λόγους φάκιν ιντέλλιτζενς, για να θολώσει τα νερά και να αποκρύψει τις πραγματικές προθέσεις του πελάτη, αν πχ αυτός θέλει να πέσει ως κεραυνός εν αιθρία η νέα του καμπάνια. Προσοχή όμως, η συχνή απελευθέρωση του χαϊβανιού στα μάτια των καναλιών ισοδυναμεί με απώλεια της αξιοπιστίας τόσο του διαφημιζόμενου, όσο και της διαφημιστικής εταιρείας.
  • Τρασίλα (από το trash): Εκπομπές τ. Πάνια, τις οποίες αποφεύγουν όπως ο Πάγκαλος την δίαιτα οι σοβαροί διαφημιζόμενοι.
  • Ο Τούρκος: Τα τούρκικα σήριαλ της μοδός. Από ορισμένους πελάτες θεωρούνται τρασίλα.
  • Πλανάρω: Καταστρώνω σε μηνιαία βάση το αναλυτικό πρόγραμμα εμφανίσεων για το προβαλλόμενο προϊόν.
  • Βάλε την φωτογραφία μου: Ειρωνική απάντηση διαφημιστή σε υπεύθυνο διαφήμισης κάποιου μέσου, ο οποίος αδημονεί για την άφιξη του διαφημιστικού υλικού επειδή πρέπει να τυπώσει, και ρωτάει πόσο θα τραβήξει η καθυστέρηση και τι να βάλει για να γεμίσει την τρύπα. Στον καθημερινό λόγο αντιστοιχεί σε εκφράσεις τ. «παρ' τ' αρχίδια μου» ή «άντε και γαμήσου».

Με έχει ήδη κάνει ράκος το χρηματιστηριακό κατά τον κουμπάρο, φιδίσιο κατ' εμέ, περιβάλλον (διαλιέχτε) του κόσμου της ρεκλάμας. Σταματώ εδώ, αλλά όχι πριν το...

Υ.Γ. επιστημονικής φαντασίας, άσχετο με το λήμμα αλλά σχετικό με τις Αγορές, τις οποίες μνημόνευσα στην εισαγωγή. Άμα δεν το 'βαζα θα έσκαγα, και μάλλον θα συμφωνήσετε ότι τα σκωτοπλέμονα, νεφραμιές και τσιλίπορδα δεινόσαυρου δεν είναι και το καλύτερο ντεκόρ για το σάη. Οπότε μη μου φορτώνεστε, θα ξηγηθώ λουκάνικο αρκουδοαίματος, χωρίς κομιλφότητες και παπαργιές ετούτη την dies irae:

Εφόσον, όπως όλοι πληροφορούμεθα, οι Αγορές είναι πανίσχυρες, άυλες, αυθύπαρκτες και αυτοπροωθούμενες μεταφυσικές οντότητες, θα ήθελα να μου εξηγήσετε το εξής: Aν υποθέσουμε ότι ξεπαστρεύουμε καμιά χιλιάδα φυσικά πρόσωπα, ας πούμε στην τύχη χρηματιστές, τραπεζίτες, μεγαλομετόχους, μεγαλοβιομήχανους και πολιτικούς, κατά προτίμηση με αργό, αποτρόπαιο και ανατριχιαστικό θάνατο (ρωτήστε με με πιμι, έχω διάφορες ενδιαφέρουσες ιδέες), και με την υπόσχεση την επόμενη μέρα να το επαναλάβουμε με άλλους χίλιους και ούτω καθ' εξής μεροσφάζι-νυχτοθάφτι, ΕΓΩ ΓΙΑΤΙ ΕΧΩ ΤΗΝ ΦΡΙΚΤΗ ΥΠΟΨΙΑ ότι οι Αγορές θα μεταβάλλονταν αυtomatoes σε πειθήνια σκυλάκια του καναπέ;

- Πήδα Αγορά!!!
- Τσουπ!!!
- Στο ένα πόδι Αγορά!!!
- Άϊιιι!!!
- Φέρε μου τις παντόφλες μου Αγορά!!!
- Σβιιιιινννννν!!!
- Κλάσε μου τ' αρχίδια Αγορά!!!
- Πριτς!!!

ΑΣ ΜΟΥ ΕΞΗΓΗΣΕΙ ΚΑΠΟΙΟΣ, ΓΙΑΤΙ ΡΕ ΠΟΥΣΤΗ ΜΟΥ ΕΧΩ ΑΥΤΗ ΤΗΝ ΦΡΙΚΤΗ ΥΠΟΨΙΑ ΓΑΜΩ ΤΗΝ ΦΙΛΑΝΘΡΩΠΗ ΕΓΓΟΝΗ ΤΟΥ ΡΟΚΦΕΛΕΡ ΓΑΜΩ;;;

  1. Το Τσου-Λου μεθαύριο δεν πρόκειται να πιάσει ούτε οχτώ τζουρούπια. Χωρίς τυράκι και ασσάκια δεν το παίρνω γιατί θα μου βγάλει ένα σι-πι-αρ στον Θεό.

  2. Σιγά την καμπάνια για το «Ξεσκατέξ» μωρέ...Λίγα τζουρούπια κι όλα οφπηκούρες και αργάμιση. Κι από πράϊμ μόνο τον Τούρκο έχει ψωνίσει...

Αβάντι πίπολο! (από Vrastaman, 11/12/12)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Τις προάλλες που λέτε είχα πάει Σ/Μ (όχι αυτό ρε, το άλλο, που πουλάει τυριά και κωλόχαρτα και μπυρόνια), όπου πληροφορήθηκα αιφνιδίως ότι βολίδα είναι εκείνος ο διαφανής πλαστικός κύλινδρος μήκους περίπου 20 εκ. και διαμέτρου περίπου 10, ο οποίος ξεβιδώνει στη μέση και χωρίζεται στα δύο, και μέσα στον οποίο τοποθετούνται τα χαρτονομίσματα όταν παραχοντρύνει το ταμείο του πολυκαταστήματος. Στη συνέχεια, η βολίδα εισάγεται στην ειδική υποδοχή που υπάρχει δίπλα στο ταμείο και σβιιιννν αποστέλλεται μέσω ενός δικτύου διαφανών σωληνώσεων στην κοιλιά του θηρίου για τα περαιτέρω (θα το έχετε δει πιστεύω).

Κατόπιν ωρίμου σκέψεως, κατέληξα στο συμπέρασμα ότι το σύστημα δεν λειτουργεί ούτε με ατμό, ούτε με πυρηνική ενέργεια.

Αν κάποιος ξέρει περισσότερες λεπτομέρειες ας τις καταθέσει στα σχόλια ή ας ανεβάσει συμπληρωματικό ορισμό, Δημοκρατία έχουμε.

ΒΙΩΜΑΤΙΚΟ ΜΟΝΟΠΡΑΚΤΟ ΚΑΤΑΝΑΛΩΤΙΚΟΥ ΡΕΑΛΙΣΜΟΥ

Οικογενειάρχης Κουβαλητής Λημματογράφος περιμένει στην ουρά στο ταμείο του σούπερ μάρκετ. Όταν έρχεται η σειρά του, η Ταμίας, η οποία εκείνη την ώρα σκαλίζει (όχι τη μύτη της αλλά) το συρτάρι με το μπαγιόκο, αφού κόβει πρώτα τη μάπα του η οποία προφανέστατα δεν της εμπνέει την παραμικρή εμπιστοσύνη, στρέφεται σε διερχόμενη συνάδελφό της:

T. : - Εύη, φέρε μου μία βολίδα.
Ο.Κ.Λ. : - Τι είναι η βολίδα; (Ωπα!!!;;;)
Τ. : - Τίποτα, κάτι δικά μας λέμε... (δεν πάμε καλάααα...)
Ο.Κ.Λ. : - Επαγγελματικό είναι ; (λέγε μωρή!)
Τ. : - Ναι (τι 'ναι τούτος ρε ;)
Ο.Κ.Λ. : - Το κατάλαβα, γι αυτό ρωτάω (πού να σού εξηγώ τώρα βρε κοπελιά...)

(Η παρτίδα σώζεται από την Εύη που καταφτάνει με το λημματογραφούμενο μαραφέτι ανά χείρας)

Ο.Κ.Λ. : - Α, αυτό είναι που... (κοίτα ρε πούστη μου τι μαθαίνει κανείς...)
Τ. : - Ναι, αυτό είναι που παίρνει τα λεφτά και τα στέλνει...εεε...στον ουρανό. Τα βρήκατε όλα με τις αγορές σας; Εικοσιέξι ευρώ και δεκαπέντε λεπτά... Ευχαριστούμε πολύ...Καλό βράδυ να 'χετε... (Ιησούς Χριστός νικά...άντε να σε διαβάσει ο παπα-Τρύφωνας άθρωπέ μου...την όρεξή σου έχω βραδιάτικα...)

Ο.Κ.Λ. αποχωρεί δίκην βολίδας επειδή κατουργιέται κι επειδή τον περιμένουνε στο σπίτι με την παντόφλα στο χέρι.

ΑΥΛΑΙΑ.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Διττής σημασίας επιφώνημα, προερχόμενο εκ της τουρκικής.

Γραμματικώς πρόκειται για την προστακτική (yaşa= ζήσε, να ζήσεις, ζήθι. Ο Πάτσμαν τσιμουδιά :-P) του ρήματος yaşamak = ζω, με την προσθήκη ενός τελικού -ν- για λόγους τρέχα γύρευε.

Η λέξη ξεκίνησε ως καθαρά εγκωμιαστικό επιφώνημα στα τούρκικα και, περνώντας στα ελληνικά, είτε διατήρησε την αρχική της σημασία, είτε εξελίχθηκε βαθμηδόν σε ειρωνεία τ. « γεια σου φίλε (τάδε) ποτέ να μην πεθάνεις / στον πούτσο μου να κρέμεσαι μονόζυγο να κάνεις». Εντονότερη περιπαικτική απόχρωση αποκτά η λέξη με την προσθήκη του επίσης τουρκικής προέλευσης «άλα».

