Φράση που προσκαλεί - προκαλεί συμπαίκτη χαρτοπαιγνίων και ταβλαδοπαιγνίων να χάσει πανηγυρικά. Προμηνύει και διαφημίζει ρέντα, πράγμα που συνιστά απροκάλυπτη ύβρη καθώς την τύχη κανείς δεν μπορεί να την πάρει εργολαβία. Η ήττα είναι επώδυνη, ιδίως όταν είναι συνεχόμενη, σαν να τις έχεις φάει. Γι' αυτό και ο ηττημένος εκτός από την πεπληγμένη αξιοπρέπειά του, περιφέρει βαρέως και το εξαντλημένο σαρκίο του που η μοίρα του φέρθηκε τόσο σκληρά, χωρίς να αποκλείονται κι ένα τσουβάλι νεύρα από μέρους του.
Χαρακτηριστικό πάντως είναι ότι στο μπριτζ τα ακριβά συμβόλαια που συνάπτουν και ανακοινώνουν τις μπάζες που θα κάνει ο υποψήφιος εκτελεστικός άξονας εκ των προτέρων κατά τη φάση της αγοράς όπου και ορίζεται ποια φυλή θα είναι ατού ή αν δε θα υπάρξει ατού, τα συμβόλαια λοιπόν που κλείνονται και ορίζουν 12 ή 13 μπάζες λέγονται μικρό (small) ή μεγάλο (grand) χαστούκι (slam)! Είναι μια δήλωση τρομοκρατική από άποψη ψυχολογίας γιατί ρίχνει το ηθικό του αντιπάλου άξονα, λόγω του ότι περιορίζει τις πιθανότητες να τους βάλει μέσα στο συμβόλαιο (μα καλά, τί φύλλα έχουν;), άρα και να οργανώσουν αποτελεσματική άμυνα, ειδικά άμα δεν τα έχουν πάει και πολύ καλά σε προηγούμενα παιχνίδια, τους έχουν ψιλοδείρει δηλαδή κι έτσι τριτώνει το κακό.


- Έλα να σε δείρω!χαχαχα!
- Όχι, να μου λείπει... Μου αρκεί που δε σταύρωσα κόλπο σήμερα, να μην τριτώσει το κακό... Να μου λείπει το βύσσινο...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Όταν κάποιος δε βάζει μυαλό, είναι ανεπίδεκτος μαθήσεως και τα ρέστα παγωτό, άμα λάχει να 'ουμ', αποτελεί πηγή έμπνευσης μυρίων χαστουκίων εις βάρος του, μπας και στρώσει. Ο επιθετικός προσδιορισμός εδώ δηλώνει τρόπο, δηλαδή για χαστούκια ακατάσχετα, ασύστολα, καταιγιστικά, άτσαλα, εμμονικά, δυνατά, εξοργιστικά και σοκαριστικά προς τον με-το-βλέμμα-το-βαθύ-της-κότας αποδέκτη. Μπορεί όμως και το έξυπνο πουλί από τη μύτη να πιαστεί και να κάνει μια γκάφα ολκής, που ισοδυναμεί με πολλές μικρότερες και αυτή να επισύρει πολλά και τρελά χαστούκια ως ποινή. Το χειρότερο είναι ότι στη δεύτερη περίπτωση τις περισσότερες φορές υπάρχει συναίσθηση της γκάφας πριν καλά καλά αυτή γίνει λόγω των αστάθμητων παραγόντων που ο δράστης μεν δεν αγνοεί την ύπαρξή τους, αλλά από την άλλη δεν ξέρει και πως να προφυλαχθεί απ'αυτούς.


1.- Μου χύθηκε το κρασί!
- Αμάν μωρέ, γαμώτη μου, μέρα που είναι!... Σ' έστειλα, να φέρεις κρέας και πήρες απ'το λαιμό, συμπλήρωσες την τσικουδιά με νερό, το'βαλες να ψήσεις ελληνικό σήμερα, σε λίγο η γαλοπούλα θα βγει κι αυτή από τα λιντλ! Δεν υποφέρεσαι πια με τόσες γκάφες!Δε σ'αντέχω άλλο!Δεν είσαι άξιος για τίποτα!Είσαι για τρελά χαστούκια!!!
2.- Έλα ρε μαλάκα, τί έγινε της μίλησες;
-Όχι... Και να φανταστείς τί προετοιμασία είχα κάνει, τί πρόβες, ολόκληρο διάλογο, κι άμα.μου πει τί να τις απαντήσω, με χίλιες δυο εκδοχές... Μέχρι και λόγο ετοίμασα... Να!... Όλα στράφι... Δεν ξέρω, ρε...Μόλις την είδα, τα'χασα! Είναι πολύ όμορφη... Φοβάμαι... Είναι θεά και δεν κάνει για μένα... - Αψού είχε εκδηλώσει κι εκείνη ενδιαφέρον... Καλά μιλάμε είσαι για τρελά χαστούκια. Ελπίζω να το ξέρεις.
- Ότι είμαι, είμαι...Δείλιασα... Δεν πειράζει... Την επόμενη φορά. Ξέρω που συχνάζει και θα'μαι και πιο έτοιμος. Όλο και κάτι μπορεί να δώσει την αφορμή και να το κάνει πιο εύκολο.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

κουραδόμαγκας, χεζόμαγκας

Ο μάγκας που όμως κλάνει μέντες μόλις τα δει σκούρα. Ο ντεμέκ μάγκας, αυτός που κάνει τη φυσική ανάγκη που περιγράφει το πρώτο συνθετικό, συνήθως χωρίς να προλάβει να κατεβάσει το βρακί του γιατί μονίμως πιάνεται εξ απήνης κι όχι στην τουαλέτα και καταλήγει βρωμόμαγκας. Αυτός που κάνει τις μαγκιές του εκεί που τον παίρνει και τον σηκώνει - πάντα, αλλά αποφεύγει να τα βάζει μ' ανωτέρους του για να μην τον πάρει και τον σηκώσει- ο διάολος πρώτα πρώτα... Φεύγει πάντα στην πρώτη στραβή - δυσκολία κι ειδικά όταν έχει εμπνεύσει κύρος, εξουσία και το παίζει και κουλ - τρομάρα του - δεν τονε νοιάζει να φύγει και να τσι παρατήσει ούλους τσι συνεργούς του σύξυλους κι ας βγάλουνε μόνοι τωνε την άκρια των... Η χειρότερή του είναι όταν έχει υποτιμήσει έναν κίνδυνο και τελικά μόλις πάει να τον αντιμετωπίσει, φαντάζει ανυπέρβλητος και τότε την κάνει... Η μυρουδιά πάντα τον ακολουθεί και η κοπρά πάντα σπιλώνει κι αμαυρώνει απού τ'όνομά ντου ως τα παντελόνια ντου κι ετσέ ξεχωρίζει απού τσ' άλλους μάνγκιες...

- Ήμαστε με τον Αργύρη. Κόλλαγε μαγκιές στον αρχηγό της άλλης παρέας κι ήρθαν και μας την πέσανε... Λοστοί, σιδερογροθιές κι ό, τι μπορεί να φανταστεί ο νους σου είχαν στα χέρια τους... Και κείνος ως συνήθως, άφαντος... Έγινε καπνός, ο πούστης, αφού πρώτα μας άναψε φωτιές να καθαρίζουμε μετά για πάρτη του...Άσε, το πως γλυτώσαμε ένας Θεός το ξέρει... Το μαλάκα, που να μην μπορεί να χέσει και να τον πνίξει το σκατό!
- Μην κάνετε παρέα μ' αυτόν το χεζόμαγκα, δε σας έχω πει; Να σας μπλέξει σε τίποτα ιστορίες πιο περίεργες.. Όσο για το σκατό, μείνε ήσυχος, με την ευκοίλια που έχει το σερβιρίζεται κι όλας!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Τα γυαλιά οράσεως με χαρακτηριστικούς, υπερβολικά χοντρούς και αντιαισθητικούς φακούς που συνήθως καλύπτουν περισσότερα προβλήματα όρασης από τη μυωπία (μυωπία, αστιγματισμό, στραβισμό) σε έναν ασθενή, ή υψηλή/κακοήθη μυωπία (που μπορεί να εξελιχθεί σε καταρράκτη).

Συνήθως επιβαρύνουν αυτόν που τα φοράει λόγω του βάρους του σκελετού και τον αδικούν εμφανισιακά, κάνοντάς του τα μάτια, λόγω της υπερβολικής διάθλασης της σύνθετης εσωτερικής επιφάνειας τους, να φαίνονται υπερβολικά μικρά (στους πολύ ενισχυμένους φακούς) ή γενικώς μικρότερα του πραγματικού τους μεγέθους. Τώρα πλέον με την εξέλιξη στην οπτομετρική και στην κατασκευή των γυαλιών οράσεως τίθενται υγρά φίλτρα ενισχυμένα με πολύ λεπτές στρώσεις υάλων ποικίλης προέλευσης για να επιτευχθεί το βέλτιστο αποτέλεσμα με το ελάχιστο δυνατό πάχος φακού. Έτσι τα ματομπούκαλα είναι εν πολλοίς παρελθόν. ματομπούκαλα


Συνθ. λέξη εκ του μάτι (ματ-), δείκτη σύνθεσης -ο- και μπουκάλι (μπουκαλ- με κλητικό επίθημα α). Συνώνυμο τα πατομπούκαλα, όπου εδώ ειρωνικά αναφέρεται πως κάποιος έχει χρησιμοποιήσει για γυαλιά τους πάτους (α'συνθ.)γυάλινων μπουκαλιών (β'συνθ.) που είναι χοντροί σαν τα αντιαισθητικά αυτά γυαλιά (από το πάτος και μπουκάλι).

Δύο φίλοι σε ένα μπαρ συζητούν:
- Κοίτα εκεί πίσω, με τρόπο.
- Ναι, τί; Ωραίο γκομενάκι.
- Όχι, όχι αυτήν, τη διπλανή...
- Ποιαν; Αυτή με τα ματομπούκαλα;
- Σσσσσς! Μην καρφώνεσαι! Ναι, αυτή!. Μ' έχει σταμπάρει με τα πατομπούκαλά της... Απορώ τί να έχουν από πίσω άραγε;...
- Κουκουτσόσπορους, δε βλέπεις;

ματομπούκαλα... ...πατομπούκαλα

Got a better definition? Add it!

Published

- Είσαι;
- Είμαι.

Από τις πιο σύντομες στιχομυθίες που απαντά κανείς στον προφορικό λόγο. Είναι συντόμευση της ερωταπάντησης - είσαι μέσα; - είμαι μέσα, δηλαδή μετέχω σε μια δραστηριότητα, συμφωνώ και γουστάρω να περιληφθώ κι εγώ.

Μαγκίτικη, κούλικη, αεράτη και ακομπλεξάριστη, ενίοτε επιτακτική στον καιρό της, γιατί τώρα και έχει εκπέσει και έχει χάσει αυτόν τον αέρα άνεσης που είχε κάποτε και είναι συναισθηματικά αποφορτισμένη από τη σημασιολογική ανορθοδοξία της, όπως κάτι αντίστοιχο έχει πάθει η λέξη μαλάκας, που πια είναι νίλα του προφορικού λόγου και υπάρχει εκεί για να γεμίζει τα κενά της έκφρασης όταν δεν έχουμε τίποτε άλλο να πούμε και έχουμε στερέψει από προσφωνήσεις ή περιγραφές καταστάσεων (τί κάνεις, ρε μαλάκα; = «πας καλά, είσαι με τα σωστά σου;», τί κάνεις, ρε μαλάκα; = «πώς πας, είσαι καλά;», έμεινα μαλάκας = «έμεινα άγαλμα, παγωτό, μού 'ρθε πλάγιο, έμεινα ενεός»). Έτσι και το είσαι; είμαι αντικαθιστά το ρήμα της προηγούμενης πρότασης του ομιλητή. Πλέον η έκφραση που το έχει αντικαταστήσει σχεδόν είναι η ψήνεσαι;.

- Πάει ο αδερφός μου στο γήπεδο για εισιτήρια του αγώνα την Κυριακή. Θα του πω να πάρει και για μας. Είσαι;
- Είμαι.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ευχή προστασίας που ακουγόταν κυρίως από γυναίκες της οικογένειας (μάνα, γιαγιάδες, θείες) προς τα όμορφα βλαστάρια της, για να αποφεύγουν τα κοπέλλια το κακό μάτι. Σημαίνει 'να είσαι αλώβητος από το κακό μάτι'- ενν. το μάτι το αχόρταγο και το άπληστο, αυτό που ματιάζει. Συνώνυμη έκφραση με την 'φτου(σου) ! να μη σε ματιάσω'της κοινής νεοελληνικής. Η κυριολεκτική φτυσιά του ανθρώπου πάνω στο πρόσωπό του είναι γελοία, τον ασχημαίνει και κάνει την ενέργεια της βασκανίας να μην πιάνει εκεί, αφού πια δεν έχει στόχο να λαβώσει.

Η φράση είναι ελλειπτική, καθώς ο πληθυντικός 'αλάβωτα' αναφέρεται σε ό, τι δικό του έχει, κυρίως από το σαρκίο του και ιδίως προίκα καλλονής, δηλαδή σε οτιδήποτε όμορφο χαρακτηριστικό έχει που τον κάνει να ξεχωρίζει από τους άλλους άρα και να είναι ζηλευτός, με αποτέλεσμα το ζηλόφθονο, το φθονερό ή απλώς το αχόρταγο μάτι του αντίστοιχου ανθρώπου, να ανιχνεύει αυτήν την καλοφτιαγμένη ιδιαιτερότητα και να εκπέμπει προς εκείνη την κατεύθυνση την ενέργεια της έλλειψης αυτής της ομορφιάς που απουσιάζει ως ποιότητα από την πλευρά του πομπού της αρνητικής ενέργειας (του κακού ματιού). Αλάβωτά σου, αλάβωτα όλα τα όμορφα και τα ξεχωριστά σου.


- Είδες τηνε την Ελενιώ μια γ-κοπελλιά απού γίνηκε... Λεβέντισσα!
- Ναι, λεβέντισσα, αλάβωτά τζη...
- Θειες, είντα γίνεστε, καλά' στε;
- Καλά' μαστε, χαρώ σε κοπελλιά μας, αλάβωτά σου!

Got a better definition? Add it!

Published

Καζίκι στα κρητικά είναι ο πάσσαλος. Χρησιμοποιείται και μόνη της η λέξη ως βρισιά του στυλ "χίλια καζίκια του κώλου ντου" όπως το "χίλιοι διαόλοι να μπούνε στον κώλο ντου". Για επίταση ζόρε, τα καζίκια είναι πάντα πολλά - κατά προτίμηση χίλια: όσο πιο πολλά τόσο πιο καλά για να γουστάρουμε, αφού το να μπουν δεν γλυτώνεται, γιατί ή όλα ή τίποτε σ' αυτή τη ζωή. Τα νά' ναι κανείς καζίκι τση μεθιάς είναι σοβαρή δοκιμασία γιατί είναι σαν η μέθη νά' χει μπει από τον κώλο κι αφού σε καλαφατίζει καλά καλά στο τέλος σε κάνει και να χεστείς. Έκφραση που χρησιμοποιείται για σοβαρές καταστάσεις μέθης, όπου ο συμπαθής βαρελόφρων από το τρελό φλερτ με ποικίλων ειδών ξύδια υποφέρει από τον προσομοιούμενο ανασκολοπισμό και από τις χημικές αντιδράσεις εντός των ευαίσθητων περιοχών κινδυνεύει να ξεφτιλιστεί , εφόσον απέχει ένα βήμα από ασύστολη και πλήρως ακούσια αφόδευση. Το επόμενο βήμα μέθης περιγράφεται στην έκφραση: "χέστηκε απ' το ποτό".


- Είντα πάθανε κείνοινέ οι κουζουλοί και πηαίνουνε σα τζι βάρκες σε φουρτούνα;
- Δε τζι θωρείς; Καζίκι τση μεθιάς εγίνανε! Ραβδέ που τσι περιμένει απ' τσι κεράδες τωνε...

Got a better definition? Add it!

Published

1.Pas question! Ούτε συζήτηση! Ούτε (να τολμήσεις) να το διανοηθείς. Αποθάρρυνση που λειτουργεί αποτρεπτικά για τον αποδέκτη και ο,τι πρότεινε ή είπε με έντονα επιπληκτική διάθεση. Χρησιμοποιείται αντί της προστακτικής ενεστώτα "ξέχνα το", μετριάζοντας την επιθετικότητά της, αλλά αναβαθμίζοντας το δασκαλίστικο ύφος της. Ο φρονιμότερος (ίσως και μεγαλύτερος σε ηλικία) βάζει μυαλό και θέτει όρια στον υπό την επίβλεψή του συνομιλητή που συνήθως των χαρακτηρίζει μια τάση ελαφρότητας παραπάνω. Τα πράγματα εδώ για τον επιπλήττοντα είναι αδιαπραγμάτευτα και δε χαρίζει κάστανα.


- Και είπαμε με τα κορίτσια να πάμε στη συναυλία των motörhead. Να, εδώ δώσαμε ραντεβού αύριο τ' απόγευμα...
- Αυτοί οι παλιοροκάδες σας κάψανε! Με τα μαλλιά μέχρι το πάτωμα και τα μυαλά στα κάγκελα! Να πας και να μου πάρεις και τίποτα ναρκωτικά;
- Έλα ρε μάνα, μη γίνεσαι σπαστικιά... Εγώ φταίω που έρχομαι και σ'τα λέω και τα καρφώνω... Ήθελα να'ξερα πιο παιδί άλλο κάνει τέτοιες βλακείες, να του τη σπάνε και να τ'ακούει κι από πάνω... Ένα συγκρότημα είναι, πώς κάνεις έτσι!...
- Δεν το'ξερα πως έπρεπε να συμφωνήσω και να συνεργαστώ! Άκου να σου πω, επειδή έχεις σηκώσει μπαϊράκι αλλά αυτά δεν τα σηκώνω εγώ, είμαι η μάνα σου και πρέπει να μ'ακούς. Τα παράπονά σου στις φίλες σου! Δε θα πας, πάει και τελείωσε. Βγάλ'το απ'το μυαλό σου. Ξέχασέ το.

2.Δεν υπάρχει, είναι απίστευτο, είναι άφθαστο, τέλειο και για άνθρωπο: είναι τσακάλι και δεν πιάνεται, είναι ικανότατος στα όρια της ιδιοφυίας και του θαυμασμού που προξενείται από έντονο δέος, συστολή και ταπεινότητα προς αποδοχήν του ανωτέρου που αναγνωρίζεται η αξία του χωρίς περιθώριο για μικροπρέπειες και μικροψυχίες. Αυτός που επιβάλλεται ως ο καλύτερος και το κερδίζει με τα τσαρούχια. Απαλάξου λοιπόν από την έγνοια του μπελά σου, γιατί ο Μεσσίας ο ανυπέρβλητος θα σε σώσει και θα καθαρίσει για σένα. Απλώς ξέχασέ το κι ασ' τον εκείνον να κάνει τη δουλειά. Εσύ κοιμάσαι και η τύχη σου δουλεύει από τον "ξέχασέ το", ΤΗΝ αυθεντία... Δε χωρεί αμφιβολίας περί τούτου μη με λες Ασημίνα, Λαμέ, Λαμέ να με λες.


- Πω ρε φίλε... Ασ'τα γιατί είμαι να με κλαιν οι ρέγγες. Δεν ξέρω τί σκατά έπαθε το τάμπλετ μου... Τρία χρόνια απ'τη ζωή μου έχω κει μέσα, εργασίες, αρχεία, χώρια τις φωτογραφίες και δεγκζερωγωτί... Μού'ρχεται να πάω να πεθάνω... Απ'όπου και να με πιάσεις, θα σκάσω! Γαμώ την τύχη μου...
- Πώς κάνεις έτσι! Θα πω του Αντωνάκη και να δεις θα τη βγάλει την άκρη... Είναι διάολος σ'αυτά. Έννοια σου...
- Αλήθεια; Είναι τόσο καλός;
- Ξέχασέ το.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

1.Όταν η έκβαση ενός γεγονότος δεν πηγαίνει κατά πως θέλουμε και ο πράττοντας που ανέλαβε ως πληρεξούσιος ή έμπιστος να την διεκπεραιώσει δεν έφερε το αναμενόμενο κατόπιν σχεδίασης αποτέλεσμα. Ναι μεν, τα έκανε θάλασσα, αλλά από την άλλη να μην κρατάμε και κακία ο ένας στον άλλο, ούτε παρεξήγηση να γίνεται.


- Τί είναι τούτο 'δω, ρε μαλάκα; Τί σού'πα να μου φέρεις και τί μου έφερες;! Ρε ηλίθιε, τελευταία στιγμή, εδώ ο κώλος μας καίγεται κι εσύ μας κάνεις παιχνιδάκια; Σ' έπιασε η μαλακία σου πάλι; Έχω αύριο να παραδώσω εργασία, για τον ηλίθιο νταλκά σου και την πουτάνα την πρώην γκόμενά σου την ανέβαλλα και την προχειροέγραφα, για να σου ανεβάσω το ηθικό, ένα μήνα τώρα ρε, τελευταία στιγμή που μπορώ κι εγώ να κάτσω σαν άνθρωπος να τη φτιάξω... Σε εμπιστεύτηκα ρε κι εσύ τον παίζεις; Είσαι σοβαρός; Καταλαβαίνεις τί έκανες;
- Εγώ... Εγώωωω....
- Άντε χέσε μας μωρέ! Μ' άλλα λόγια: "ν' αγαπιώμαστε" είσαι! Θα με κρεμάσει αύριο ο καθηγητής, πόσο να με καλύψει πια που τόσο καιρό του το κάνω γαργάρα; Εγώ στα δύσκολα, εκεί: για όλους!Και για μένανε κανείς... Αχ!...

2.Όταν ένα άτομο μας φερθεί με εντελώς ασυνήθιστο και σκληρό τρόπο, ή ακόμα όταν το έχει αυτό συνήθειο, παρόλα αυτά έχει την απαίτηση να μην παρεξηγούνται οι βαθύτερες αγαθές προθέσεις του, που δεν ξέρει όμως να τις εξωτερικεύει με αντίστοιχες πράξεις, με αποτέλεσμα να σε κάνει (με τρόπο που να το απαιτεί) να πρέπει να μυρίσεις τα νύχια σου κάθε φορά για να τις καταλάβεις. Αυτό είναι πάγια τακτική μεταξύ συναισθηματικών εκβιαστών στο αιώνιο παιχνιδάκι του ποντικού και της φάκας, που πάντα το ποντίκι είναι ο παθολογικός ευχαριστίας (pathological pleaser vs pathological teaser in a bad way).


- Το'χεις σκεφτεί ότι κάποιοι άνθρωποι μπορεί να αγαπούν αλλά δεν έχουν τον τρόπο να το δείξουν;
- Όχι. Γιατί αν αγαπούσαν πραγματικά, οι εγωισμοί μπαίνουν στην μπάντα. Το μόνο που θες είναι να βρεις μια λύση, μια διέξοδο αυτού του συναισθήματος και δε λυπάσαι τα λάθη μέχρι να τον βρεις αυτόν τον τρόπο, ούτε τα φοβάσαι. Ο στόχος σου είναι αυτός. Άρα, όποιος δεν το κάνει, κατά βάθος δεν τον ενδιαφέρει, άσχετα με το τί θα ήθελε η μελό - ρομαντική ψυχούλα σου προσωπικά. Το ηθικό σου δεν μπορεί να γίνεται βορά κανενός. Αλλιώς καλά τηνε παθαίνεις.
- Ωραία. Υπάρχουν τέτοιοι άνθρωποι. Τί να τους κάνουμε; Να τους σκοτώσουμε; - Να μην τους δίνουμε σημασία. Αλλιώς παίρνουν το μήνυμα ότι πάντα ο μαλάκας θα είναι εκεί, θα ανέχεται, θα υποφέρει κι αυτοί.δε θα ζορίζονται να βάζουν μυαλό. Απλώς τους εγκαταλείπεις. Στο περιθώριο, τον πρώτο καιρό από εγωισμό θα παριστάνουν ότι δεν τους είναι επώδυνο που τους εγκατέλειψαν όλοι, αλλά μετά όταν η μοναξιά αρχίσει να τους τσακίζει θα πονέσουνε, αλλά θα γίνουν άνθρωποι. Αλλιώς μ'άλλα λόγια:"ν'αγαπιώμαστε", άμα είναι να τους ανέχεσαι, γιατί έτσι δεν τους αφήνεις να μεγαλώσουν, να ωριμάσουν να κάνουν τον φυσικό κύκλο όλων των όντων σ'αυτή τη γη, να μάθουν.

Σχόλιο: Προτιμώ το λήμμα με αυτήν τη γραφή και όχι χωρίς τα σημεία στίξης, διότι έτσι αναδεικνύεται η έκφραση "ν' αγαπιώμαστε" ως παρατιθέμενη που είναι ο στόχος της έκφρασης ενώ το "μ'άλλα λόγια" είναι η επεξηγηματική εισαγωγή, ανεξαρτήτως δυνατότητας εύρεσής της στη μηχανή, ή αιτήματος για ισοπεδωμένη γραφή λόγω νιλοποίησης (=εκμηδενισμού των αρχικών συστατικών που την αποτελούν που την οδήγησαν στην τυποποίηση: αυτή η συγκεκριμένη, ακόμη αναλύεται).
Προτίμησα τη γραφή με ωμέγα στο "αγαπιώμαστε" αναγνωρίζοντας την προέλευση από το "αγαπώμεθα" κι όχι το "αγαπιέμαι" που ετεροιώνεται σε "αγαπιόμαστε".(εναλλαγή -ιε, -ιο κατά την κλίση στην οριστική του ενεστώτα της μεσοπαθητικής της ν.ε.)
Τέλος η έκφραση εμφανίζεται και στο γούγλη συνηθέστερα ως "άλλα λόγια ν'αγαπιόμαστε", αλλά κττμγ, αλλοιώνεται το νόημά της που είναι να πούμε άλλα λόγια να πούμε και ξανά ν'αγαπηθούμε έτσι, αντί να ληφθεί εκ των προτέρων ότι αγαπιώμαστε, αλλά κάποια περιστατικά που επιδιώκουν να κλονίσουν αυτή τη σχέση, πρέπει να λαμβάνεται a priori ότι αυτό ισχύει, ώστε να μην υπάρχει κάκ(ι)ωση μετά.
Το "και μαζί να δουλευόμαστε" είναι για να συνεχισθεί το παιχνίδι ποντικιού - τυριού - φάκας στο διηνεκές, γιατί χωρίς αλάτι ή ζωή με φαύλες καταστάσεις για τους ενοχικούς μαζόχες, δεν τρώγεται.

Got a better definition? Add it!

Published

1.Τα προγούλια, ιδιαίτερα στα πλαϊνά χάριν ευφημισμού. Είναι αφράτα, με τάση ζάρωσης, μαλακό δέρμα έως χαλαρωμένο. Όσο περισσότερο λίπος έχουν, τόσο το καλύτερο στο δάγκωμα και στην ευρύτερη ερωτοσεξουαλική ατμόσφαιρα. Τα μεσήλικα είναι τρυφερότερα και αφήνουν αίσθηση - υφή πάστας σοκολατίνας στον δάκνοντα, εξ ού και η περιγραφή τους. Παραπέμπουν στα γλυκάδια των νεαρών ζώων που αναφέρονται στο δεύτερο σκέλος του ορισμού που μοιάζουν με παχάκια - ξυγκάκια, απ' όπου και επεκτείνεται η χρήση του όρου και στους ανθρώπους.


- Για πες... Η γκόμενα καλή, καλή;
- Και γαμώ τα μανουλομάνουλα!!
- Τί λες μωρέ μλκ, μανουλομάνουλο η 40+;
- Κι όμως... Εκτός από το "οι σαραντάρες ίσον με δύο εικοσάρες" είχε και κάτι γλυκάδια μωρ' αδερφάκι μου, όνειρο! Άσ' τα, πού να σ' τα λέω. Καλοβαλμένη.
- Ά, ρε Παπακαλιάτη με τα βίτσια σου...

2.Εκκρίνονται μπροστά απ' την τραχεία απ' τον θυμοειδή αδένα στα νεαρά ζώα, τα λεγόμενα "του γάλακτος" όπως τα αρνάκια και τα κατσικάκια για παράδειγμα και τα οποία αν μαγειρευτούν από τέτοιο σφαχτάρι θεωρούνται εξαιρετικές λιχουδιές απ' τους γκουρμέδες. Ο απογαλακτισμός επηρεάζει την παραγωγή τους και εκκλίπουν εντελώς από τα ενήλικα ζώα.


Για δες για γλυκάδια στο τηγάνι με τυροκαφτερή εδώ (καλή όρεξη!)
Για μια "ανορθόδοξη" χρήση της λέξης εδώ

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified