Χωροφυλακίστικα αποκαλούνται οι προσεγγίσεις, συμπεριφορές και εξουσιασμοί που χαρακτηρίζονται από, αυθαιρεσία, ετσιθελισμό, πατερναλισμό, αμβλύτητα πνεύματος, κουτοπονηριά και αλαζονεία τ. «ξέρεις ποιος είμαι εγώ ρε;»

Συχνά εκφέρεται με τσι μορφές:

Παλαιότερα χρησιμοποιείτο κυρίως ως πολιτικό μπινελίκι, δεδομένου ότι η αλήστου μνήμης Βασιλική Χωροφυλακή ήταν χρεωμένη με την καταστολή της αριστεράς.

  1. «Φλόρος» είναι μια παλιά μάγκικη λέξη που σημαίνει μαμμόθρεφτο. Ήταν εκείνα τα παιδιά που είχαν πάντα χαρτζιλίκι και ξηγιόνταν χωροφυλακίστικα. Τώρα είναι αυτοί που λένε «μη μου τη λες» (μη μου τη βγαίνεις) ή «έγινε της Πόπης», ή «αχταρμάς» ­ λέξη που προέρχεται από μέθοδο ειδικής κλοπής στα πεζοδρόμια, κ.λπ. (Ηλίας Πετρόπουλος, ΤΑ ΝΕΑ, 26/01/1998)

2.
Φιλαρακο τα χωροφυλακιστικα του τυπου «δεν ξερεις σε ποιον μιλας» αστα

3.
Είναι τόσο επιδερμικά και χωροφυλακίστικα τα μέτρα της κυβέρνησης που, παρά το γεγονός ότι έχουν τη ρητή συναίνεση μεγάλου κομματιού του ΠΑΣΟΚ, είναι πολύ δύσκολο να επιτύχουν την ανοχή της κοινωνίας.

4.
Ομως η ηγεσία του υπουργείου δεν λέει να προχωρήσει λίγο πέρα από τη χωροφυλακίστικη τεχνολογία του χτυπήματος της κάρτας. Αν οι υπάλληλοι έλυναν σταυρόλεξα δεν την πειράζει. Αρκεί να ήσαν παρόντες. Αν έπαιζαν πασιέντζες στον υπολογιστή, τόσο το καλύτερο γι’ αυτούς. Θα έπαιρναν και το ελληνικής εμπνεύσεως «επίδομα υπολογιστή»

5.
Ο θάνατος του 15χρονου Αλέξη Γρηγορόπουλου (6-12-2008) πέρα από τη θλίψη, τον πόνο, και την οργή που είχε γεμίσει την Ελληνική κοινωνία, σηματοδότησε το τέλος μιας κακής περιόδου της Ελληνικής Αστυνομίας, καθώς ήταν η αιτία να αποκαλυφθεί πλήρως η «Χωροφυλακίστικη μέθοδος συγκάλυψης» (η κουτοπονηριά) που εφάρμοζε απερίσκεπτα επί χρόνια σε παρόμοιες περιπτώσεις, η εκάστοτε φυσική και πολιτική της ηγεσία.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το ναυπηγείο, στη ναυτική αργκό.

Εκ του αγγλικάνικου yard (> shipyard). Πέον να σημειωθεί ότι στις σλανγκιές των ναπτών συγκαταλέγονται μπόλικες αγγλιές, όπως τριμάρω (trim), νετάρω (to net), σλάτζια (sludge), κ.ταλ.

Να μη συγχέεται με την ελληνοαμερικλανιά πίσω γιάρδα (back yard).

1.
Σε μία από τις πρώτες ομιλίες του στους εργαζόμενους ο Παναγιωταρέας είπε κατά λέξη ότι «στον πύργο γαμιούνται και στη γιάρδα κοιμούνται». Εννοούσε ότι στα γραφεία, ή αλλιώς όπως το λέμε εμείς στον «πύργο», πηδιούνται στην κυριολεξία, ενώ οι εργάτες κάτω ξύνονται.

2.
Ανάμεσα στους Ελληνες εφοπλιστές που «χτίζουν» πλοία τους στις κινεζικές γιάρδες βρίσκονται οι Γιάννης Αγγελικούσης, Βίλλυ Παναγιωτίδης, Ντίνος Μαρτίνος, η οικογένεια Τομάζου, ο Βίκτωρας Ρέστης, ο Γιώργος Οικονόμου, ο Νίκος Τσάκος, ο Βασίλης Παπαχρηστίδης, ο όμιλος Λάτση, ο Ανδρέας Μαρτίνος, ο Γρηγόρης Καλλιμανόπουλος, ο Ευάγγελος Μαρινάκης, ο Χάρης Βαφειάς, ο Νίκος Φιστές και ο Διαμαντής Λεμός.

3.
♪♫ If it wasn't for the nips
Being so good at building ships
The yards would still be open on the clyde.
And it can't be much fun for them
Beneath the rising sun
With all their kids committing suicide What have we done
Maggie what have we done;
What have we done to England; ♪♫

(από σφυρίζων, 13/09/13)(από σφυρίζων, 13/09/13)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το τιγκαριστό ποτήρι ή φλιτζάνι: γεμάτο έως τα μπούνια, σαν καντήλι γεμάτο λάδι.