Ας επιτραπεί στον λημματογράφο να καταθέσει ως προσωπική μαρτυρία ότι πρωτοάκουσε την έκφραση το 1990 ως επαινετικό σχόλιο, ενώ ψυχανεμίζεται (άνευ δυνατότητας παράθεσης πειστικών επιχειρημάτων) ότι η λέξη δεν πρέπει να ήταν σε χρήση στη χώρα πριν το 1922...

Στο παράδειγμα υπ' αριθμόν 3 παρατίθεται ειρωνική χρήση της λέξης από την δεκαετία του 60 και στην αυθεντική της μορφή (γιασά). Ο τύπος αυτός ανευρίσκεται εντός του σάητος εδώ κι εκεί και παραπέρα σε σχόλια του αυτοκτό.

Ασίστ : HODJAS.

  1. Γιασάν, να σε χαρώ εγώ
    και όχι κάνας άλλος
    είν' ο νταλκάς μου κούκλα μου
    για σένανε μεγάλος

Για μιά γυναίκα σαν κι εσέ θυσίασα το παν
Γιασάν, κοπέλα μου, γιασάν.

Από ζεϊμπέκικο (1954) του Δ. Ευσταθίου, εδώ.

  1. Η απάντηση στο ερώτημα που θέτουν οι πολίτες - υποστήριξε ο κ. Πάγκαλος - που τα φάγατε τα λεφτά είναι αυτή : Σας διορίζαμε για χρόνια, τα φάγαμε όλοι μαζί. Ακολουθώντας μια πρακτική αθλιότητας, εξαγοράς και διασπάθισης του δημοσίου χρήματος. Γιασάν του μάγκα Πάγκαλου.

ΓΙΑΣΑΝ ΡΕ ΑΝΤΩΝ ΤΣΟΛΑΚΟΓΛΑΝ ΤΣΟΓΛΑΝ ΤΣΟΤΣΟΥΚ ΔΕΝ ΥΠΟΓΡΑΦΕΙΣ Ε ποσο ακομη θα δουλευεις τον λαο ρε προδοτη ρε Μεσσηνιωτικη συκια για τον ΠΟΥΣΤΟ εισαι!

Μην απορειτε μετα γιατι μας φορτωσαν ενα καρο μνημονια. κι ο βαγγελας το ιδιο κανει και αλα του γιασαν!!!! ΕΙΝΑΙ ΤΡΕΛΟΣ Ο ΠΡΟΕΔΡΑΣ.

ΓΙΑΣΑΝ!!! ΣΤΟΝ ΠΑΤΕΡ!!!!!!!!!! ΟΠΑ!!!
και γαμω τους παπαδες!!! με χιουμορ!!

(όλα από το δίχτυ)

  1. Από το βιβλίο του Αντώνη Σουρούνη «Τα τύμπανα της κοιλιάς και του πολέμου» (εκδ. Καστανιώτη 1989). Φουκαράς δημόσιος υπάλληλος βρίσκει, εν έτει 1964, χαρτοφύλακα με 100 χιλιάδες δραχμές, και μετά από ηθικές αμφιταλαντεύσεις αποφασίζει να τον επιστρέψει μέσω αστυνομίας στον ιδιοκτήτη του που, φευ, αποδεικνύεται φραγκάτος Ελληνάρας της εποχής, ο οποίος «Γελούσε. Όχι από χαρά που βρέθηκαν τα λεφτά του, γελούσε γιατί δεν είχαν αυτοκτονήσει ακόμα όλα τα κορόιδα και, επομένως, υπήρχε λόγος να ζει».

Οι, αντί ευρέτρων, ευχαριστήριες επιστολές που ζήτησε ο αφελής ευρών να σταλούν από τον αφηρημένο ευεργετηθέντα στην υπηρεσία του και στον Τύπο, μάλλον δεν έφτασαν ποτέ στον προορισμό τους, αν κρίνουμε από το ποιόν του χλιδάτου:
- Γιασά ρε μάγκα!... Είσαι πολύ φίνο παιδί. Να περάσεις καμιά μέρα απ' το μαγαζί να πάμε στα μπουζούκια, να τα βάλουμε φωτιά και τα 'κατό.

  1. [...] εμφανίζεται στη μικρή πόλη μας ένα έφιππο απόσπασμα από Τσέτες. Είναι εκατό περίπου καβαλαρέοι [...] Διασχίζουν την πόλη μας από την μιά άκρη στην άλλη τραγουδώντας. «Γιασά Μουσταφά Κεμάλ πασά γιασά», είναι το ρεφραίν του εμβατηρίου τους. Ζήτω ο Κεμάλ λοιπόν, δηλαδή ζήτω ο πόλεμος! Πάλι και πάλι...

Βασίλη Νεφελούδη «Μαρτυρίες 1906-1938» (εκδ. Ωκεανίδα 1984).

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified