Από γέρους (συνήθως) και αναφερόμενο σε γέρους. Αυτός που απόμεινε μόνος, χωρίς παρέα, φροντίδα, συμπαράσταση... σαν το κούτσουρο, με την έννοια του υπόλοιπου του δέντρου μετά το κουτσούρεμα, ένα κομμάτι κορμού που προεξέχει από το έδαφος, εγκαταλελειμμένο παντελώς.

Περιέχει και δόση γεροντικής γκρίνιας (δικαιολογημένης ή όχι).

Φύγαν και τα παιδιά, άλλο Αμερική, άλλο Αυστραλία, πεθάναν τ' αδέρφια μας, εμείναμε πια δυο κούτσουρα. Ο ένας να θάψει τον άλλον και τον άλλο η βρώμα του...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Εντελώς τελείως clopy paste από -ίδη, είσαι μεγάλο αρχίδι του Dirty talking την 23/02/09.

Όποιος αθλητικός παράγοντας έχει επώνυμο με κατάληξη -άκης (κατά το Βροντάκης), πιθανόν λόγω κρητικής καταγωγής, βρίζεται από τους αντίπαλους φιλάθλους ως μουνάκι, για να βγει η ομοιοκαταληξία. [Προσθήκη: Θέλουν ταίριασμα οι συλλαβές για να βγαίνει το μέτρο, όπως άλλωστε και στο κλοπιμαίον λήμμα.]

«Τέλη Μπατάκη (πού τον θυμήθηκα τώρα)
είσαι μεγάλο μουνάκι
Τέλη Μπατάάάάκη
είσαι μεγάλο μουνάκι» (στο ρυθμό του guantanamera όπως και στο παράδειγμα του ληστευθέντος λήμματος).

(από Khan, 02/07/14)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Tσαπράζι (ουδέτερο). Εκ του τουρκικού çapraz που σημαίνει σταυρός, σταυρωτός, σταυρωτά (copy-paste από πάνω) είναι το χαρακτηριστικό «σταύρωμα» που έχουν τα δόντια των πριονιών, πριονοκορδέλλας, αλυσίδας πριονιού, ώστε να δημιουργείται κενό στο κόψιμο, σε αντίθεση με τα δόντια των μαχαιριών που είναι σε μια ευθεία και γι αυτό σφηνώνουν όταν κόβεται κάτι σκληρό, πχ ξύλο.

Παράγωγα: τσαπράζωμα, τσαπράζης.

- Μουδιασμένο σε βλέπω, τι έγινε;
- Άσε, από τον οδοντίατρο έρχομαι. Μού 'κανε καθαρισμό αλλά με γάμησε...
- Τσαπράζι σού 'κανε;
- Άντε γαμήσου κι εσύ, καραγκιόζη.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Στα Χιώτικα η (συνήθως χειροποίητη) σβούρα.

Απο πού και πώς δεν ξέρω... και δεν το έχω ακούσει κι αλλού (πάσα βοήθεια δεκτή)

Πλανόδιος πωλητής, με το γά(ι)δαρο γύριζε τα χωριά, back in the days, διαλαλώντας: - Ζβίνν... ζβίνν... Αζγαβααάδες και γαιτάνια... (=Σβούρες και κορδέλες)

Got a better definition? Add it!

Published

Από τις βαριοπούλες, τα γνωστά βαριά σφυριά με το μακρύ στειλιάρι, η πιο μεγάλη και πιο βαριά.

Υποπλοίαρχος σου λέει ο άλλος. Έντεκα μήνες έβγαλε αρραβωνιασμένος με τη λούλα...

Βαριοπούλες. Με το κεφάλι των 10 κιλών είναι η λούλσ (από dryhammer, 15/05/14)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

χωματερό (μηχανάκι), χωματερός (αναβάτης)

Γύρω στα '70ς, '80ς αποκαλούνταν χωματερά τα μοτο-κρός, εντούρο, on-off μηχανάκια, όσα δλδ ένοιωθαν πιό άνετα στο χώμα παρά στην άσφαλτο και αντίστοιχα οι οδηγοί τους χωματεροί.

- Είχα μπροστά μου στο φανάρι δυο χωματερά, ότι που κατεβήκαν από το βουνό και με το που ανάβει το πράσινο ξεκολλάνε τσίτα και μου γεμίσανε το παρμπρίζ λάσπες από τα πίσω λάστιχα. Καλά που δεν είχε και κανένα πετραδάκι, θα μου τό 'σπαγαν κι άντε να τους βρεις...

- Γιατί πήρε καθαρόαιμο, χωματερός είναι;
- Όχι μωρέ, για να κάνει σούζες τόχει.

Επίσης δε, τα λάστιχα για χώμα σε αντιδιαστολή με τα ασφάλτινα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Στη μεγάλη ομάδα των εκφράσεων «τον παιρνει Χ και τον δίνει/βγάζει Ψ» πρέπει να προστεθεί και η του λήμματος. Ο κυριότερος λόγος είναι ότι λέγεται με την αντίθετη σημασία από ότι οι άλλες.

Εξηγούμαι: Ενώ το γκρουπ «τον παίρνει Χ και τον δίνει/βγάζει Ψ» έχει μια χροιά υποτιμητική και χαρακτηρίζει παρτόλες και ξεκωλιασμένους, εδώ ο εκφέρων εκφράζει πόθο, θαυμασμό και μερικές φορές και μια πικρία για το ευκταίο αλλ' απραγματοποίητο.

Αξιοσημείωτη είναι η αλλαγή της υφής του οργάνου, που πέραν της απώλειας σκλήρυνσης λόγω ποιοτικής και παρατεταμένης ικανοποίησης, αποκτά και μια άλλη ποιότητα, καθότι άλλο μπαμπακερός κι άλλο βελούδινος.

Σημαντικό ρόλο παίζουν στην ακριβή αποτύπωση του συναισθήματος, τα συμφραζόμενα, η έκφραση του προσώπου, η ηλικία, ο τονισμός ή μη κάποιων λέξεων κλπ, όλα αυτά που μπορούν ακόμα και μια αθώα έκφραση να την σλανγκοποιήσουν και το ανάποδο.

  1. Παρέλαση παστακοειδών ψωλέτων σε πρωινάδικο για επίδειξη μαγιώ.
    - Η. Πώς σου φαίνεται εκείνο το πουά; Θα μου πηγαίνει;
    - O. Ωραίο είναι... πολύ ωραίο... όλα ωραία είναι... (πνιγμένος λυγμός- μέσα απ τα δόντια- Όχι πάνω σου! Σε 'τούτες που τον παίρνουν πέτσινο και στον δίνουν βελουδένιο μάλιστα!)

  2. - Μαλάκα, μού κατσε χτές μιά, τί να λέμε τώρα!!
    - Καλή, μαλάκα, έλεγε;
    - Tί έλεγε, παραμιλούσε!!! Ένα σου λέω, μου τον πήρε πέτσινο αποβραδίς και το πρωί μου τον έδωσε βελουδένιο (ακολουθεί περιγραφή καταστάσεων, φάσεων κλπ σκηνικών, επιπέδου προεκλογικών υποσχέσεων ή έστω επιστροφής κυνηγών)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

(Κατόπιν προτροπής του Μεγάλου Χάνου. Έκδοση βελτιωμένη και επηυξημένη).

Έτσι αποκαλούσαν το τεπόζιτο των παλιών μηχανακιών (πριν τα παπάκια κλπ) και (ιδιαίτερα) των μοντέλων ΜΖ δεκαετίας '60 - '70 που τελείωνε κάθετα στην σέλα, επειδή όταν φρέναρες γλιστρούσες μπροστά στο λείο πλαστικό κάλυμμα της σέλας και σταματούσες με τ΄ αρχίδια στο τεπόζιτο.

Αργότερα οι γιαπωνέζοι (πρώτοι) έβαλαν τεπόζιτα με μια ανηφορική καμπυλότητα και μετά με μια επικάλυψη - συνέχεια της σέλας για να το γλυκάνουν το πράμα.

Μιλάμε πάντα για μότο του εμπορίου. Οι racing της εποχής είχαν κάθετα τεπόζιτα αλλά σ' αυτές καθόσουν τέρμα πίσω για να σκύβεις και πάνω από το τεπόζιτο, οπότε στο φρενάρισμα δεν πήγαινες μπροστά λόγω της γωνίας των μηρών με το σώμα που κρατούσε κόντρα.

Οι εικόνες μιλάνε...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Στα λεξικά ευρίσκεται με τη σημασία του οπτικού (κυρίως) ή ηχητικού σήματος, νεύματος απο το signal.
Στα βαπορίσια σινιάλο λέγεται και το διακριτικό σήμα (λογότυπο) της κάθε ναυτιλιακής εταιρίας, όπως είναι αποτυπωμένο στην τσιμινιέρα του πλοίου. Εδώ εννοείται όλο το σετ: Χρώμα τσιμινιέρας, λωρίδες, κύκλοι κλπ (άν υπάρχουν) και βέβαια το χαρακτηριστικό σχέδιο. Ανάλογο με το πίσω (κατακόρυφο) φτερό των αεροπορικών εταιριών.
Επειδή η ναυτική ορολογία μεταφέρεται και στην ξηρά, ως σινιάλο χαρακτηρίζεται και το διακριτικό σήμα στις μάρκες αυτοκινήτων, μοτό, ακόμα και (τραβηγμένα) το ιδιαίτερο χαρακτηριστικό κάποιου ατόμου ή και ζώου.

Στα βαπόρια, στις ατελείωτες μέρες παραμονής στο αγκυροβόλιο (στη ράδα) περιμένοντας τη σειρά τους να μπουν στο λιμάνι, συνηθίζεται να δημιουργούνται γνωριμίες μεταξύ αξιωματικών της γέφυρας μέσω κουβέντας από το VHF. Σε μια τέτοια περίπτωση, δυο καπετάνιοι, γνωρίστηκαν από το VHF, είχαν κάθε βράδυ κουβέντα, αντάλλασαν πληροφορίες, διηγούνταν ιστορίες (καλή ώρα σαν κι αυτή που γράφω) μέχρι πού μετά από ενάμιση μήνα περίπου ήρθε η ώρα να μπουν στο λιμάνι. Τότε, έχοντας γίνει σχεδόν φίλοι, συμφώνησαν το βράδυ του κατάπλου, όταν πια θα έχουν ξεμπερδέψει με όλα τα διαδικαστικά, να βρεθούν κι από κοντά να πιούνε κι ένα ποτήρι βρε αδερφέ.
- Λοιπόν, στις εννιά στην πύλη, ΟΚ;
- OK! Και πώς θα σε γνωρίσω;
- Εύκολα. Είμαι κοντός με κοιλιά και έχω και φαλάκρα.
- Όμορφα σινιάλα έχεις...
- Άντε ρέ γαμήσου, που θα με κοροϊδέψεις κι από πάνω (ακολούθησε βρισίδι και δεν συναντήθηκαν ποτέ...)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ρήμα που παράγεται από τό τσόκαρο > τσούκαρο (κατα το τρόμπα > τρούμπα) και ιδίως απο τον ήχο πού κάνουν κατα τό βάδισμα, εκείνο το ξερό στακάτο τακ -τακ. Εννοείται οτι μιλάμε για τα αληθινά τσόκαρα που φορούσαν οι πλύστρες το πάλαι και όσοι - όσες είχαν να δουλέψουν σε νερά, να πατήσουν σε λάσπες και βρωμιές και όχι τα ανατομικά του Dr. Scholl (που κι αυτά, άμα φαγωθεί η σόλα, έτσι τσουκαράνε). Πρβλ τα cloggs στη Ολλανδία κι εκείνα τα ταβλάκια με τις δυό τραβέρσες στην άπω ανατολή.

Το ρήμα τσουκαράω / τσουκαρίζω χρησιμοποιείται για:

  1. Να περιγράψει κάθε ξερό επεναλαμβανόμενο χτύπο ( όχι απαραίτητα ρυθμικό).

    i. Έριξα τα κουτιά με το γάλα (κονσέρβες) χύμα στη μπαγκαζιέρα και τσουκαρούσαν σ' όλο το δρόμο.
    ii. Όταν βρέχει, βγαίνω στο μπαλκόνι κι ακούω τη βροχή να τσουκαράει στούς τσίγκους.

  2. Χτύπημα εκούσιο ή ακούσιο ή και πτώση, αρκεί να είναι ξαφνικό (= απροειδοποίητο)

    i. Εκεί πού μιλούσε η Ρίτσα κι είχε αρχίσει να ροπιάζει, της τσουκαράει ο Κώστας ένα σκαμπίλι κι είδε το Χριστό φαντάρο.
    ii. Πρόσεχε με το μηχανάκι τώρα που 'βρεξε, μην τσουκαρίσεις σε κάνα τοίχο κι έχουμε κι άλλα.
    Πάνω στο χορό χλωμιάζει και τσουκαράει κάτω.

  3. Συνοπτική περιγραφή συνουσίας

    Της τον τσουκάρισα πίσω από το σπιτάκι του κήπου και δεν έβγαλε κιχ.

Εν χρήσει (περιορισμένη πια, μην μας πούνε και χωριάτες) στη Χίο (για αλλού δεν ξέρω, ίσως).

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified