Είναι η δυνατή γκαζιά που κάνουν οι μηχανόβιοι πατώντας γκάζι με την ταχύτητα στο νεκρό και έχει χαρακτηριστικά ξερό και εκκωφαντικό ήχο.

Αυτή την ξερογκαζιά συνήθως οι διάφοροι κάγκουρες του δίτροχου την κάνουν για να πουλήσουν μούρη, καθώς θεωρείται τρελή μαγκιά και μέγιστος μουνομαγνήτης.

  1. (Από εδώ)
    Βρισκομενοι λοιπον επι της Λ. Φυλης (οχι την γνωστη :D ) μας πιανει φαναρι.
    Αριστερα εγω,δεξια αυτος.Λεω για να δουμε,θα τσιμπησει;;;Ριχνω μια ξερογκαζια,με κοιταει με το γνωστο υπεροπτικο βλεμμα και ξανακοιταει μπροστα.
    Τελος παντων δεν καταλαβα αν θα εκανε τιποτα αλλά εγω ημουν ετοιμος για παν ενδεχομενο.Αναβει το φαναρι,παω να ξεκινησω χαλαρα,και καταλαβαινω οτι αυτος σανιδωνει.Οποτε ενστικτωδως σανιδωνω και γω.Δηλαδη ανοιξαμε απο πρωτες ρολαριστες.

  2. Μας έχουν ζαλίσει τ' αρχίδια όλοι αυτοί οι σκατόφλωροι με τις ξερογκαζιές τους έξω από το μαγαζί!

Παρεμπιπτόντως, να πώς ξεχωρίζουμε τη μάρκα της μηχανής από τον ήχο που βγάζει... :) (από Cunning Linguist, 15/03/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αν και οι γυναίκες γενικώς δρουν περίεργα και ακατανόητα για το ανδρικό μυαλό, η συμπεριφορά τους τείνει να φλιπάρει σε συγκεκριμένες εποχές, κυρίως όταν περνούν περιοδεύον ή κλιμακτήριο ή όταν πέφτει αγαμησιά. Κατά τις εποχές αυτές η συμπεριφορά της γυναίκας τείνει προς το ανελέητο πρηξαρχίδι και όσοι/-ες συσχετίζονται μαζί τους οφείλουν να προσέχουν πολύ καλά τη συμπεριφορά τους, καθώς μια σπίθα είναι αρκετή για να προκαλέσει ολική καταστροφή!

Όοοοολα λοιπόν αυτά τα προβλήματα που αποσταθεροποιούν την γυναικεία συμπεριφορά ονομάζονται με μια λέξη γυναικολογικά. Κάποια έχει τα γυναικολογικά της όταν συμπεριφέρεται αλλόκοτα: είναι δηλαδή κάπως, γκρινιάζοντας, φρικάροντας και πιθανώς φτάνοντας στα όρια της υστερίας χωρίς λόγο και αιτία. Πολλές φορές η έκφραση έχω τα γυναικολογικά μου χρησιμοποιείται και για πισωγλέντηδες (για ευνόητους λόγους), ενώ σπανιότερα χρησιμοποιείται και για άντρες που συμπεριφέρονται υστερικά.

  1. - Μωρό μου με αγαπάααας;
    - Ναι μωράκι μου...
    - Όλο εγώ σε ρωτάω όμως...
    - Αφού στο είπα πριν από πέντε λεπτά!
    - Εγώ θέλω να μου το λες συνέχεια!
    - Ε μα δεν μπορώ να στο λέω όλη την ώρα!
    - Το ήξερα ότι δεν με αγαπάς!!!
    - Μα όχι, δεν είπα αυτό...
    - Όχι αυτό είπες, με έχεις βαρεθεί!
    - Δεν μου λες, τα γυναικολογικά σου έχεις; Άσε με στην ησυχία μου!
    - Σλαπ!!! (ο ήχος της σφαλιάρας)
    - Ωχ!!!

  2. - Λύσσαξε η γριά όλο το πρωί να ετοιμάσω τα έγγραφα! Άσε που καθόταν πάνω από το κεφάλι μου και με ξέχεζε συνέχεια ότι καθυστερώ και δεν τα κάνω σωστά!
    - Τι έπαθε;
    - Ξέρω κι εγώ; Γυναικολογικά...

  3. - Τι έπαθε πάλι ο Παναγιώτης και χάλασε τον κόσμο στην πρόβα;
    - Τι να πάθει μωρέ, τα γυναικολογικά του έχει... Όλη την ώρα γκρινιάζει, δεν τον ξέρεις τι υστερικιά που είναι;!

Κι όμως! Είναι ένας υπέροχος σύζυγος! (από Hank, 03/03/09)(από Galadriel, 04/03/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αναπόσπαστο κομμάτι των τιμημένων ελληνικών 80s, τα φοφίκο ήταν γαριδάκια με γεύση φιστίκι, παραπλήσια με τα φουντούνια (αν και οι απόψεις διίστανται μετά την πάροδο σχεδόν 20ετίας --> έρευνα). Το σακουλάκι τους ήταν άσπρο-πράσινο, με διάφανο παραθυράκι σε σχήμα σκίουρου.

Τα φοφίκο καταργήθηκαν γρήγορα (σε αντίθεση με τα φουντούνια), πράγμα για το οποίο έχουν διατυπωθεί πολλές διαμαρτυρίες, ακόμα και θεωρίες συνωμοσίας που αναμιγνύουν τη CIA, τον πράκτορά της Best Foods Χάρρυ Κλυνν και τη διαφήμιση που έκανε για τα ανταγωνιστικά φουντούνια!

(Από blog)
«απ' οσο θυμαμαι ειχαν την ιδια γευση με τα φουντουνια (και τα δυο απο φυστικι ειναι -τι φουντουκια μου λετε), αλλα αυτο που τα διαφοροποιουσε ηταν το σχημα και η υφη (τα φοφικο θυμιζαν φυστικι σε τομη και ηταν πιο crunchy).

αυτο που »εφαγε« τα φοφικο ηταν η ελλιπης διαφημιστικη εκστρατεια, σε αντιθεση με τα φουντουνια που ειχαν επιστρατευσει τον χαρυ κλυν. οι διαφημισεις αυτες, μαζι μ'εκεινες για το κοκο μιλκ της αγνο, νομιζω οτι ειναι αντιπροσωπευτικες για το χιουμορ της εποχης. μπρρρρ...»

  1. (Από blog)
    «Τα FOFIKO είναι η ψύχωση μου... ΤΑ ΘΕΛΩ ΤΩΡΑ.

Τί στο καλό τους έπιασε και τα σταμάτησαν (ενώ έχουν κρατήσει άλλα τελείως άγευστα, χώρια τους πειραματισμούς με τα νέα σνακ που κάνουν ανά περιόδους).»

  1. (Από το Indymedia)
    «Ναι, τα θυμαμαι τα φοφίκο. Τα τρωγαμε μετα μανιας οπως και τα φουντουνια και τα δρακουλινια.
    τρεις ταινιες οροσημο της εποχης που λογω ηλικιας πηγα και τις ειδα μαζι με τη...μανα μου: ΕΤ ο εξωγηινος, karate kid, the outsiders, greese»

Got a better definition? Add it!

Published

Ξακουστό ελληνικό έθιμο. Σε αντίθεση με τα διάφορα πανηγύρια που γίνονται μια φορά τον χρόνο και σε κάποιο μέρος της Ελλάδας, αυτό γίνεται κάθε μέρα σε όλη την Ελλάδα.

Ο εορτασμός γίνεται σε μαγαζιά ή μέρη που μαζεύονται (σχεδόν) αποκλειστικά άντρες (βλέπε αρχιδαριό), οι οποίοι μάλιστα ευελπιστούν κιόλας να βρουν τίποτα γκομενάκια, να γίνει κανένα κονέ. Τα γκομενάκια βέβαια είτε δεν πατάνε σε αυτό το μέρος (αν είναι γνωστός αρχιδόκαμπος), είτε έχουν μεταναστεύσει μετά από την μαζική εισβολή σβέρκων, οπότε απομένει μόνο η ψωλαρία.

Οι γυναίκες δυστυχώς τείνουν να γιορτάζουν μακριά από τη σβερκαρία, σε μέρη θυελλώδη, όπου γίνεται το φημισμένο του μουνιού το πανηγύρι.

  1. - Πού μας έφερες ρε μαλάκα Βαγγέλη; Εδώ θα παίξουμε ξιφομαχία να πούμε!
    - Ρε μαλάκα, την άλλη φορά που είχα έρθει με τη δικιά μου γινότανε του μουνιού το πανηγύρι!
    - Σήμερα έχει πουτσοπανήγυρο φαίνεται...

  2. - Είχε γκόμενες στο πάρτι του Γιώργου χθες;
    - Άσε φίλε, πουτσοπανήγυρος!! Κάτι λίγες είχε, αλλά ήταν καμπιονάτο...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Λέγεται όταν κάπου βρίσκονται μόνο άντρες (βλέπε αρχιδαριό, σβερκαρία, καραπουτσαριό, ψωλαρία, αρχιδόκαμπος) οι οποίοι μάλιστα έχουν και άγριες διαθέσεις, όμως ελλείψει γυναικών το μόνο που μπορούν να κάνουν είναι να παίξουν ξιφομαχία με τους παργαλάτσους τους!

Βγήκε από γνωστό ανέκδοτο που δύο πισωγλέντηδες, μην έχοντας κάτι καλύτερο να κάνουν, αποφάσισαν να παίξουν ξιφομαχία με τις ψωλές τους... Τελικά ο ένας, κατάκοπος, αποφάσισε να παραδώσει τα όπλα λέγοντας: «Ουφ, κουράστηκα... Κάρφωσέ με!»

  1. - Ω ρε φίλε να είχαμε κανένα γκομενάκι τώρα να το παίρναμε και οι δύο...
    - Άσε, ξιφομαχία θα παίξουμε πάλι σήμερα!

  2. - Είχε κανένα πιπινάκι στο μαγαζί χθες, ή ξιφομαχία παίξατε πάλι;
    - Άσε φίλε, πουτσοπανήγυρος!

(από Khan, 07/07/14)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Είναι το παλικάρι που έχει κάνει τη μαλακία δουλειά και διασκέδαση: όποτε βρει ευκαιρία, κοπανάει και μία στα γρήγορα (το κοπανάει είναι ενδεικτικό του υπερβάλλοντος ζήλου του)... Μεταφορικά πάλι, η λέξη δηλώνει αυτόν που συμπεριφέρεται σαν να τον έχει βαρέσει η πολλή μαλακία (ή αλλιώς το πολύ ψωλοκοπάνημα) στο κεφάλι.

Εντάσσεται στην μακρά σειρά συνωνύμων της εθνικής μας λέξης, μαζί με τα ψωλοβρόντης, πεοκρούστης, τρόμπας, αυνάνας κτλ.

(Πονηρογλειφο)γλωσσολογικά μιλώντας, όλη η μαγεία της λέξης βρίσκεται στην μακρά κατάληξη -ης, που προκαλεί αναβιβασμό του τόνου στην παραλήγουσα (σε αντίθεση με το ομόρριζο ψωλοκόπανος). Επίσης δημιουργεί και πολύ ωραίο τύπο πληθυντικού: οι ψωλοκοπάνηδες.

  1. - Ρε τι μου έλεγε χθες ο Νίκος... Τραβάει λέει τρεις μαλακίες την ημέρα, γιατί αλλιώς δεν την παλεύει!
    - Ακόμα;; Μια ζωή ψωλοκοπάνης!!

  2. - Πάμε για καμιά μπύρα το βράδυ;
    - Τώρα μου το λες; Έχω κανονίσει με τα παιδιά! Άμα θες έλα...
    - Άσε, τους βαριέμαι αυτούς τους ψωλοκοπάνηδες...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το όνομα Χουντάλας είναι συνώνυμο της γούνας στην Ελλάδα. Αυτό βέβαια δεν είναι διαφήμιση, γιατί εμείς στο slang.gr δεν γουστάρουμε ούτε τις γούνες ούτε αυτές που τις φοράνε και υπερασπιζόμαστε τα δικαιώματα των ζώων, οπότε να πάει να #@!%*& ο εν λόγω κύριος...

Στο θέμα μας τώρα... Εκτός από γουνεμπόρους στην Ελλάδα είχαμε και πολλά πραξικοπήματα, με πρώτη μούρη το πραξικόπημα της 21ης Απριλίου του 1967 (την γνωστή «χούντα των συνταγματαρχών»). Κάποιοι ανεκδιήγητοι τύποι αποφάσισαν να σώσουν την Ελλάδα από τον «κομμουνιστικό κίνδυνο» κάνοντας «επανάσταση» και στέλνοντας τους αντιφρονούντες σε Γυάρο και Λονγκ Άιλαντ (Μακρόνησο). Τελικά, μετά από μια επταετία (κατά την οποία μοιράστηκαν πολλές άδειες για ταξί και περίπτερα στα «καλά παιδιά»), με την εξέγερση του Πολυτεχνείου και με μισή Κύπρο λιγότερη, η χούντα έλαβε το τέλος της. Θα ήταν σενάριο για κωμωδία με ξεκαρδιστικούς πρωταγωνιστές (βλέπε τα βίντεο με τον Παττακό), αν δεν ήταν τραγωδία.

Ο χουντάλας λοιπόν είναι ο χουντικός ή ο νοσταλγός της χούντας. Λέγεται με σαφή ειρωνική διάθεση και συναντάται επίσης ως χούνταλο. Γενικά πάντως μπορεί να χρησιμοποιηθεί και σαν χαρακτηρισμός για κάποιον που συμπεριφέρεται σαν φασίστας (παράδειγμα 3).

Ο χουντάλας ονομάζει το πραξικόπημα του 1967 «επανάσταση». Δεν παραλείπει να λέει τι καλά και ηθικά παιδιά που υπήρξαν οι συνταγματάρχες, τι ησυχία, τάξη και ασφάλεια που επικρατούσε τότε και, κλασικά, ότι «ένας Παπαδόπουλος μας χρειάζεται»...

Τώρα τελευταία μάλιστα, ο χουντάλας αρχίζει να πιστεύει πως ο Αλαβάνος είναι ο Αντίχριστος και πως η άνοδος των ποσοστών του ΣΥΡΙΖΑ είναι η τελευταία τρομπέτα της Αποκαλύψεως...

  1. (Από blog)
    «Και μια ιδιαίτερη προσφορά του blog: Όποιος θέλει να δει από κοντά τον Παττακό, μπορεί να πάει μια Κυριακή πρωί στην Αγία Βαρβάρα, τέρμα Πατησίων. Πιστός χριστιανός, φυσικά, ο χουντάλας, σχεδόν 100 ετών πια, εκκλησιάζεται όποτε μπορεί να περπατήσει! Έχει καθαιρεθεί στο βαθμό του στρατιώτη, αλλά ο κ. Χριστόδουλος τον προσφωνεί ακόμα «στρατηγό»!»

  2. - Πώς τα πέρασες τα Χριστούγεννα;
    - Πώς να τα περάσω... Είχα πάει στους συγγενείς της δικιάς μου και άκουγα όλο το βράδυ τον παππού της τον χουντάλα να λέει τι καλά που ήταν τότε που τους τεντιμπόηδες τους έστελναν για διακοπές στη Μακρόνησο!

  3. (από το Facebook)
    «Άρα αυτός ή ο οποιοσδήποτε κουκουλοφόρος (nickname, μούφα εικόνα) που το μου έσβησε τα posts προάγει σκοπιμότητες εκτός facebook, ή απλά είναι σκατοχούνταλο του ελέους στο μυαλό.»

Βλέπε και χουντόσκυλο.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Σκληρό χαρτάκι κυλινδρικά διπλωμένο που τοποθετείται ως επιστόμιο στο τσιγαριλίκι, με σκοπό να αποτρέψει αυτόν που θα το καπνίσει από το να τρώει σε κάθε ρουφηξιά καπνό με μαύρο και γίνει και το τσιγάρο μπουρδέλο. Εννοείται πως ο σωστός μπαφόβιος δεν βάζει ποτέ φιλτράκι στο γάρο. Για τη τζιβάνα χρησιμοποιείται ό,τι σκληρό χαρτί βρεθεί πρόχειρο, συνήθως λοιπόν ένα κομματάκι που σκίζεται από τα πακέτα των τσιγάρων.

Η τζιβάνα είναι βασικό στοιχείο για ένα σωστό τσιγαριλίκι, καθώς υπάρχει πάντα ο κίνδυνος να είναι πολύ σφιχτή και να μην ρουφιέται ο καπνός εύκολα. Αναγνωρίζοντας τη σημασία της στην λήψη ευκρινών σημάτων από το μαύρο, ο σοφός λαός κατέληξε: στη τζιβάνα δώσε βάση το τσιγάρο μη χαλάσει.

  1. - Κάντο πάσα το τσιγάρο ρε!
    - Μια τζουρίτσα ακόμα...
    - Τι τζουρίτσα, όλο μόνος σου το πίνεις κι εμένα μου αφήνεις τη τζιβάνα!

  2. - Σκατά την έφτιαξες τη τζιβάνα ρε μαλάκα! Δεν ρουφάει το γαμίδι...
    - Βγάλτη και το πίνουμε έτσι...

(από LoNas, 24/08/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το τσιγάρο με καπνό και χασίς, κοινώς μπάφος, μαύρο, γάρο.

Η κατάληξη -λίκι χρησιμοποιείται για να το αντιδιαστείλει προς τα κανονικά τσιγάρα με σκέτο καπνό. Η λέξη χρησιμοποιείται συχνά και από φιλήσυχους πολίτες και έντρομους γονείς, οι οποίοι θέλουν να δείξουν ότι είναι αρκετά μέσα στα πράγματα, ώστε να χρησιμοποιούν και λέξεις της νεολαίας (τώρα της νεολαίας ποιας εποχής, αυτό είναι άλλο ζήτημα)...

  1. - Μαμά φεύγω!
    - Πάλι σε αυτούς τους χαραμοφάηδες τους φίλους σου θα πας που όλη την ώρα κοπροσκυλιάζουν και καπνίζουν τσιγαριλίκια; Και για τη σχολή σου πότε θα διαβάσεις;;

  2. (από blog)
    «Χθες έμαθα ότι στην Καλιφόρνια, ενώ απαγορεύεται το κάπνισμα σε κλειστούς χώρους, δεν ισχύει το ίδιο για την ινδική κάνναβη. Για να το πω καλύτερα : ο καταστηματάρχης είναι υπεύθυνος για να μην υπάρχει τσιγάρο στο μαγαζί - το τσιγαριλίκι είναι θέμα της αστυνομίας.»

βλ. και καρότο

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Παράγωγη λέξη από το πρηξαρχίδης, περιγράφει τη διαδικασία της εξοίδησης (κοινώς πρηξίματος) των όρχεων. Πρόκειται για διαδικασία επίπονη λόγω της ανεξάντλητης επιμονής και υπομονής του δράστη σπασοκλαμπάνια (βλέπε και τα πόνος, κολλώδης), αλλά και της μαεστρίας του στο να ζαλίζει τ'αρχίδια των άλλων.

Πέρα από τους προαναφερθέντες ενοχλητικούς τύπους, εξπέρ στο πρηξαρχίδι αναδεικνύονται και οι γυναίκες. Οι απλός αντρικός νους αντιμετωπίζει ως μέγα πρηξαρχίδι τις χαοτικές συνειρμικές στροφές του συναισθηματικού γυναικείου μυαλού και την κακιά συνήθεια των γυναικών να θέλουν (ή ακόμα και να απαιτούν) κάτι από εσένα, αλλά να μην το αποκαλύπτουν με τίποτα και να περιμένουν να το ανακαλύψεις εσύ ενορατικά (χαρακτηριστική έκφραση: είμαι κάπως)...

  1. - Τον Κώστα τον έχεις δει καθόλου τώρα τελευταία;
    - Άσε με ρε με αυτόν, μου έχει σκοτίσει τ'αρχίδια! Κάθε μέρα με παίρνει τηλέφωνο και μου ζητάει να βγούμε, να έρθει σπίτι, να πάμε σε κωλόμπαρο και ό,τι άλλο μπορείς να φανταστείς...
    - Ω ρε πρηξαρχίδι!!

  2. - Μου την έσπασε και η Ελένη χθες γιατί μου έκανε τη δύσκολη...
    - Δεν θέλει να τον φάει;
    - Τι λες ρε; Αφού προχθές που τη γλωσσοφίλαγα στο αμάξι είχε τρελαθεί...
    - Α κατάλαβα... Λίγο πρηξαρχίδι πριν από τον τελικό πέοντα...
    - Ακριβώς ντόκτορ...

*Εσύ* "είσαι κάπως" μωρή χαμούρα; Εμένα δες τι μου\'κανες! (από Vrastaman, 21/11/08)η κλασική τηλεοπτική αναφορά (από xalikoutis, 23/11/08)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified