Το γαλλικό φιλί (δηλαδή με γλώσσα) ανάμεσα σε τρία άτομα. Τα εν λόγω άτομα μπορεί είτε να γουστάρουν να φιλήσουν όλοι/-ες όλους/-ες, είτε προσπαθώντας τα δύο άτομα να φιλήσουν το τρίτο (π.χ. δύο άντρες να φιλήσουν ταυτόχρονα μια γυναίκα), μπερδεύουν γλώσσες και γενικότερα τα μπούτια τους...

Α - Τι λιώσιμο ήτανε αυτό μέσα στην θάλασσα ρέεεε!
Β - Ρε μαλάκα, σε μια φάση πάω να φιλήσω την γκόμενα μαζί με αυτόν και έγινε τριπλογλώσσι!
Α - Αφού ρε μαλάκα είχαμε μπλέξει τα μπούτια μας, σκάγανε και τα κύματα πάνω μας και τον είχαμε δαγκώσει...
Β - Κι εγώ που νόμιζα τόσον καιρό ότι δεν γίνονται τέτοια σκηνικά...!
Γ - Γιατί, εγώ που είχα μαστουρώσει στην ξαπλώστρα κι έβλεπα ελέφαντες;;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Μια οθόνη κάνει νερά όταν δίνει εικόνα παραμορφωμένη, εμφανίζοντας οριζόντιες γραμμές που ανεβοκατεβαίνουν και μοιάζουν με κύματα. Γι' αυτό βέβαια μπορεί να μην φταίει η οθόνη αλλά π.χ. η κεραία ή η κάρτα γραφικών.

  1. (από το διαδίκτυο)
    Πήρα πρόσφατα μια 9700 Pro μετά από 5(?) nVidia κάρτες. Είναι η πρώτη ATI που δοκιμάζω και μέχρι στιγμής είμαι λίγο απογοητευμένος...
    Καταρχάς... μου κάνει νερά... κυριολεκτικά! Υπάρχουν κάποιες οριζόντιες γραμμές που ανεβοκατεβαίνουν (σαν παρεμβολή από κινητό) οι οποίες πάνε και έρχονται ανάλογα τα γούστα.

βλ. και μουαρέ

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Απορρίπτω, φτύνω κάποιον. Ο παθητικός τύπος είναι τρώω άκυρο.

  1. - Τι έγινε ρε με το γκομενάκι που σε είχε πάρει τηλέφωνο; Βγήκατε;
    - Άσε ρε, μου έριξε άκυρο! Λέει ότι δεν μπορεί γιατί το πήρε χαμπάρι ο γκόμενός της και παπαριές μανίτσα μου...

  2. - Τι έγινε με αυτήν από τη δουλειά σου που γουστάρεις; Της είπες να βγείτε;
    - Όχι ρε, φοβάμαι μην φάω άκυρο...

Δες ακόμη: άκυρο, ρίχνω, τρώω, πέφτω.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Είναι ο φλώρος ή λάκης ή λαλάκης ή χλεχλές ή φιρφιρής. Αδικοχαμένη λέξη που της αξίζει μια δεύτερη ευκαιρία!!

- Ο Κωστάκης λέει να την κάνουμε κοπάνα την τελευταία ωρα... - Κοίτα που μάγκεψε ρε και ο τσιχλιμπίχλης!!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Σπυρί που βγαίνει εξαιτίας της μακροχρόνιας αποχής από το σεξ ή εξαιτίας της ανεκπλήρωτης σεξουαλικής επιθυμίας. Κατά άλλους, αιτία είναι ότι ο φορέας του σέξσπυρ την έχει κάνει λάστιχο. Με λίγα λόγια, σέξσπυρ λέμε το το καυλόσπυρο.

Ετυμολογία: από το σεξ και το σπυρί ==> σέξσπυρ, κατ'αναλογία προς τον μεγάλο θεατρικό συγγραφέα Σέξπιρ.

Ο πληθυντικός ίδιος με τον ενικό: τα σέξσπυρ.

  1. - Δεν την παλεύει η Μαρία... Κοίτα πώς έχει γίνει, τίγκα στα σέξσπυρ!

  2. - Όχι ρε γαμώτο, πάλι σέξσπυρ έβγαλα κι έχω ραντεβού σήμερα!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Στον στρατό: είναι η «κομψή» θήκη για το μαξιλάρι που κατά τα προβλεπόμενα φτιάχνουν οι φαντάροι με μια μπιχλιασμένη κουβέρτα. Δεν έχει κανένα απολύτως νόημα αυτή η διαδικασία πέρα από την αμφιβόλου αισθητικής μόστρα του θαλάμου, αλλά αν δεν το φτιάξεις όπως το θέλουν πέφτει και καμπάνα άμα λάχει.

(από εδώ)
«Τα κρεβάτια είναι πάνω κάτω. Είναι στρωμένα με μια καφέ κουβέρτα και δύο μπλε σεντόνια τα οποιά παρέχει η υπηρεσία (τώρα τα σεντόνια που χρησιμοποιούνται είναι πράσινα). Ο φάκελος που γίνεται με μια άλλη κουβέρτα είναι ο χώρος που μπαίνει το μαξιλάρι όπως φαίνεται στη φωτογραφία.»

(από Cunning Linguist, 05/06/09)Ο φάκελός μου... Δεν είναι και υπόδειγμα, αλλά δεν βαριέσαι... (από Cunning Linguist, 12/08/09)

Got a better definition? Add it!

Published

  1. Εθίζομαι σε κάτι. 2. Ξαφνιάζομαι από κάτι και για λίγο «πατάω pause», δηλαδή δεν μπορώ να σκεφτώ τίποτε άλλο εκτός από αυτό.

Βλέπε και τρώω κόλλημα.

  1. - Πού 'σαι ρε; Πώς τα πας;
    - Άσε, είχα κολλήσει μ' ένα RPG στο PC κι έπαιζα δώδεκα ώρες την ημέρα... Ευτυχώς το τελείωσα και τώρα είμαι καθαρός!

  2. - Άκου ένα σολάκι... (παίζει παπάδες)
    - ...!!!
    - Σου άρεσε;
    - ......
    - Ρέε! Ξύπνα! Σου άρεσε;
    - Ωχ ρε μαλάκα κόλλησα τώρα... Εσύ έχεις γίνει παιχταράς!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

  1. Μου αρέσει κάτι πάρα πολύ.
  2. Εθίζομαι σε κάτι.
  3. Επαναλαμβάνω κάτι μηχανικά, ξανά και ξανά.

Βλέπε και κολλάω (με κάτι).

1α. - Τρελό κόλλημα έχω φάει με την ντίσκο τώρα τελευταία! Έχω κάνει τον Τραβόλτα εικόνισμα!

1β. - Θέλω να είμαι συνέχεια μαζί της, έχω φάει κόλλημα σου λέω!
- Ηρέμησε ρε χαζομούνη! Θα σε φτύσει στο τέλος έτσι όπως κάνεις!

  1. - Μισό λεπτό να ελέγξω το mail μου και φεύγουμε...
    - Κάθε τρία λεπτά το ελέγχεις, τι κόλλημα είναι αυτό που έχεις φάει;

  2. - Τι γίνεται με τον Άρη; Αμίλητος κάθεται και κάθε λίγο και λιγάκι βγάζει το κινητό από την τσέπη και το κοιτάει...
    - Δεν τά 'μαθες; Χώρισε με τη δικιά του και τώρα έχει φάει κόλλημα. Κοιτάει συνέχεια το κινητό του μπας και τον έχει πάρει τηλέφωνο κι αυτός δεν το άκουσε...

Δες και ρίχνω, τρώω, πέφτω.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Στο μπάσκετ, χλατσώνω σημαίνει βάζω καλάθι χωρίς η μπάλα να ακουμπήσει στεφάνι, οπότε το διχτάκι κάνει ένα ωραίο χλατς! που είναι υπέρτατη πώρωση!

Από το χλατσώνω παράγεται και το επίθετο χλατσωτός, που χαρακτηρίζει τα καλάθια (καλάθι χλατσωτό). Συνώνυμο: άγγιχτος.

  1. (σε παιχνίδι μπάσκετ)
    - Πάσα!
    - Χλάτσωσέ το αγόρι μου!
    (ΧΛΑΤΣ!!)
    - Έεετσι!!

  2. (από αυτό το blog)
    [...]Όταν συνήλθαμε, αποφασίσαμε να τον αφήσουμε να παίξει μαζί μας ένα μονό στα 21. Μάλιστα, τον πήρα και στην ομάδα μου, επειδή οι άλλοι δεν τον ήθελαν με τίποτα. Με το που του δίνω την πρώτη πάσα, βαράει ένα τρίποντο από το κέντρο του γηπέδου και μπαίνει μέσα χλατσωτό! Έπαθα πλάκα, αλλά νόμιζα ότι ήταν απλά κωλόφαρδος.

yo yo yo!! (από jesus, 06/09/08)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Φεύγω γρήγορα, τρέπομαι σε φυγή, την κάνω με ελαφρά πηδηματάκια, βάζω τα πόδια στους ώμους, την κοπανάω, το σκάω.

- Μόλις άρχισαν οι απειλές για αποβολή, οι περισσότεροι λακίσανε από την κατάληψη.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified