σαλούβαρδος / σαλουβάρδα / σαχλιαμπάκος

Ονομασία του εικονιζόμενου ψαριού με την επιστημονική ονομασία Phycis Phycis, που ζει στις περισσότερες ελληνικές θάλασσες και αναγνωρίζεται με πολλά ονόματα, ανάλογα με την περιοχή, όπως σαραβάνος, ποντικός, ποντίκι, ποντικόψαρο, σκορδαλός, μιχάλης με πιο συνηθισμένο το σαλούβαρδος. Το σαχλιαμπάκος δεν τό'χω ακούσει πουθενά αλλού, εκτός από την Κύθνο. Αν υπάρχουν κι άλλες ονομασίες ή τυχόν διορθώσεις, ευπρόσδεκτες.

ΣΑΛΟΥΒΑΡΔΟΣ

Είναι ψάρι χαμηλού κόστους, αλλά κατά τη γνώμη μου ιδανική συνοδεία της σκορπίνας (μαζί με λύχνους, δράκαινες, χειλούδες και ό,τι άλλο πετρόψαρο υπάρχει διαθέσιμο) για νόστιμες κακαβιές! Έχει άσπρο, τρυφερό και αρκετά νόστιμο κρέας, αλλά, εξ αιτίας της κακομούτσουνης εμφάνισής του, δεν είναι ιδιαίτερα δημοφιλές στο ευρύ κοινό, εξ ου και η χαμηλή τιμή. Η εμφάνισή του είναι η αιτία και άλλων χρήσεων του ονόματός του στη ντοπιολαλιά της Κύθνου. Αυτός, άλλωστε, είναι ο λόγος και της παρουσίας του στο παρόν λήμμα.

Έτσι μια γυναίκα με άσκημη κορμοστασιά ή κακομούτσουνη τη λένε σαλουβάρδα.

-Τά 'μαθες Πελέγρα*; Ο Νικολός θα πάρει τη Μαρία. -Αυτή τη σαλουβάρδα; Κρίμας ταύτονε!

*Πελέγρα: γυνακείο όνομα, αρκετά συνηθισμένο στην Κύθνο. Ταυτίζεται με το Πελαγία. Ετυμολογικά προέρχεται από το Ιταλικό pellegrino:προσκυνητής (τα χρόνια της Ενετοκρατίας [13ος-16ος αιώνας] οι προσκυνητές, των αγίων τόπων συνήθως, ερχόταν από το πέλαγος).

Άλλη χρήση του,από τους ψαράδες συνήθως (λόγω του σχήματός του) υπονοεί το πέος.

(Από τα χρόνια του μεσοπολέμου) Νέος ψαράς,με πέντε αδερφές που πρέπει να παντρέψει (κλασσική ιστορία) παραπονιέται στον πατέρα του, γιατί δέν τον έκανε κι αυτόν κορίτσι. Η απάντηση του πατέρα: "Άμα ήσουνε κορίτσι θά 'τρωες ένα σαλούβαρδο να!" φέρνοντας τη παλάμη του ενός χεριού στο ύψος του αγκώνα του άλλου.

Τέλος το όνομα σαχλιαμπάκος, που χρησιμοποιείται (όπως πιστεύω) αποκλειστικά στην Κύθνο και επιτείνει την άσκημη εικόνα που έχει ο κόσμος για το καημένο το ψάρι, χρησιμοποιήθηκε τις δεκαετίες του ΄70 και του '80, από τους ανθρώπους του λιμανιού κυρίως, για να χαρακτηρίσει (υποτιμητικά) τους "αδέσποτους" τουρίστες με τα σακκίδια, που έφταναν στο νησί και δεν φημίζονταν για την επιμελημένη εμφάνιση και την καθαριότητά τους.

Διάλογος μεταξύ "καμακιών" της εποχής:

-Έφερε πράμα το βαπόρι σήμερα; -Ψιλοπράματα! Ένα τρία-μηδέν* και πεντέξι σαχλιαμπάκους!

*τρία-μηδέν: τρεις τουρίστριες μόνες τους (αυτές, πάντα ευπρόσδεκτες!)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Μιά ακόμα λέξη από τη ντοπιολαλιά της Κύθνου (άκρως ποιητική κατά τη γνώμη μου), που σημαίνει χάνω, βάζω (ή μου πέφτει) κάτι κάπου και δεν το βρίσκω, "το παίρνει ο άνεμος".

- Μωρή Αννεζιώ, είδες το ψαλίδι;
- Το βαστούσε η μικρή το πρωί. Ποιός ξέρει πού τ' ανεμοκύκλισε η ξεμυαλισμένη!

Με αφορμή τη λέξη αυτή (που προσωπικά δεν την έχω ακούσει να χρησιμοποιείται σε άλλη γραμματική μορφή στο νησί) έχω "κατασκευάσει" το ουσιαστικό της που, προς το παρόν, χρησιμοποιείται σε στενό οικογενειακό κύκλο. Έτσι αντί για ανακύκλωση χρησιμοποιούμε τον όρο "ανεμοκύκλιση". Αφορμή για τη μετονομασία (πέραν της διαστροφικής μου λεξικαυλίας) υπήρξαν τα δεινά που έχουν υποστεί οι ταλαίπωροι μπλε κάδοι της ανακύκλωσης, από κάφρους συμπολίτες μας, (μακριά απ' τον κώλο μας κι όπου θέλει ας μπει / ας είναι όπου νά 'ναι), κατά τη διάρκεια των "αγωνιστικών" (Θοῦ, Κύριε, φυλακὴν τῷ στόµατί µου) κινητοποιήσεων του, κατά τα λοιπά, συμπαθούς και ιδιαίτερα σημαντικού, από κοινωνική και περιβαλλοντική σκοπιά, κλάδου.

Η σύζυγος: "Αγάπη μου! (πάντα με γλύκα όταν πρόκειται για δουλειά) Γέμισε η σακούλα της ανεμοκύκλισης! Θυμήσου να την πάρεις φεύγοντας!"

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Συνουσιάζομαι, γαμώ, βατεύω, στη ντοπιολαλιά της Κύθνου. Συνώνυμο με το χρησιμοποιούμενο σε άλλες περιοχές μαρκαλίζω ή μαρκαλάω.

Χρησιμοποιείται (συνήθως κάποια παράγωγα του) για ζώα, αλλά και για ανθρώπους. Πιθανή ετυμολογία από το μεσαιωνικό "λάμνω" (κωπηλατώ), προερχόμενο από το αρχαίο "ελαύνω".

Μου το 'χει διηγηθεί ο πατέρας μου, για κάποιον γέρο που μάλωνε τις κόρες του, επειδή φόρεσαν κοντομάνικα (εποχή μεσοπολέμου):

"Βγάζετε τα μπρατσίδια σας σα τη ψωλή του γαδάρου. Νά 'χατε μπάρεμου* και κανα** γάδαρο να σας λάσει!"

*μπάρεμου (μπάρεμ'): μαθές, συμπληρωματικό μόριο

**κανα: κανένα

Παράγωγα

Εμφανίζεται στην παθητική φωνή στο τρίτο πρόσωπο με τη μορφή "λάμεται" και αναφέρεται σε θηλυκά ζώα που βρίσκονται σε οίστρο.

"-Πατέρα, μου φαίνεται πως λάμεται η γαδάρα!"
"-Άντε να τηνε βάλεις στ' άλογο τ'Ανεστάση!"

(Συνηθισμένος διάλογος πριν από καμμιά πενηνταριά χρόνια. Ο Ανεστάσης είχε έναν από τους ελάχιστους επιβήτορες του νησιού, που ήταν ο πατέρας των περισσότερων μουλαριών).

"Ας ειν' η ώρα η καλή και λάστηκε μια ζίκα!"

Σκωπτική παροιμία για γεγονός που μεγαλοποιείται.

Χαρακτηριστική επίσης είναι και η χρήση του ρήματος "βάζω" ή "βάνω" που σημαίνει ότι πάω το θυλικό ζώο στον επιβήτορα και κατά συνεπεια γίνεται όλη η αναπαταγωγική διαδικασία.

Την έβαλες τη ζίκα; (εννοείται στον τράγο ή τράο κατά την ντοπιολαλιά).

Την έβαλα στο χοίρο.(εννοείται τη γουρούνα ή σκρόφα κατα την ντοπιολαλιά).

Ως ουσιαστικό εμφανίζεται με τις μορφές: λάσιμο που σημαίνει συνουσία, βάτεμα

"Μακριά από δαύτηνε. Αυτή είναι λάσιμο και πρόστιμο!" ή σε άλλη ανάγνωση: "Θέλει λάσιμο και πρόστιμο" ( κατά το "γαμήσι και ξύλο")

λασιά που σημαίνει συνουσία, βάτεμα, αλλά και "σπορά" κάποιου.

"Καλή λασιά τον Αύγουστο και γέννα το Γενάρη" (παροιμία για τα αιγοπρόβατα)

"Ίδιος ο Α.. είναι! Λες νά'ναι λασιά του;"

λατάρι που σημαίνει επιβήτορας

Δε την ξαναβάνω την αηλάδα στο ταύρο του Γιώργη, είναι μπούνης*. Θά τηνε πάω στου Βαγγέλη που 'χει, όπως έμαθα, καλό λατάρι.

*μπούνης: στείρος, ανίκανος.

Υπάρχει επίσης η επιθετική μορφή (αλλά που χρησιμοποιείται ως ουσιαστικό) λαστικά που σημαίνει γαμησιάτικα.

Την έβαλα και στο ταύρο του Βαγγέλη και πάλι ξεγκάστρωτη είναι. Τσάμπα τα λαστικά!

Τέλος υπάρχει το επίθετο λαμάτος (προφανώς από την ίδια ρίζα) που σημαίνει σωματώδης ρωμαλέος.

Ο γέρος ήτανε λαμάτος. Τώρα πως έβγαλε γιό μιά σταλιά, δε μπορώ να το καταλάβω!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Σύνθετη λέξη από γκουρμέ+αηδία. Είναι το αποτέλεσμα αποτυχημένης προσπαθείας γαστριμαργικού νεωτερισμού, όπου συνήθως δίδεται ιδιαιτέρα προσοχή εις το φαίνεσθαι και το τελικόν προϊόν είναι μή βρώσιμον. Είναι το αντώνυμο της γκουρμεδιάς

-Μας έστειλε ο Λάκης σ' ένα ρεστωράν και καλά ψαγμένο, nouvelle cuisine και έτσι. Μας φέρανε κάτι γκουρμεδίες που δεν τρωγόταν με τίποτα. Και πληρώσαμε κι ένα σκασμό λεφτά.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο (καθ' έξιν) συνδαιτυμών ομαδικών ερωτικών συνευρέσεων.

Πραγματικό περιστατικό κατά τη διάρκεια της στρατιωτικής μου θητείας.
Η Ρ. (πολιτική υπάλληλος της στρατιωτικής υπηρεσίας) απευθύνεται στο Ν. (επίσης πολιτικό υπάλληλο, γνωστό για τις ακροδεξιές του απόψεις, με σκοπό να τον πειράξει):
- Δε μου λες Ν., είσαι και συ παρτιζάνος;
- Όχι, εγώ είμαι παρτουζάνος!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο άντρας (το) ζητάει κι η γυναίκα (το) κρατάει (αγνό και παρθένο).

Γίνεται λογοπαίγνιο με το «Ζητούνι» (παλιά ονομασία της Λαμίας) και το ρήμα «ζητώ», αντίστοιχο με τη φράση «είναι από την πάρω κι όχι απο τη δίνω», όπου γινεται παρήχηση των νησιών των Κυκλάδων Πάρος και Τήνος.

Η φράση περιγράφει με σαφήνεια τα ελληνικά ήθη μέχρι και τη δεκαετία του '60, όσον αφορά στους ρόλους των δύο φύλων και τις προγαμιαίες σχέσεις. Όπως έχουμε δει σε πάμπολλες ελληνικές ταινίες της εποχής, η παρθενιά ήταν η προίκα της κόρης (π.χ. «Ο ατσίδας» ή «το στρίβειν διά του αρραβώνος », όπως τη θυμούνται οι περισσότεροι).

Πάντως μέσα στη δεκαετία του '70 τα πράγματα άλλαξαν, αρχικά με την αποδοχή των σχέσεων μέσα στον αρραβώνα (βλ.το παράδειγμα του λήμματος φαναριέρης και το δεύτερο παράδειγμα του παρόντος λήμματος), για να φτάσουμε σε ραγδαίες αλλαγές προς τα τέλη της δεκαετίας αυτής.

Υπήρξα «αυτήκοος μάρτυς» των παραδειγμάτων που ακολουθούν και τα μεταφέρω όσο πιο πιστά μπορώ.

Η μάνα του γαμπρού (κάπου στα τέλη της δεκαετίας του '60) διηγείται για τα (ανεπιθύμητα γι' αυτήν) παντρολογήματα του γιου της:

- Τι να κάνουμε; Αφού την «πείραξε» θα την πάρει. Κι εκείνη όμως έπρεπε να την κρατήσει τη βράκα της. Ο άντρας είναι απ' το ζητούνι κι η γυναίκα απ' το κρατούνι.

Το δεύτερο παράδειγμα (στις αρχές του '70) δεν περιέχει τη φράση αλλά είναι σχετικό με την προαναφερθείσα αλλαγή των ηθών.

Ο πατέρας της νύφης, όταν τον ρωτούν «πότε με το καλό ο γάμος», απαντά (με δόση αυτοσαρκασμού):

«Ο γάμος έχει γίνει! Η στεφάνωση θα γίνει το Πάσχα.»

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ανωτάτη τιμητική διάκρισις, απονεμομένη δι' εξαιρέτους πράξεις εις τον τομέα της μουνηλασίας. Το έμβλημα του τάγματος είναι μια περικαυλίς, επί της οποίας ελικοειδώς αναγράφεται (Γαλλιστί) το ρητόν: «Honi soit qui mal y copule» όπερ εστί μεθερμηνευόμενον: « Όνειδος εις τον κακώς συνουσιαζόμενον ».
Απονέμονται τιμητικαί διακρίσεις τριών βαθμίδων:
Η ανωτάτη (Α' Τάξεως) συνοδεύεται από τον τίτλον του μαγίστρου της μουνηλασίας ή αρχιγαμίκουλα
Η επομένη βαθμίς (Β' Τάξεως) συνοδεύεται από τον τίτλον του απλού ιππότου της μουνηλασίας ή απλού γαμίκουλα.
Τέλος, η κατωτάτη (Γ' Τάξεως) συνοδεύται από τον τίτλον του δοκίμου ιππότου της μουνηλασίας ή σαβουρογαμίκουλα.

Ο Γιάννης, μέγας γαμίκουλας. του έχει απονεμηθεί το παράσημο του τάγματος της περικαυλίδος Α' Τάξεως.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κυριολεκτικά: ο φαροφύλακας.

Μέχρι το μεσοπόλεμο οι περισσότεροι φάροι στον ελληνικό χώρο δεν λειτουργούσαν αυτόματα και απαιτούσαν την παρουσία ειδικού προσωπικού για τη λειτουργία τους. Ήταν οι φαροφύλακες ή φαναριέρηδες στην κοινή γλώσσα. Σήμερα με την αυτοματοποίηση των φάρων έχουν απομείνει ελάχιστοι.

Στο λήμμα ο όρος χρησιμοποιείται με μεταφορική έννοια, προϊόν της αχαλίνωτης φαντασίας του «Στεφάκια» (βλ.κώλο-μουνί και πρατιγάρω) και σημαίνει: κρατάω φανάρι με τη γνωστή σε όλους έννοια: διευκολύνω μιάν ερωτική συνεύρεση.

Πραγματικό περιστατικό, αρχές δεκαετίας του '70.
Ο Στεφάκιας ξεψαρίζει τα δίχτυα και βλέπει έναν γνωστο του, που είχε να τον δει κάμποσα χρόνια. Μετά τα συνηθισμένα «τι κάνεις» και τα σχετικά, τον ρωτάει:
«Τι έγινε την πάντρεψες την κόρη;»
«Όχι ακόμα, την αρραβώνιασα.»
«Α, κατάλαβα. Κάνεις το φαναριέρη!»

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο ασχολούμενος κατά κόρον με την χειρωνακτική επεξεργασία του πετσακίου του (βλ. ματώνω το πετσάκι μου).

Λαμβάνει τακτικότατα μέρος εις τους αγώνας του πετσάθλου. Οι αγώνες διεξάγονται κατ' έτος εις την περιοχήν του Πετσόβου (γνωστήν από τας μάχας που διεξήχθησαν κατά τους Βαλκανικούς Πολέμους, αλλά κυρίως δια τον τυρόν «Πετσοβόνε» τον παραγόμενον από τους αθλητάς του πετσάθλου, τον αποκαλούμενον και «τυρόν του πέους». (Σχετικώς βλέπε λήμματα:ούρδα, τυρί, αλμυρόπουτσα, μυτζήθρα, φετέισον).

Μέγας βυρσοδέψης ο Σαράντης! Του 'δωσ' ο Αλλάχ ένα πετσάκι κι αυτός άνοιξε ταμπαχανέ*! (παλιά Τουρκική παροιμία)

* ταμπαχανές (τουρκ. tabakhane): βυρσοδεψείο. Ο όρος συναντάται ως τοπωνύμιο σε διάφορα μέρη της Ελλάδας: η Ταμπάχνα στη Λειβαδιά, τα Ταμπάχανα στην Πάτρα, αλλά και ως χαρακτηρισμός παραδοσιακών τραγουδιών της Κρήτης. Τα «Ταμπαχανιώτικα», όπως είναι γνωστά, είναι αστικά τραγούδια της Κρήτης που βρίσκονται ανάμεσα στην δημοτική μουσική και στο ρεμπέτικο (υπό την ευρύτερη έννοια).

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Προσκολλώμαι, γίνομαι σόσιαλ μύδι, μουνόψειρα, στενός κορσές, καβουρογαμόψειρα.
Η πεταλίδα, όπως το μύδι και το στρείδι είναι μαλάκια, τα οποία προσκολλώνται στα βράχια. Μάλιστα, σύμφωνα με τελευταίες έρευνες τα δόντια της πεταλίδας είναι το ισχυρότερο βιολογικό υλικό στη γή, με αντοχή σε πίεση 4,9 GPa και μπορούν να συγκριθούν με τα ισχυρότερα ανθρακονήματα.

Με βάση τα προηγούμενα, δικαίως η έκφραση χρησιμοποιείται από παλιά, κυρίως από τους ανθρώπους της θάλασσας και όχι μόνο. Ο Τσιφόρος, για παράδειγμα την χρησιμοποιεί συχνά και με την ίδια έννοια και μάλιστα δεν την περιλαμβάνει στο ειδικό γλωσσάρι (βλ. του Τσιφόρου...), επειδή προφανώς την θεωρεί αρκετά διαδεδομένη.

Ρε ό,τι και να λέγαμε, είχε πεταλιδώσει και δεν ξεκόλλαγε με τίποτα! Τι να 'κανα κι εγώ; Λέω της Μαίρης:
«Δεν πάμε για ύπνο αγάπη μου, μήπως θέλει να φύγει ο Τάκης;» Ξέρεις τι μου απάντησε το ζώον;
«Α μπα, δε βιάζομαι να φύγω!»

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified