Χημική ουσία που υπάρχει στον οργανισμό της γυναίκας με μεταβλητή συγκέντρωση. Είναι η ουσία που ρυθμίζει την δεκτικότητα της γυναίκας στο αντρικό φλερτ. Όταν πέφτουν τα επίπεδά της στο αίμα, συνήθως εμφανίζεται μια φίλη της και της κάνει την ενδοφλέβια ένεση κατευθείαν στην καρδιά.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Λέξη που χρησιμοποιούσαν οι αρχιερείς των στημένων αγώνων στην Ελλάδα για να προσδιορίζουν τους Ασιάτες bookmakers, που τους έδιναν τις καλύτερες αποδόσεις ενώ παράλληλα τους επέτρεπαν και τα μεγαλύτερα δυνατά πονταρίσματα.

- Έλα αγορίνα. Πόσα έβαλες στον Κινέζο;
- 100.000 ευρώ κύριε Μάκη.
- Μπράβο αγορίνα, τα λέμε, φιλάκια.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Λέξη τουρκοαραβικής πρεοελεύσεως [< τουρκική kitap < αραβική كتاب (kitāb, ιερό βιβλίο)], που σημαίνει το πρόχειρο βιβλίο στο οποίο κρατάμε σημειώσεις. Μεταφορικά μπορεί να χρησιμοποιηθεί με τόνο σαρκασμού από έναν υποχθόνιο και βρωμερό άνθρωπο, ο οποίος φακελώνει τους άλλους στα κιτάπια του μυαλού του.

- Πόσα χρωστάω μωρή μπακαλόγατα;
- Κάτσε μαγκάιβερ μου ν' ανοίξω τα κιτάπια μου... 47 Ευρώ.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το παρακμιακό σκυλάδικο προηγούμενων δεκαετιών, που συνδύαζε την μέχρι πρωίας παραγωγή κακόηχων τραγουδιών του είδους με την παροχή υπηρεσιών ερωτικού περιεχομένου από γυναίκες ελευθέρων ηθών, που βγαίνανε που λέμε στο κλαρί. Χαρακτηριστικό παράδειγμα κλαριτζίδικου αποτελεί το σκυλάδικο «Βιετνάμ» στην ταινία «Όλα είναι δρόμος» του Παντελή Βούλαρη.

Το είδος των συγκεκριμένων «καταστημάτων» αρχίζει να εκπλείπει με τα χρόνια, παράλληλα με την μετάλλαξη της ελληνικής μουσικής που απομακρύνεται όλο και περισσότερο από τα παλιό λαϊκό της ύφος και επηρεάζεται με έναν εμφανώς καλτ τρόπο από την αμερικάνικη μουσική βιομηχανία σε συνδυασμό με την μαζικοποίηση του σκυλάδικου και την εδραίωση του στην ελληνική μουσική σκηνή.

Πλέον, τέτοια μαγαζιά μπορεί να βρει κανείς σε ξεχασμένες επαρχίες που διψάνε για γυναικεία σάρκα ή σε παρατημένες αστικές ζώνες όπου δεν υπάρχει οικιστική συγκέντρωση και περνάνε απαρατήρητα. Συνήθως, βρίσκονται πάρα πολύ κοντά σε κάποια Εθνική Όδο (χαρακτηρστικό παράδειγμα η Εθνική Οδός Αθηνών-Λαμίας) με σκοπό να εξυπερετούν τους διερχόμενους νταλικέρηδες, που ψοφάνε στην πλειονότητά τους για τέτοιου είδους διασκεδάσεις. Παρόλα αυτά, πρόκειται για πολυσυλλεκτικούς χώρους, όπου μπορεί να βρει κανείς από νταβάδες μέχρι δικηγόρους ή εισαγγελείς ή γενικότερα ανθρώπους που την ημέρα έχουν μια καθώς πρέπει θέση στην κοινωνία.

Σ' ένα υπόγειο της Βάθης κλαριτζίδικο
μ' ένα γαρύφαλλο στ' αυτί καρικατούρα
μισοτοιχία να βρωμάει το σουβλατζίδικο
και η πελατεία ξαπλωμένη απ' τη μαστούρα

(από το τραγούδι της Ελένης Βιτάλη «Εγώ τραγούδαγα»)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Λέξη η σημασία της οποίας γίνεται αντιληπτή στην Βόρεια Ελλάδα κυρίως και βασικά στη Θεσσαλονίκη. Δεν την χρησιμοποιούμε συχνά στην πρωτεύουσα λοιπόν γιατί μάλλον δεν θα μας καταλάβει κανείς. Το λάμδα εξυπακούεται ότι είναι παχύ σαν τον Βαγγέλη τον Βενιζέλο.

Πρόκειται φυσικά για την πασίγνωστη σε όλους μας ρετσίνα «Μαλαματίνα», το αλκοολούχο νέκταρ των φτωχών πλην τίμιων καφενόβιων. Συνοδεύοντας συνήθως λίγο τσιτσί δημιουργεί έναν συνδυασμό που μένει αξέχαστος. Αλλά πού να ξέρουμε εμείς οι χαμουτζήδες...

- Τι θα πιείτε παιδιά;
- Εγώ μια μπύρα.
- Κι εγώ μια μαλ(λ)άμω.
- Έγινε.

(από Παγράτσου Κολιάτι, 22/10/13)(από allivegp, 23/10/13)

Επώνυμα ξίδια: μαλάμω (Μαλαματίνα), Ιωάννης Βαδιστής, ο Γιάννης που πορπατάει, Περπατόγιαννος (Johnnie Walker), πέρδικα, φάμους γκράους (Famous Grouse), εκατό πίπες (100 Pipers), δεκατεσάρ' (Cutty Sark), θείος Τζακ (Jack Daniels).

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Λέξη που αποτελεί γεωγραφικό προσδιορισμό και αναφέρεται σε μια συγκεκριμένη χώρα: την Αλβανία. Την ακούς με όλο και μεγαλύτερη συχνότητα, όσο πιο κοντά βρίσκεσαι στα σύνορα με την συγκεκριμένη χώρα (Ιωάννινα, Θεσπρωτία). Είναι τύποις συνθηματικό, όμως όλοι καταλαβαίνουν τι ακριβώς εννοείς.

  1. - Θα πας μέσα το Σαββατοκύριακο;
    - Ναι, θα πάρω τη γυναίκα και θα πάμε.
    - Ποιος τη χάρη σου Λεντιόνα! Θα σε πάει και στο εξωτερικό ο άντρας σου!

  2. - Από πού είσαι ρε;
    - Από το Αργυρόκαστρο.
    - Από μέσα είσαι πουλάκι μου;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Λέξη που χρησιμοποιείται υποτιμητικά από τους πολιτικούς μηχανικούς απέναντι στους αρχιτέκτονες. Οι δεύτεροι έχουν μια τάση να πιστεύουν ότι εκτός από μηχανικοί είναι και καλλιτέχνες. Οι πολιτικοί μηχανικοί γνωρίζοντας ότι δεν είναι τίποτα από τα δύο, αμολάνε αίφνης την άνωθεν λέξη και τους γειώνουν.

H λέξη εμπεριέχει πολλά κιλά μπαρούτι και πρέπει να χρησιμοποιείται με μεγάλη προσοχή, ιδίως αν ο εν λόγω αρχιτέκτονας είναι γυναίκα. Η αλυσιδωτή αντίδραση της εκφοράς της λέξης προκαλεί συνήθως ταραχή, ρίγη και την εύκολη ανταπάντηση «...άσε μας ρε μπετατζή!», που όμως δεν πείθει κανέναν.

- Kαι πού είπαμε σπουδάζεις;
- Αρχιτεκτονική στο ΕΜΠ.
- Α, μοδιστρούλα δηλαδή;
- Άσε μας ρε μπετατζή!

(από Khan, 11/11/13)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Λέξη που χρησιμοποιείται υποτιμητικά και με επιθετικότητα -συνήθως για να διακόψει κάποιον την ώρα που λέει βαρύγδουπες μαλακίες.

Προέρχεται από διπλή μπλόφα εκφοράς της λέξης monsieur, που στα γαλλικά σημαίνει κύριος. Αυτός που την χρησιμοποιεί ξέρει ότι εκφέρεται μεσιέ, αλλά προτιμά την «παρωδία» μονσιέρ, προσθέτοντας και μια τάση ευτελισμού της δήθεν ξενικής αστικής παιδείας του συνομιλητή του. Χρησιμοποιείται μόνο για άνδρες.

- Μπλα, μπλα, μπλα, βαρύγδουπες μαλακίες...
- Δε μου λες ρε μονσερί... Έχει κι άλλον σαν εσένα η μάνα σου;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο φοιτητής σχολής Πολιτικών Μηχανικών.

...φλώροι, φλώροι, ΔΑΠίτες πρωτοπόροι, εδώ είναι μπετατζήδες, δεν είναι Fame Story...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Σύνθετη λέξη (ξεφτίλα + πούστης) που χαρακτηρίζει τον ομοφυλόφιλο που κάνει κρα λόγω της κραυγαλέας θυληπρεπούς του εμφάνισης που συνδυάζεται με γυναικεία φωνή και γενικότερα γυναικωτούς τρόπους.

Ρε τον ξεφτιλόπουστα! Βαμμένο μάτι και φτερά στην πλάτη...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified