Τρώω σαβούρα: γλιστράω, πέφτω, γκρεμοτσακίζομαι, τρώω σούπα. Ο μονολεκτικός τύπος είναι σαβουριάζομαι.

(σε χιονοπόλεμο:)
- Πιάστε τον ρε! Ρίχτε του όλοι μαζί!
- Ωχ!!
- Ρε τον μαλάκα, έφαγε σαβούρα!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Συνδυασμός των λέξεων ψωλή και χιονάνθρωπος. Είναι ο χιονάνθρωπος που έχει και ψωλή.

Συνδυάζει το παιδικό παιχνίδι με την άρνηση της συμβατικής ηθικής (εξ ου και η ψωλή) και ωσεκτουτού η συνήθης κατάληξή του είναι η ίδια με των αρχαίων αγαλμάτων από τους χριστιανούς: ο ακρωτηριασμός του επίμαχου σημείου ή/και η πλήρης καταστροφή του από κάποιον ηθικό πολίτη...

- Φτιάξαμε εδώ πιο κάτω έναν ψωλάνθρωπο γαμάτο, σαν άγαλμα!
- Έλα ρε! Πού είναι να τον δω;
- Ατύχησες φίλε! Λίγο αφότου φύγαμε, μια κακογαμημένηπήγε και τον έκανε χίλια κομμάτια... Θα την πείραξε η μεγάλη ψωλή φαίνεται!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κυριολεκτικά, ο τρελός. Μεταφορικά χρησιμοποιείται γι' αυτόν που συμπεριφέρεται σαν τρελός, αντιδρώντας υπερβολικά και απρόβλεπτα.

  1. - Ρε μην πολυαντιμιλάς στην Εύα... Είναι ψυχάκι, παίρνει φάρμακα!

  2. - Δεν φτάνει που μείναμε από λάστιχο και χωρίς ρεζέρβα μέσα στο πουτσόκρυο, αυτοί οι ψυχάκηδες πήραν έναν κουβά και μάζευαν χιόνι για να φτιάξουνε ψωλάνθρωπο!

Ψυχάκιας! (από Vrastaman, 15/09/08)Psycho 2 (από Vrastaman, 15/09/08)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο ψυχικά άρρωστος, ο τρελός. Μεταφορικά χρησιμοποιείται για κάποιον που συμπεριφέρεται σαν τρελός. Συνώνυμο του ψυχάκιας.

  1. Ρε μην τον παίρνεις στα σοβαρά τον Θανάση, αρρωστάκιας είναι! Για το Δαφνί κατευθείαν!

  2. Καλά ρε αρρωστάκι, όλη μέρα ταξιδεύαμε και ψοφήσαμε στην κούραση κι εσύ θες να παίξουμε τώρα κομπιούτερ; Έλεος!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο αρκουδιάρης. Χρησιμοποιείται ως βρισιά ή επιτίμηση, συνδυάζοντας
τον κλασικό αρκουδιάρη με τον «παππού της αστυνόμευσης» Νίκωνα Αρκουδέα.

Καθιερώθηκε από τον μέγιστο Βασίλη Λεβέντη στην τελευταία εκπομπή του καναλιού 67, το 1993, όταν «οι αλήτες του Μητσοτάκη και του Παπανδρέου έστειλαν ΜΑΤ στον Υμηττό για να κλείσουν το κανάλι 67». Αν και ως ευσεβής χριστιανός παρακάλεσε τον Θεό για «καρκίνο στον Μητσοτάκη και όλα του τα σόγια και στον Παπανδρέου και όλα του τα σόγια», ο Θεός έκανε την πάπια και ο Μητσοτάκης μάλιστα ύστερ' από τόσα χρόνια ακόμα ζει και πάει για τα 100.

Πληθυντικός: οι αρκουδέηδες.

(αποσπάσματα από την τελευταία εκπομπή του Βασίλη Λεβέντη στο κανάλι 67)

  1. - Αίσχος! Έστειλε ΜΑΤ ο αρκουδέας Μητσοτάκης, γιατί αρκουδιάρης είναι, έστειλε ΜΑΤ να κλείσει το κανάλι 67 στο όρος του Υμηττού. Ζητούμε απο το Θεό να πιάσει καρκίνος την οικογένεια του Μητσοτάκη και την οικογένεια του Παπανδρέου!

  2. - Αλητεία... Αλητεία! ΑΛΗΤΕΙΑ!! Αρκουδέηδες!

(από Cunning Linguist, 31/03/08)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

  1. Αυτός που γουστάρει πολύ τα γυναικεία οπίσθια (ε, άμα είναι γκέι τα αντρικά...)

  2. Αυτός που του αρέσει να κάνει πρωκτικό σεξ.

  1. - Ω ρε μανίτσα μου, κοίτα έναν πάτο που έχει η γκόμενα!
    - Α, εσύ είσαι μεγάλος κωλαράκιας!

  2. - Το 'χω ανάγκη πολύ Αννίτα μου, από πίσω σου λέω... Εεε, άντρας είμαι, το θέλω!
    - Σιγά ρε Κωνσταντίνε, ηρέμησε! Δεν τό'ξερα ότι είσαι κωλαράκιας!

(από Cunning Linguist, 15/05/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Από τις λέξεις νεολαία και λέρα. Χρησιμοποιείται από τους ίδιους τους παραστρατημένους νεανίες, οι οποίοι καμαρώνουν μεταξύ τους για την κατάντια και την παρακμή τους (βλ. τσιγάρα, ποτά, ξενύχτια, μπάφους, παρτούζες κτλ.)...

- Πω ρε φίλε, αυτές τις μέρες έχω λιώσει στα ξύδια και στους μπάφους!
- Α ρε νεολέρα!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Χρησιμοποιείται πάντοτε μετά το ρήμα της πρότασης και είναι συνώνυμο του καθόλου.

  1. Δεν την παλεύω μία σήμερα... Έπιασε άνοιξη κι έχω χαζομουνέψειτελείως!

  2. Δεν τον πάω μία αυτόν τον ψωλοβρόντη!

Δες και δεν ... μία.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κάνω παρατήρηση σε κάποιον, επιτιμώ κάποιον.

- Εμ βέβαια, πού να σου κάτσει γκόμενα με αυτά τα καφρομεταλλάδικα που ακούς;
- Βρε άντε γαμήσου μωρή Λουκία που θα μου την πεις! Άκου τις φλωριές σου εσύ βρωμόπουστα!

Παράγωγα: τηλέος, είπωμα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η εισπνοή κοκαΐνης από τη μύτη.

- Τι γίνεται ρε, αυτή η γκόμενα χορεύει σαν τρελή όλο το βράδυ... Κώλο δεν έχει βάλει κάτω!
- Αυτή; Αυτή ρίχνει μυτιές, γι' αυτό την βλέπεις συνέχεια στην τσίτα...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified