Είναι το βερνίκι νυχιών όπως το λένε (παρωχημένα;) στην βόρεια Ελλάδα. Από τη γαλλική augée.
Στο νότο είναι το γνωστό μανό(ν), άγνωστης ωστόσο ετυμολογίας, πιθανότατα παλαιά εμπορική ονομασία. (απ' εδώ).
τύπου Οβελίξ

  1. Νευρικό κλονισμό υπέστη φοιτήτρια από τη Θεσσαλονίκη που προσπαθούσε να αγοράσει όζα στην Αθήνα. (εδώ)
  2. Και χημεία να μην τελειώσαμε, την μίξη οζα+ασετόν παντα την πετυχαίνουμε!! (εδώ)
  3. Λέω στη κοπελιά τι χρώμα όζα σου αρέσει και με κοιτούσε σαν σπάνιο γραμματόσημο.
  4. Ξυπνάς πρωί ..ζητάς γαλλικό και πάει και σου φέρνει η άλλη μανό-όζα να σου βάψει τα νύχια... (εδώ)
  5. Μετά την Θεσσαλονίκη...μόνο τα ασετόν είναι περήφανα για την λέξη "όζα" (εδώ)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

τόκα, τοκάς

Πόρπη ή αγκράφα ζώνης, όπως τη λένε στην βόρεια Ελλάδα. Από την τουρκική toka (εδώ).
όποιος βρει αυτήν με τις σφαίρες...

απ' το τουίτερ
1. Αντρας που στην ζωνη εχει τοκα με μπλε λεντακια, κ περναει κυλιομενο μηνυμα "Savvas the lover". ΕΞΥΜΝΩ.
2. Ψιλοκάβαλο παντελόνι πουκάμισο με στρας από μέσα ζώνη με τόκα σκαρπίνι μαλλί ζελέ πλάγιο.
3. μονο οταν φορεθει πουλοβερ μεσα απο ψηλοκαβαλο τζην και ζωνη με τοκα θαχει τερματισει το 80ς
4. Ξεκρεμάς το τζιν πίσω απτην πόρτα. Έχει απάνω ζώνη. Με τόκα μεγάλη & βαριά. Κρέμεται. Το φέρνεις κοντά για να το βάλεις. Χτυπάς τ' @@ σου. Άουτς
5. Πάλι καλα... τις προάλλες κάποιος φορούσε στη ζώνη τόκα φτιαγμένη από σφαίρες... μα είναι δυνατόν;...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Στη Θεσσαλονίκη λέγεται έτσι το αμάνικο ρούχο. Από το περσικό καβάδ (=πολυτελές ένδυμα με μακριά μανίκια) και την κατάληξη -ούρα. (από δω)

ΦΛΟΡΑΛ ΦΟΡΕΜΑ ΚΑΒΑΔΟΥΡΑ

  1. σαρεσει αυτός με τα κροκς και την πορτοκαλι καβαδουρα με ρωτάει, όχι φυσικά, ναι αλλα έχει σκηνή που ανοίγει με μια κίνηση, αμμμμμμ
  2. Ο βλαξ ο γείτονας με φουξ καβαδούρα & χαμηλόμεσο D&G διαβάζει στον κήπο το 2ο τεύχος τής fake Ραδιοτηλεόρασης, με ψευδοδηλώσεις .lak Γαβαλά.
  3. Χωριό, φύση, πρασινάδες, ιπτάμενα πράματα, "αμε να βάλεις καμια καβαδούρα κάνει ζέστη" η μάνα μου, ζωάρα
  4. τοπικός σαλονικιος καλονος, με βρακα ασπρι, καβαδουρα, μπανανα τσαντακι στη μεση και φουλ τριχα μας τρελαινει τωρα στους duran duran!
  5. γυναίκα με μπαμπάτσικο μπράτσο μπορεί να φοράει καβαδούρα (όχι και το καλύτερο)..άντρας με ασχημάτιστο μπρατσάκι 12χονου..ποτέ :)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Επίθετο που χρησιμοποιείται σε όλα τα γένη, για να προσδώσει στο άτομο, αντικείμενο, ενέργεια ή κατάσταση, το άρωμα που αποπνέει το θέμα της λέξης πουταν-.
Ο Hank το εισήγαγε ως ουσιαστικό, για "τον πούτανο που αρχίζει ωραία και τελειώνει με πόνο...", δηλ. Πουτανικός, όπως Τιτανικός.

Ήδη στο σάη εμφανίζεται σε σχόλια όπως,

πουτανική κριτική |γκομενοφάση
ενδο-πουτανική αλληλεγγύη |τρελό γαμήσι
«Κάλλιον λιμπιν-τιάρα πουτανική παρά fuckιόλιον οθωμανικόν» |φακιόλα

  1. - αντε ντε...όλοι οι πουριτανοί εδω μαζεύτηκαν.. :Ρ
    - οι πουτανικοι ενοεις... (εδώ)
  2. - Η κόρη μας τελείωσε φέτος την ανωτάτη πουτανική.
    - Και που βρίσκεται τώρα το καλό μου;
    - Κάνει την πρωκτική της.
  3. ρε σημερα στην παραλια ολοι ειχαν τυφλωθει απο το πουτανικο γυαλισμα μου. (εδώ)
  4. -Γιατί ξηγιέσαι έτσι ρε?
    -Δε μπορώ να σου πω, ειναι πουτανικό μυστικό. (εδώ)
    Όχι πολιτική σήμερα. Μόνο πουτανική.

αλλά και πουτάνικο

  1. Πουτάνικο κουνούπι, στο λαιμό να σου κάτσει! (εδώ)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

ντολτσεβιτισμός, ντολτσεβιτιστής/ -ίστρια

Το ηθικό κίνημα του να ζεις τρυφηλή ζωή, να σ' αρέσει η καλοπέραση. Ντολτσεβιτιστές καλούνται οι φιλήδονοι οπαδοί των απολαύσεων και ακόλουθοι του εν λόγω κινήματος.

Εκ του ιταλικού Dolce Vita (=γλυκιά ζωή) και της κατάληξης -ισμός. Η ομώνυμη ταινία-σταθμός (1960) του Φεντερίκο Φελίνι προκάλεσε στην εποχή της μεγάλο θόρυβο και πάθη αποτελώντας τεράστια εμπορική επιτυχία.
Αϊσέ Νανά, η τουρκάλα που ενέπνευσε με ένα στριπτίζ της τον Φεντερίκο Φελίνι να δημιουργήσει την κλασική ταινία του «Λα Ντόλτσε Βίτα»H Ανίτα Έκμπεργκ βουτά στη Φοντάνα ντι Τρέβι κι ο Φελίνι δημιουργεί μία από τις κλασικότερες σκηνές στην ιστορία του κινηματογράφου, 1960

(...) απ' την ταινία καθιερώθηκαν δύο όροι: ο Παπαράτσο, ο φίλος του Μαρτσέλο έδωσε το όνομά του στους απανταχού ρεπόρτερ ή αλλιώς... παπαράτσι και ο τίτλος, "Dolce Vita" μέχρι σήμερα υποδηλώνει την ευχάριστη, γλυκιά, ανέμελη ζωή, ό,τι δηλαδή έκανε ο ήρωάς μας...

Πηγή εδώ

Μας στόλιζε έτσι η μάνα μας όταν με τον αδερφό μου αρχίσαμε να παρακούμε τις σπαρτιάτικες αρχές της. Εγώ ήμουν η ντολτσεβιτίστρια, ντολτσεβιτιστής εκείνος, χαμένα κορμιά κι οι δυο και πύρκαυλοι θιασώτες του ντολτσεβιτισμού. Μέχρι τώρα δεν είχα ακούσει να λέει κανείς άλλος αυτή τη λέξη, όμως ιδού η σοδειά που δείχνει τον μαμαδισμό της μανούλας, before it was cool:

ΣΠ. ΖΑΓΟΡΑΙΟΣ, 1963. Σε συγχωρώ, γλυκιά μου αγάπη. Παράτησε την ντόλτσε βίτα προτού χαθείς και εσύ μια νύχτα

Και για σαντυγί, λίγοι ανέμελοι ντολτσεβιτιστές περιφέρουν το αχαχούχα τους ως ιερό δισκοπότηρο. (εδώ)

- επάγγελμα;
- ντολτσεβιτιστής (εδώ)

αρχικά δίνω την εντύπωση του στρυφνού αλλά είναι μέσα στο προφίλ που θέλω να προωθήσω: του περιζήτητου ντολτσεβιτιστή εργένη. (εδώ)

-Ανένταχτοι Άφραγκοι Ντολτσεβιτιστές. θα κατέβω στις επόμενες (εδώ)
-Μαζί σου.
-εγώ θα είμαι με τους μετανοημένους ντολτσεβιτιστές που δε θα βγάλουν τη γλυκιά ζωη από τη ζωη τους ποτέ. RT

αργοτερα το παιδι θα μαθει ποσο εξαιρετικα αρρωστημενη ψυχολογικα ηταν κ ειναι η κυρια μανταμ σουσου ντολτσεβιτιστρια του κ@λεου, που σιγουρα δεν τη λες γιαγια! (εδώ)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Επίθετο που προέρχεται από την εκφορά στα ελληνικά του αρκτικόλεξου BDSM (=Bondage, Discipline, Dominance, Submission, Sadism, and Masochism). Αυτολεξεί: Δέσιμο /Πειθαρχία, Κυριαρχία και Υποταγή, Σαδισμός και Μαζοχισμός. Η Δομινατρίχη παίζει εδώ σημαντικότατο ρόλο.

(από δω)
Μόνο που σας διαβάζουν και νεόκοπα μέλη του φόρουμ των οποίων θέλετε- δε θέλετε διαμορφώνετε την –ας την ονομάσουμε – πρώιμη μπιντιεσεμικη κουλτούρα.

Υπάρχει ένα ζωντανό και πολύ δυνατό δίκτυο υποτακτικών, το οποίο βεβαίως δεν μπορείς να γνωρίζεις, εκτός εάν γίνεις κι εσύ υ. Το δίκτυο αυτό διέπεται απο συγκεκριμένους κανόνες, άγραφους, εξειδικευμένους και μπιντιεσεμικότατους. Και βέβαια, τους ασπαζόμαστε ωραιότατα μεταξύ μας...:)

Ως λιγο μεγαλυτερη εχω ζησει ομορφες εποχες ευγενειας ( και ζω ακομη ας ειναι καλα ο Κυριος μου) σ ενα κοσμο μη μπιντιεσεμικο χωρις πρωτοκολα αλλα με κανονες καλης συμπεριφορας.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

καυλόζουμο, καβλοζούμι

Τα ζουμιά, ανδρικά τε και γυναίκεια, ενδεικτικά υπέρμετρης γκάβλας.

Στα πορνοσάιτ και σε τόπους για ενήλικες χρησιμοποιείται απλά για να δείξει το μέγεθος της σεκσουαλικής διέγερσης και απόλαυσης.

  • Γιατι μια σχεση μπιντιεσεμικη που βγαζει τοσο καυλοζουμο δεν μπορει εξισου να ειναι κοντα στο συναισθημα; Μπαινουμε μεσα ολοκληροι χωρις φοβο για τις αδυναμιες μας, χωρις να προσβλεπουμε σωνει και καλα οτι θα κρατησει αιωνια, με μονο στηριγμα την αληθεια μας. (από δω)
  • πάτα την καυλα σα σταφύλια κ δώσε καυλοζουμί (εδώ)

Ενδιαφέρον είναι ότι σε πιο σοφτ καταστάσεις έχει την έννοια του μαγικού ζωμού/ φίλτρου (που ό,τι/όποιος πέσει μέσα γίνεται και πολύ καυλιάρης), ακόμη και του τονωτικού ροφήματος.

  • Η δικια μου επιλογη παντος θα ηταν δουκατι γιατι οι ιταλοι τις μηχανες πριν τις βγαλουν σε παραγωγη τις περνανε πρωτα απο το καζανι με το καβλοζουμο:):):) και ειναι και αυτος ο καβλιαρικος ηχος των διπλων τελικων του που σε τρελαινει.... (εδώ)
  • Σε καυλοζουμο σε βουτουσαν μικρη; (εδώ)
  • πολλά άβαταρ έχετε πέσει σε καυλόζουμο κορίτσια (εδώ)
  • -Να παίρνεις καρπούζι Αύγουστο μήνα κ να χει ορμονες. Του το πας πίσω ή παίρνεις ένα τζιν κ το κανεις κοκτέιλ;
    -Το κοβεις το καθαριζεις μεσα και το γεμιζεις σαγκρια. Με τις ορμονες θα γινει καυλοζουμο (εδώ)
  • ουρλιάζει ο τράγκας για την "παρηγορητική αγωγή" και την θρησκεία εν μέσω αναφορών στους χορηγούς της εκπομπής του, βεζνινάδικα & καβλόζουμα (εδώ)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

γουαναμπεί, γουαναβγεί

Λογοπαίγνιο με το αγγλικό wanna be -που έχει ελληνοποιηθεί προ πολλού και κάνει καριέρα ως γουαναμπή(ς)- και το ομόηχο στο "be" απαρέμφατο (του ρ. μπαίνω), "μπει".
Μετά, ήταν ένα τσιγάρο δρόμος για να εφευρεθεί το γουαναβγεί, αλλά και το ευφυές let it μπει.
Χρησιμοποιείται κυρίως για πιο σοφτ αναπαράσταση της σεκσουαλικής πράκσης.

Σλανγκασίστ, έμπνευση και έναυσμα τα εξής σφυρίΒραστα σχόλjα:

Αναπόφευκτη ερώτηση: τι θα μπορούσε να είναι ο *γουαναβγής; Ίσως το άτομο που συχνά προαναγγέλλει με δραματικές τυμπανοκρουσίες την αποχώρησή του από κάποιο φλώρουμ αλλά τελικά παραμένει. Μη πάει ο νους σας στο κακό, δεν φωτογραφίζω κάποιον κι ετς, χρόνια τώρα προσπαθούσα να σκαρφιστώ λεξιπλασία το σύνηθες φαινόμενο αυτούνο!*

Vrasta, στον γουαναμπή
Ως γουαναβγεί καπνιστές που είναι, κλέβουν θεριακλήδικες λέξεις τ. ντουμάνι (...)

Σφυ, στο ατμίζω

wannabee, wannabi, wannaγκρί

  • Όσο μπάζα είναι οι κλασσικές αριστερές, στην πλειοψηφία τους πολιτικά-ιδεολογικά ημιμαθείς, με επαναστατική σκέψη που σταματάει στο αν θα τις πάρει τελικά ο Μπάμπης, με κουμπάρο και δήμαρχο (ή παπά), άλλο τόσο
    μπάζα είναι και το σχετικά νέο είδος της Γουοναμπεί (πότε θα μπει;) Αντιγόνης, εθνικίστριας, νιμπελούγκεν, κνόμπλαουχ μιτ πίνκελβύρτσχεν, και ξαφνικά εξιδανικεύσαμε τα πάντα, ζούμε με μεγαλόστομες μαλακίες, και για ναξεκαρφωθούμε στη συνείδησή μας (βαρειά η καλογερική να έχεις τη ρετσινιά του ναζιστή), βάζουμε και λίγο Ρίτσο, λίγο αριστερίζουσα συναισθηματική βιτρίνα και έχει ο Θεός. Συμπέρασμα: Οι γυναίκες που πορώνονται με την πολιτική είναι μπάζα, εκτός και αν είναι λαμόγια που πάνε για εξουσία, οπότε είναι γαμώ τις τσιμπούκες και καυλέ. (από δω)

Απ' το τουίτερ

  • γουαναμπί γουαναβγεί, γουαναμπί γουαναβγεί, γουαναμπεί γουαναβγει.. μη με διακόπτεις ρε παιδάκι μου πάνω στο καλύτερο, τελειώνω σε λίγο.. (εδώ)

  • Εξ ορισμου οι αντρες ειναι wanna μπει βγει & φυγει-φυγει!

  • Αν δε σας κάθεται η γκόμενα να κάνετε σεξ τραγουδήστε της το λετ ιτ μπει λετ ιτ μπει!

  • Μια κατουρλίτσα εδώ δίπλα τραγουδάει με μπρίο i wanna scream n shout n let it out. Στο ποτ πουρί ακολουθεί το let it μπει.

  • Nαι οκ ολοι wannaμπει ειστε αλλα ναστε και λιγο wannaβγει, μη γινετε wannadie σε οκτω μηνες.

  • Η άλλη είναι wannabe μοντέλο, ο άλλος wanna μπει σ αυτήν.. Να πως χτίζονται οι καριέρες

  • Μην είστε πολύ wanna be. Wanna μπει είναι κι ο πουτσος μου.

  • -Ο Κώστας τη θέλει τη Μαρία? Είναι wannabe γκόμενός της?
    -Βασικά σκέτο wanna-μπει είναι, δεν την βλέπει σοβαρά.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

καυλερός, γκαβλερός

Είναι ο γαμάτος, ο καυλιάρης, με μια πρόσθετη αίσθηση ανθηρότητας, στιβαρότητας, θαλερότητας, γαμιστερότητας εν τέλει.

  • Χαλάστηκε η ΝΔ για την Κωνσταντοπούλου γιατί είναι κομματική. Ενώ ο Μεϋμαράκης ο Κένταυρος, ο ΟΝΝΕΔίτης ο καυλερός ήταν πρόσκοπος.

  • Αμα δεν προτεινετε κανενα καυλερό ακαουντ να αυτοπροταθω να τελειωνουμε (εδώ)

  • -τι έγινε, βρε Βάλια? Άκουσες να λέω υπόθετο και τρέμουνε τα χέρια σου απ'τις γκάβλες?
    -ναι είμαι πολυ γκαβλερή με την αρρώστια (εδώ)

"Δεν θυμάμαι να έχει βγει πιο καυλερό γκρουβ τα τελευταία είκοσι (τουλάχιστον) χρόνια"

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Λογοπαίγνιο με τον αόριστο κιότεψα (ρ. κιοτεύω) και την λέξη κότα. Και οι δυο λέξεις σημαίνουν δειλία, έλλειψη θάρρους. Το αποτέλεσμα είναι οτι, με την χρήση της λέξης 'κότα' μεταφορικά, οπτικοποιείται η έννοια της 'δειλίας' στην οποία παραπέμπει το ρήμα, κυριολεκτικά.
Δηλαδή βγάζοντας ένα ι απ' το κιότεψα, είσαι και φαίνεσαι κότα λειράτη.

Χρήση γίνεται μόνο στον αόριστο.
Αντώνυμο είναι το κότησα (ρ. κοτάω), που θα πει τόλμησα.

Σημείωση: Για την πολύ ενδιαφέρουσα προέλευση των λέξεων κότα, κοτάω, κλπ, διάβασε τα σχόλια του Hank στο λήμμα κοτάω.

  • Πάλι κότεψες; Λογικό. Είναι άλλωστε αυτό που σε διακρίνει αληταράς, λαμόγιο αλλά και κοτούλα! (εδώ)

  • Κότεψα και ούτε ένα ρημάδι σεσκέφτομαι δεν μπορώ να γράψω. (εδώ)

  • Ευτυχώς που δεν ξέρω το σαβουάρ βιβρ του καμακιού σε σούπερ μάρκετ και κότεψα, αλλιώς θα'τρωγα ξύλο από το γκόμενό της στο διπλανό διάδρομο.

Βλ. και κοτεύω.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified