Εκ του αγγλικού choke, πνίγομαι, ασφυκτιώ. Χρησιμοποιείτε όταν κάποιος κομπλάρει, κολλάει, κολώνει και δεν φέρει σε πέρας την (όποια) αποστολή του. Οφείλεται συνήθως σε ψυχολογικούς λόγους, φυσικά σε παθητική φωνή διότι το παθαίνεις.

Τσόκαρε ρε συ ο Μπάμπης, εκεί που χλάτσωνε για πλάκα τα τρίποντα δεν έβαλε τίποτα και γαμήθηκε η φάση, χάσαμε…

'Ηταν να την πέσει στην γκόμενα ο Λάκης αλλά τσόκαρε ο μαλάκας και πήρε τα αρχίδια μου (του)

Got a better definition? Add it!

Published

Κατηγορία ύβρεως που επικεντρώνεται στην απαξίωση της μητέρας του άλλου. Βαριές κουβέντες όπως: «Σου γαμώ τη μάνα (την πουτάνα)», «γαμώ το μουνί που σε πέταγε» κατηγοριοποιούνται ως γαμωμάνες.

- Θα αρχίσω τις γαμωμάνες με το μαλάκα που μπλέξαμε
- Έλα ρε συ ξεκόλλα!
- E κοίτα που πάρκαρε το αρχίδι!

- Σου γαμώ τη μάνα ρε!
- Την έχεις δει ρε μαλάκα τη μάνα μου πως είναι; Αν την πηδήξεις μπράβο σου (twist of the plot)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Παρόλο που υπάρχει ο όρος «της πουτάνας», εμπλουτίζω με την (καλή πρόθεση) «Θα».

Συνώνυμα, θα γίνει χαμός, θα φύγουν τα τσιμέντα.

-Καλά μιλάμε, το Μαράκι έστειλε κίνκι μήνυμα στο κινιτέισον, θα γίνει της πουτάνας το βράδυ...!

-Έφτιαξε το θερμοσίφωνο ο μπάρμπας ή λέει μαλακίες; Θα γίνει της πουτάνας, δεν μπορούμε να κάνουμε ένα μπάνιο. Περιμένει και το Μαράκι έξοδο.

-Έχω τα γενέθλιά μου σήμερα. Θα το γιορτάσουμε. Θα οργανώσουμε τη μεγαλύτερη παρτούζα.
-Θα γίνει της πουτάνας. Εδώ.

(από Metrononos, 28/03/14)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ακούστηκε σε στρατόπεδο της Ελληνικής επικράτειας γύρω στο 1996-1997. Επιφώνημα και προσκάλεσμα για χαλαρότητα, λούφα και γενικά καλοπέραση, ίσως ρίχνοντας τα βάρη στους άλλους, μια φιλοσοφία που εστιάζει στη γείωση των όποιων μιλιτέρ προβλημάτων. Ο συνδυασμός ηρεμιστικών χαπιών τα οποία προσφέρουν την προσδοκούμενη ντάγκλα και το κλασικό σνακ των ελληνικών δυνάμεων έχει ως αποτέλεσμα μια κατάσταση ζεν η οποία αντισταθμίζει τη δύσκολη, και καλά, ζωή των στρατιωτών μας.

Και καμπάνα να φάμε δεν πειράζει μάγκες, αρντάν και κρουασάν.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

'Αλλη μια έννοια της υπερκλασικής, αιώνιας και πολυχρηστικής λέξης "μαλάκας".Όταν προηγείται το άρθρο "ο" και ακολουθεί η κτητική αντωνυμία "σου" το πράγμα βαραίνει, είναι προσβόλα και είμαστε λίγο πριν από το ξύλο. Επίσης μπορεί να σημαίνει απλά το έτερον ήμισυ.

— Μαράκι πες στον μαλάκα σου να μην παρκάρει πετάει τα σκουπίδια από το μπαλκόνι, θα τον εγαμήσω.

— Σκάει η Λένα με το μαλάκα της στο πάρτυ, τι φλώρος ρε μαλάκα

Got a better definition? Add it!

Published

-Άσε ρε Κωνσταντίνε με τις φαντασιώσεις σου, όταν βγεις από τον κόσμο του Μarlboro θα δεις πόσο καριολάκι ήταν η Εύη και σε έπαιζε, το έτρωγε και από αλλού το παλούκι λουκ.

-Άσε με ρε μαλάκα και εσύ, πιάσε ένα τσιγάρο..

Στον κόσμο του Marlboro (ή ο κόσμος του Marlboro). Μια ουτοπία born in usa όπως μας την παρουσίασαν οι παλιές διαφημίσεις του Marlboro, γκαομπόυδες με θεληματικά πιγούνια, άλογα και γενικά ένας αέρας γουέστερν land of the free φάση. Η προσγείωση στην πραγματικότητα μπορεί να είναι σκληρή, το τσιγάρο σκοτώνει, τα άλογα όταν γεράσουν επίσης και οι γκαμπόυδες δεν είναι και τόσο άνδρες (πουστοαστείο)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το ψωλόζωνο ή ψωλοζώνη, ανήκει στην κατηγορία των ερωτικών βοηθημάτων, μετάφραση από το αγγλικό strapon, πλαστικό πέος με τη βάση του σε ζώνη για ποικιλία στο σεξ. Φοριέται από άντρες και γυναίκες, οι μεν ως ζωσμένοι παθητική φωνή οι δε(ν) ως ζωσμένες ενεργητική φωνή. Η όλη πρακτική περιγράφεται και ως στραπονιάρισμα, το ψωλοζωνάρισμα δεν συναντάται ακόμα.

- Ρε Μάκη τι είναι αυτή η Νάνσυ ρε συ;
- Τι έγινε ρε Τάκη;
- Πάνω στο σεξ φόρεσε ψωλόζωνο
- Γούσταρες στραπονιάρισμα;
- Α γαμήσου κι'εσυ....

Got a better definition? Add it!

Published

Γυναίκα ανάμεσα στα 45-60, με απλά λόγια ένα σιτεμένο μετα-μιλφ προς το προ-γκιλφ. Ο χαρακτηρισμός προιδεάζει για παρουσιάσιμη, σεξουαλική και ώριμη γυναίκα, είτε και όχι.

Παράδειγμα εδώ

-Τι έγινε Νικολάκη με την πουράτζα που σε γυρνόφερνε;

-Καλά μωρε, πέφτει κανάς φιρφιρίκος που και που

-Καβάτζα η πουράτζα δηλαδής

Παρ 2

Λέω και γω θα σκάσει το μιλφάκι από το γαμησοσαιτ και θα γίνει σκηνικό και σκάει τελικά μια πουράτζα, εντελώς θείτσα, έγινα λούης

Got a better definition? Add it!

Published

Εν ολίγοις, αυτός που προσπαθεί να περάσει το μέσο όρο στο χόμπυ/πεδίο που τον ενδιαφέρει, συνήθως ερασιτέχνης και συνήθως σπασαρχίδης. 'Ενας επαγγελματίας δεν μπορεί να χαρακτηριστεί ως επιδοσάκιας. Ερασιτέχνης δρομέας με τα σούπερ ντούπερ ντράι φιτ φανελάκια και τα παπούτσια με γέλη, παρόλο που έχει αφιερώσει χρόνο, και θα μπορούσες να του δώσεις και ένα ρισπέκτ, σου σπάει τ’αρχίδια με τις χρονομετρήσεις κτλ κτλ. Θετικό επίσης ότι κρατιέται σε φόρμα και δεν έχει κάνει κοιλαρόνι, μπάκα στο πιο επιστημονικό, αλλά στα 45 προσέχει μην χάσει το παιχνίδι με τα γκομενάκια (συνήθως μικρότερα). Επίσης, κομπιουτεράδες που βάζουν τα ψηφιακά τούρμπο μπας και δουν τσόντα 5msec πιο γρήγορα θα μπορούσαν τα χαρακτηριστούν ώς επιδοσάκιδες-και στη μαλακία.

- Ρε τι μαλάκας αυτός ο δρομέας, πήρε φόρα και έπεσε στη λάσπη, χαχα -Επιδοσάκιας.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κοινώς οι ψεκασμένοι, τσιπάκια παντού, συνομοσία ερπετοειδών κτλ κτλ ο ψέκας σαν συντομογραφία προσθέτει λούμπεν πόντους στο ήδη καμένο (sic) και ψεκασμένο.

- Θα μας γεμίσει ο Μπιλ Γκέιτς τσιπάκια με τις μάσκες
- Ασε ρε μάλακα ψέκα, μας έχεις πρήξει με τις παπαριές σου
- Ναι ρε, αλήθεια είναι....

Got a better definition? Add it!

Published