Σπάνια κουτσαβάκικη σλανγκιά.

(από σφυρίζων, 15/09/13)

Got a better definition? Add it!

Published

Εξοπλισμός και παραφερνάλια που φοριούνται από τραμπούκους, κουραδόμαγκες, μαχαιροβγάλτες, κ.ά. συστημικά και μη καθίκια: πιστόλια, καλάσνικοφ, σιδερογροθιές, αλυσίδες, στιλέτα, πτυσσόμενα γκλοπ και δε συμμαζεύεται.

1.
Μέχρι πριν κάποια χρόνια, η απόκτηση ενός μαύρου «σιδερικού» –χωρίς δηλαδή τα απαραίτητα έγγραφα– δεν ήταν εύκολη υπόθεση. Αντίθετα, στις μέρες μας, όποιος ενδιαφέρεται, μπορεί να προμηθευτεί σχετικά εύκολα ένα όπλο κάνοντας μια βόλτα στο κέντρο της Αθήνας.

2.
Το σιδερικό λοιπόν δεν ειναι για το μάγκα που έρχεται στα χέρια για να καθαρίσει το «κούτελό» του αλλά για μαγκες «γιαλαντζί» που ανοίγουν το «χελιδονοουράτο» σακάκι για να φανει το «σιδερικό» για να τον φοβηθούνε και όχι τα μπράτσα του και το κουράγιο για να τραβήξει τη «διμούτσουνη».

3.
Βουλευτής με “σιδερικό” στο ναό της Δημοκρατίας

  1. ...επειδή ερχόταν η αστυνομία και ήταν «μιλημένοι», όποιος είχε «σιδερικό» πάνω του έπρεπε να το δώσει στον Γιώργο...
    (συνέντευξη με χρυσαυγίτισσα από την Νίκαια, ΕΘΝΟΣ 20.09.13)

Got a better definition? Add it!

Published

Νεόκοπη εκδοχή του κλασικού «κάνει το γύρο του κόσμου», φοριέται για φωτογραφίες, βιντεάκια, αστικούςς μύθους κ.ά. (παρα)πληροφορίες που γίνονται βάιραλ στο ιντερνέτι.

  1. Η Φωτεινή «πιπιλεί» μια τίγρη! – Η απίστευτη εικόνα που κάνει τον γύρο του διαδικτύου (πηγή)

    Η Φωτεινή «πιπιλεί» μια τίγρη!

  2. Τον γύρο του διαδικτύου κάνει τις τελευταίες ώρες μια φωτογραφία που δείχνει... τη Μέρκελ να κάνει γυμνισμό με τις φίλες της. (πηγή)

    Η Μέρκελ κάνει γυμνισμό με τις φίλες της

  3. Τον γύρο του διαδικτύου κάνει η ΦΩΤΟ με την γυναίκα που κλωτσά κοριτσάκι, ενώ παίζει ακορντεόν κάτω από την Ακρόπολη (πηγή)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κουκουλώνω καταστάσεις, μασάω τα λόγια και τον πούτσο μου, τα κάνω γαργάρα σε υπερθετικό βαθμό. Τι πιο ξεδιάντροπο και αδιάκριτα οφθαλμοφανές άλλωστε από μια ταβανόπροκα;

1.
Γαργάρα με ταβανόπροκες έκαναν όλα τα ΜΜΕ το συγκλονιστικό δημοσίευμα στο περιοδικό UNFOLLOW για τους ντόπιους μεγαλοκαπιταλιστές για το βάρβαρο ταξικό φορολογικό σύστημα που δίνει την δυνατότητα στους πλουτοκράτες να παρουσιάζονται «φτωχαδάκια», «νόμιμα και ηθικά».

2.
Τα κυβερνητικά σαϊνια και μετά την δημοσιότητα που έδωσε στο θέμα ο Λαζόπουλος, από την εκπομπή του, θα εξακολουθούν να το κάνουν γαργάρα με ταβανόπροκες;

3.
Θα κάνουν γαργάρα με ταβανόπροκες οι δημοσιοκάφροι;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κακόηχη και άκομψη εκδοχή του θέτω: νταξ, ceci n'est pas slang, φοριέται plutôt εκεί όπου η μαλλιαρή συναντά την δημοσιοκαφρώδη ξύλινη γλώσσα.

Ένα βήμα πιο πάνω στην τροφική αλυσίδα από το καραούγκ τίθω.

1.
Ιδιοκτήτρια καφεστιατόριου βάζει το θέμα του ρατσισμού στο τραπέζι

2.
Το ΠΑΣΟΚ για πρώτη φορά βάζει θέμα «Σαμαρά»

3.
Θέμα εκλογικού νόμου βάζει ο Ευ. Βενιζέλος

Got a better definition? Add it!

Published

Επιδίδομαι σε ντραμακουινικές κλαψομουνιές, με ναρκισσισμό και αυτολύπηση.

Είμαι κλαψομούνης/α, κλαψαρχίδι, κλαψούρης, κλάψας, πίκρας, καζαντζίδης, Παναγιώτης Γιαννάκης: ένα εκ πεποιθήσεως, cat εξακολούθηση και cat αγνώστου γκραν γκρινιόλ με αύρα χρονίως κατεβασμένης προβοσκίδας, το φελέκι και την κενωνία μου μέσα...

1.
οσοι κλαψομουνιαζουν για το φορουμ που σερνετε, παρακαλω να βαλουν το χερι στην τσεπη για να αγοραστουν καινουριοι σερβερ

2.
Καλο μηνα να εχουμε. Πηρα μια αποφαση χτες.Θα σταματισω να κλαψομουνιαζω, θα μιλαω οπως γουσταρω, θα εστιασω στις σπουδες μου, στον χορο μου, στην γυμναστικη μου, στους φιλους μου και στην οικογενεια μου. Σε μενα..

3.
Το να είσαι φασίστας είναι μια διαρκής πάλη ενάντια στην πραγματικότητα. Για αυτό κλαίγονται μετά οι φασίστες και μας τα πρήζουν ότι όλοι τους πετάνε λάσπη, για αυτό μια κλαψομουνιάζουν και μια περηφανεύονται ότι είναι «εναντίον όλων». Ε, πώς να μην είστε «εναντίον όλων» ρε βόδια, αφού ζείτε σε έναν κόσμο φαντασιακό και δημιουργημένο από τα χωλά μυαλά σας;

(από σφυρίζων, 03/10/13)(από σφυρίζων, 03/10/13)(από σφυρίζων, 08/10/13)Ο αρχετυπικός κλαψομούνης της μπάλας (από Khan, 12/07/14)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Παλαιά δημοσιοκαφρική σλανγκιά για τους υπέρτιτλους στα πρω(κ)τοσέλιδα των εφημερίδων.

Στοχεύοντας στον εντυπωσιασμό, τα μπαλκόνια είναι για τις φυλλάδες ότι και τα παραθύρια για τα δελτία των κωλοκάναλων.

- Πατέρα, έμαθες τα νέα; Η «Ελεύθερη Ώρα» αποκάλυψε ότι οι Εβραίοι έφτιαξαν τον καρκίνο!
- Θα πηδηχτώ από τα μπαλκόνια!

(από σφυρίζων, 04/10/13)(από σφυρίζων, 04/10/13)(από σφυρίζων, 04/10/13)(από σφυρίζων, 04/10/13)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το επίθημα -άδικο πάντα κείτουνταν στο μεταίχμιο του δόκιμου (βενζινάδικο, επιπλάδικο) και τση αργκούς (σκυλάδικο, κωλάδικο). Η χρήση του ως γαμοσλανγκοτετοιο διευρύνθηκε στα ογδόνταζ (φαστφουντάδικο, βιντεοκασετάδικο) και ξέφυγε στα ενενήνταζ με νεόκοπες για την εποχή έννοιες όπως πρωινάδικο και μεσημεράδικο.

Τότενες ξεκίνησε και η εκνευριστική τάση μαγαζιών να υιοθετούν ονομασίες που το εμπεριείχαν, με πρώτο το Βαρελάδικο στον Πειραιά (του οφείλουμε και την έννοια του ελληνικάδικου / ελληνάδικου). Τελικά το γαμήσαμε και ψόφησε· κυριολεκτικά μάλιστα, αν αναλογιστούμε ότι θανατάδικο φέρει την μπράντα «Το Συγχωράδικο».

Το σλανγκρρ γέμει σχετικών λημμάτων που εξακολουθούν να ξεπετάγονται σαν πούτσες σε εαρινό αρχιδόκαμπο. Βουαλά κι ένα σχετικό κατεβατό:

1. Φαγάδικα κ.ά. μαγαζάδικα (ενίοτε δηθενάδικα)

2. (Ξε)νυχτάδικα, ελληνάδικα κ.ά. μουσικάδικα (λαϊβάδικα τε και πεθαμενάδικα)

3. Μουνάδικα, κωλάδικα κ.ά. γαμάδικα

4. Καλτάδικα, καμενάδικα και ταλιμπανάδικα

Κλείνοντας, πεοτείνω ότι κάθε λήμμαν αυτής της συνομοταξίας υποκρύπτει μεγάλο άδικο.

1.
Ήταν η εποχή που η πόλη αλλά και το Πανελλήνιον είχε γεμίσει μαγαζιά με την... πρωτότυπη κατάληξη «-άδικο»

2.
Έχουμε ανοίξει και λειτουργούμε στην οδό Μεσογείων 33-37, Αμπελόκηποι, Αθήνα γραφείο τελετών TΟ «ΣΥΓΧΩΡΑΔΙΚΟ»>> , το οποίο εκτελεί τελετές κηδειών, μνημόσυνων, στολισμούς, αποστολή στεφάνων, ως επίσης...

3.
Ο ένας τσαγάκι, η άλλη ουίσκι.Αυτός κουράζεται, εκείνη δεν πάει στα βαρελάδικα ; Στά ξενυχτάδικα ; Λατιν, έξαλλο ρόκ ή ντίσκο αυτή, αυτός όμως ...τί ;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified