Ο παίκτης που δεν παίζει, αλλά είναι παγκίτης, κι ακόμα χειρότερα, καθώς κάθεται στα αποδυτήρια.
Τι το ήθελε να πάει στη Ρεάλ; Όλη τη χρονιά αποδυτηριάκιας την έβγαλε.
Ο παίκτης που δεν παίζει, αλλά είναι παγκίτης, κι ακόμα χειρότερα, καθώς κάθεται στα αποδυτήρια.
Τι το ήθελε να πάει στη Ρεάλ; Όλη τη χρονιά αποδυτηριάκιας την έβγαλε.
Got a better definition? Add it!
Published
Μια κατάσταση που είναι τόσο απελπιστική, ώστε δεν έχει νόημα να κάνεις κάτι. Ιδίως αν δίνεις λεφτά. Λέγεται πολύ από τα ΜΜΕ για καταστάσεις στην Ελλάδα της κρίσης.
Γερμανική Ακροδεξιά: Ρίχνουμε χρήματα σε ένα βαρέλι χωρίς πάτο.
Βαρέλι χωρίς πάτο ο ΕΟΠΥΥ.
Βαρέλι χωρίς πάτο τα νέα μέτρα.
Βαρέλι χωρίς πάτο η Ευρωπαϊκή Ένωση.
Βαρέλι χωρίς πάτο η ύφεση.
Got a better definition? Add it!
Published
Η γριά, η γριέτζω. Το λέμε και σαν βρισιά όταν κάποια γρια κάνει την μπεμπέκα.
Από τον perketis.
Πλακώθηκε το γρίτζελο στα μπότοξ και μου ψάχνει και γαμπρό τώρα!
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Το διαπραγματευτικό όριο που θέτει μία πλευρά σε μια διαπραγμάτευση πέρα από το οποίο έχει αποφασίσει να μην υποχωρήσει. Μια έκφραση που την ακούμε συνέχεια από τα ΜΜΕ τον τελευταίο καιρό.
Από τον allivegp.
Κόκκινη γραμμή είναι η προστασία της πρώτης κατοικίας των ασθενέστερων ομάδων δήλωσε ο υπουργός μετά τη συνάντηση με την Τρόικα.
Got a better definition? Add it!
Published
Η λεχρίτισσα, η βρωμιάρα, η παρακμιακή.
Με αυτές τις λεχρόλες που έβγαινε, πώς δεν το είχε τσιμπήσει το αφροδίσιο νωρίτερα θαύμα είναι!
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Θηλ.: το μέρος ανάμεσα στα στήθια μιας γυναίκας.
Έσκασε μύτη με ένα ντεκολτέ που φαινόταν όλη η μεσοβυζιά της! Όλη όμως!
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Η απαίτηση φωνάζοντας «μπις» να επαναληφθεί κάτι, όπως ένα τραγούδι, ή το μέρος μιας παράστασης, ή να ανέβουν και πάλι οι συντελεστές της παράστασης στη σκηνή για να χειροκροτηθούν. Από το γαλλικό bis που σημαίνει δύο φορές.
- Καλά, το καλύτερό του τραγούδι δεν είπε.
- Φαίνεται ότι το κρατάει για το μπιζάρισμα.
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Οι ξηροί καρποί, αμύγδαλα και φιστίκια, με τα οποία συνοδεύουμε τα αλκοολούχα ποτά. (Από perketis)
Πες στη σερβιτόρα να φέρει το ουίσκι και τα πρώτα ξηροκαρπίδια κι έρχομαι!
Έτσι, τώρα που αποκλειστήκατε, μπυρίτσα, ξηροκαρπίδια, και από τον καναπέ!
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Ο παίκτης που μένει πάντα στον πάγκο και δεν παίζει. Γενικά αυτός που παρακολουθεί παθητικά τις εξελίξεις και δεν συμμετέχει πουθενά, αλλά τον έχουν όλοι κλασμένο.
Ντάξει μπήκε στην κυβέρνηση, αλλά ήταν βασικά παγκίτης, δεν έκανε και τίποτα...
Got a better definition? Add it!
Published
Το τρίπτυχο του κλασικού άντρα που ρίχνει πούτσα, αλλά βλέπει και μπάλα και δε σηκώνει πολλά πολλά. Επίσης «πούτσα ξίδι και κοψίδι».
Απορώ πώς μια κοπέλα με τα πτυχία της, αλλά και εμφανίσιμη και ερωτεύσιμη, κατέληξε με αυτόν τον πούτσα μπάλα και τραμπάλα!
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified