Μούρλια, τρέλα.
Η ζούρλια δε πάει στα βουνά.
Η ζούρλια η μούρλια και το κακό συναπάντημα.
Η ζούρλια πάει σύννεφο.
Μούρλια, τρέλα.
Η ζούρλια δε πάει στα βουνά.
Η ζούρλια η μούρλια και το κακό συναπάντημα.
Η ζούρλια πάει σύννεφο.
Got a better definition? Add it!
προγκάω = διώχνω, ξαφνιάζω, φοβίζω, τρομάζω.
πρόγκα = κάτι που σε φοβίζει.
Το γαϊδούρι πρόγκηξε από το δυνατό θόρυβο = το γαϊδούρι τρόμαξε από το δυνατό θόρυβο.
Η μύτη της μας πρόγκηξε = η μύτη της μας φόβισε.
Έχει μια μύτη πρόγκα = έχει μια μύτη άσχημη που σε φοβίζει.
Got a better definition? Add it!
Κάποιος μπαίνει Σόλων κυριολεκτικά, όταν χάνει ένα παιχνίδι στην πρέφα και δίνει πόντους σε όλους τους αντιπάλους. Μεταφορικά για κάποιον που πληρώνει για όλους.
Λογοπαίγνιο με το σ' όλων < σε όλων, δηλαδή «σε όλους, δίνει σε όλους».
Σολαρία, η κατάσταση κάποιος να μπαίνει σόλων τακτικά στη πρέφα.
Του κάναμε μεγάλο χουνέρι, χωρίς να έχει καλό χαρτί, την πάτησε και τονε βάλαμε Σόλων.
Got a better definition? Add it!
Γιοργάδα = το τρέξιμο του αλόγου με σωστό ρυθμό, ο καλπασμός (ίσως από το γοργός).
Γιοργαλίδικο = το άλογο που πάει γιοργάδα.
Μεταφορικά για άνθρωπο που τον έχουν βάλει κάποιοι να δουλεύει.
Να έβλεπες εχθές πως έτρεχε ο Νίκος με το άλογο, το πήγαινε γιοργάδα.
Πάρε αυτό το άλογο, είναι γιοργαλίδικο, θα με θυμηθείς.
Άμα πεις του Νίκου τι να κάνει, μετά πάει γιοργάδα μόνος του.
Got a better definition? Add it!
Ελαφρά ζαλάδα, αίσθηση αδυναμίας.
χαημάρα < χαημός < χαμός (χάνομαι)
- Αισθάνομαι μια χαημάρα σήμερα, δεν ξέρω τι φταίει. - Κάτσε στη καρέκλα λίγο να μη πέσεις.
Got a better definition? Add it!
Πέσιμο από γαιδούρι, μηχανάκι, μεταφορικά και με αυτοκίνητο, πέσιμο σε κολώνα, τοίχο, συνήθως με ευθύνη του αναβάτη-οδηγού.
Παράγωγα: στροφιάζω, στροφιάζομαι.
Εκεί στο δρόμο στροφιάστηκε εχθές με το χόντα ο τάδε και έφαγε τα μούτρα του. (για κάποιον που έτρεχε με το μηχανάκι και έπεσε)
Στρόφι ντε! (κακή ευχή, για να πέσει κάποιος που είναι απρόσεκτος)
Στροφιάσου. (διαταγή σε κάποιον να κάτσει στη καρέκλα ή να πέσει κάτω)
Πτώσεις: μπίστος, σαβούρδα, σαβούρτα, σαβούρντα, σαβούρα, σάρα, σούπα, στρόφι.
Got a better definition? Add it!
Σανίδες η μια καρφωμένη δίπλα στην άλλη, ώστε να φτιάχνουν ξύλινο πλαίσιο, πάνω σε δέντρο, μουριά συνήθως, όπου κοιμούνταν τα καλοκαίρια οι αγρότες για να φυλάνε τη σταφίδα ή τις καλλιέργειές τους από κλέφτες.
Μεταφορικά, το κεφάλι που είναι πλακέ πίσω.
Οι δικοί μου κοιμόνταν στη φρουτζάτα πάνω στη μουριά.
Αυτός έχει ένα κεφάλι φρουτζάτα.
Got a better definition? Add it!
Πολύ ξερό, που δε τρώγεται, κυρίως για ψωμί.
Αυτό το ψωμί είναι πρέσβελο, το έχουν ψήσει πριν από 2 εβδομάδες, δε τρώγεται λέμε.
Got a better definition? Add it!
Αυτός που φοβάται πολύ. Στον πληθυντικό κιοτήδες, στον αόριστο κιότεψα.
Got a better definition? Add it!
Αυτό που δεν είναι μοιρασμένο σε μέρη, που δεν έχει μοιραστεί ακόμα.
Τα αδέλφια κληρονόμησαν πολλά σπίτια, αλλά ακόμα τα έχουν αμοίραγα.
Got a better definition? Add it!