Further tags

Άλλος ένας ρηματικός τύπος - ουσιαστικό, κατά τα πρότυπα του «ο γαμάω», «ο σκοτώνω» και δεν συμμαζεύεται.

Η φράση έχει τις ρίζες της στο ποδόσφαιρο, αναφορικά με ένα παίχτη (επιθετικό συνήθως) ο οποίος είναι τεχνίτης της ντρίμπλας, δίνοντας την εντύπωση ότι κανείς αντίπαλος αμυντικός δεν είναι αρκετά ικανός ώστε να τον «κόψει», να του κλέψει την μπάλα.

Συναντάται και εκτός των γηπέδων, περιγράφοντας τον άνθρωπο που ελίσσεται - κυριολεκτικά ή μεταφορικά - το χέλι με λίγα λόγια.

- Κοίτα τι κάνει το φάντασμα! Τους πέρασε όλους μόνος του!
- Σου είπα ότι είναι ο δεν κόβομαι... από τις καλύτερες μεταγραφές!

Got a better definition? Add it!

Published

Εκ του χριστουγεννιάτικου παιδικού τραγουδιού Ο Μικρός Τυμπανιστής και του τούμπανο δηλαδή της σλανγκιάς που περιγράφει τον μυώδη άνθρωπο που δεν έχει καθόλου λίπος, αλλά είναι πρησμένος και σφριγηλός με την καλή έννοια. Ο μικρός τουμπανιστής είναι ο ανθρωπότυπος που περιέγραψα και στο μισή μπουκιά σπανακόρυζο, δηλαδή αυτός που προσπαθεί να υπεραναπληρώσει μια φυσική του μειονεξία, εν προκειμένω το χαμηλό ανάστημα, με το να γίνει μπιλντέρι σφίχτερμαν.

Προσωπικά, το χρησιμοποιώ για γκόμενες τ. πιπινέζα οι οποίες αναπληρώνουν το μη λεβέντικο παράστημα με το να γίνουν πολύ σφριγηλές και τουμπανιασμένες, και επαληθεύουν έτσι το ρητό του λαού μας ψηλό μουνί για παρέλαση, κοντό για κρεβάτι. Λόγω προδιαγραφών δεν μπορεί βέβαια να αρθεί στο ύψος ενός θεόμουνου, μπορεί όμως να αποτελέσει ένα καθ' όλα τίμιο καυλέτο και δη μανιτζέβελο στις κρεβατικές εχθροπραξίες λόγω χαμηλού κέντρου βάρους και έλλειψης λίπους. Το αρσενικό γραμματικό γένος δεν πρέπει να προβληματίζει, γιατί οι γυναίκες τούμπανα συχνά αποδίδονται με αυτό όπως στα μούναρος, κόμματος, τσολιάς, πούτανος/ κοντοπούτανος, και εξάλλου το κοντό ανάστημα παραπέμπει σε gender-neutral παιδί τ. γουτσιστικού διπαί, πρβλ. και τη συνήθεια των γυναικείων υποκοριστικών σε ουδέτερο γένος, λ.χ. Αννιώ, Μαρινιώ. Βρασταμανιστί: τουμπανομεζές.

Σημείωση για τον γερμανό μεταφραστή: Πρόκειται για λολοπαίγνιο με χαμηλή διάδοση. Το ίδιο δε παιδικό άσμα έχει σλανγκιστεί και ως μικρός τυμπανιστηρτζής.

  1. Το Άσμα:

ο μικρος τουμπανιστης

Σε λιγο θα μαι τουμπανο
και ποιος θα μου μηλαει
του χρονου οΤακης ο κουβας
τα δερνει τα γαμαει

θα μπω στο γυμναστηριο
και κατω απο της μπαρες
θα φτιαξω χερια ατσαλινα
θα σπασω της αμπαρες

268 κιλα θα παιζω παγκο στηθος
χτηστος θα γινω νταβατζης
που θα τρομαζει πληθος

ειμαι οτακης ο κουβας
μελλοντικος mister hellas. (Δες).

  1. Η ο μικρός τουμπανιστής. Στα νιάτα του έκανε body-building. Λέει, ότι είχε πάρει και τίτλο. Είχε βάλει και μπράντιφερ με τον Σβατζενεγκερ (έχει πει) και ήρθαν ισοπαλία. (Δες).

  2. -Έχει κανά τούμπανο στο γυμναστήριο που πας, γιατρέ μου;
    - Νταξ, δεν παίζει κανάς τσολιάς, αλλά υπάρχει ένας μικρός τουμπανιστής μούρλια!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Μεταφορική φράση που συντάσσεται μετά από ρήμα ή ουσιαστικό, και είτε το επιτείνει, είτε το μετριάζει και απαξιώνει –ανάλογα με την υπερβολή της μεταφοράς.

Συγκεκριμένα, στην επιτατική χρήση η μεταφορά είναι ακραία: Όταν κάνεις κάτι δίχως αύριο, (α) το κάνεις με τέτοιο μανιασμένο πάθος, τραγική ένταση και απόλυτη προσήλωση, σαν να επρόκειτο να πεθάνεις την επόμενη μέρα, ή να ήξερες ότι επίκειται ολική καταστροφή και αυτή είναι η τελευταία σου φορά· (β) το κάνεις γνωρίζοντας ότι είτε θα το κάνεις καλά ή η αποτυχία θα είναι ολοκληρωτική, με καταστροφικές συνέπειες για το μέλλον σου (κλισέ των αθλητικογράφων, βλέπε παράδειγμα 2).

Στην περίπτωση αυτή, που είναι η πιο αργκοτική, η λέξη είναι ρήμα ή ουσιαστικό που δηλώνει (προσφιλή) πράξη, ενέργεια. Ακούγεται και σε εύλογες παραλλαγές, όπως χωρίς αύριο, σαν να μην υπάρχει αύριο και λοιπά.

Στη μετριαστική-απαξιωτική χρήση η μεταφορά είναι λιγότερο υπερβολική: Κάτι δίχως αύριο είναι κάτι που δεν έχει προοπτικές, που δεν θα έχει επίδραση στο μέλλον, ή που είναι καταδικασμένο σε αποτυχία, και συνεπώς εμπνέει απαισιοδοξία, μελαγχολία και μιζέρια, ή απλά αδιαφορία, βαριεστημένη και διεκπεραιωτική διάθεση (σύγκρινε: για τ' αντέτ').

Στην περίπτωση αυτή, πιο εδραιωμένη και τυπική από την πρώτη, η φράση μπορεί να προσδιορίζει οποιαδήποτε λέξη. Τυπικότερο συνώνυμο: χωρίς μέλλον.

Επιτατικά:

  1. [...] είσαι έτοιμη. αφήνεσαι να μπω μέσα σου. δαγκώνεις τα χείλια σου. είσαι γαμάτη. θέλω να μπω όσο πιο βαθειά γίνεται. να σου προσφέρω τη μεγαλύτερη ηδονή. αυτό θέλω. να χύνεις συνέχεια. να σε γαμάω και να χύνεις. να γαμιόμαστε χωρίς αύριο. (από ιστολόι)

  2. Ντέρμπι ουραγών περιλαμβάνει το σημερινό (19/02) πρόγραμμα της 18ης αγωνιστικής της Α1, καθώς σε ένα ματς δίχως αύριο ο Ηλυσιακός θα υποδεχθεί στα Ιλίσια την ΑΕΚ. Οι δύο αντίπαλοι είναι ισόβαθμοι στην προτελευταία θέση του βαθμολογικού πίνακα και ο νικητής θα πάρει βαθιά ανάσα για τη σωτηρία του. (από εδώ)

  3. — A.I.; Νοημοσύνη; Στο Mortal Kombat μου;;;;;;!;!;; — Σωστά, δεν είχαν σχεδόν καθόλου, οπότε σε έδερναν στεγνά ό,τι και να έκανες. — Παραδεχτείτε τουλάχιστον πως αυτή ήταν η γοητεία του. Κάλοι στα δάχτυλα, αίμα στο gamepad, μανιασμένο α-combo ξύλο χωρίς αύριο και πάντα να χάνεις από τον Goro ή τον Motaro. Κι εσείς λέτε για gameplay...
    (από φόρουμ)

  4. Μαστόρι ο ραλλάκιας. Δε διστάζει να αναμετρηθεί, χωρίς τί, πώς και γιατί, αγνοώντας τη μηχανολογική και τεχνολογική ανωτερότητα του Ιταλού. Σχεδόν αυθαδιάζει. Γι'αυτό μας αρέσει και τον πριμοδοτούμε ηθικά. [...] Οδηγεί με σθένος το υπερστροφικό του ride Και δείχνει να το απολαμβάνει. Kακά τα ψέμματα και αυτό μετράει. [...] Συνοψίζοντας, θα ήθελα να παρακαλέσω να μετριαστούν τα κραξίματα, λες και εμείς [...] δεν έχουμε βρεθεί να κυνηγιόμαστε δίχως αύριο σε δεδομένη ορεινή κορυφογραμμή. [...] Ρομαντικά και ατίθασα νιάτα... (από φόρουμ καυλόγκαζων)

Μετριαστικά-απαξιωτικά:

  1. Κυβέρνηση δίχως πολιτική νομιμοποίηση είναι κυβέρνηση δίχως αύριο. Και μια και καταλήξαμε την προηγούμενη περίοδο στο ότι, ο,τι είναι νόμιμο δεν είναι οπωσδήποτε και ηθικό, η κυβέρνηση δεν έχει πλέον ηθικό ανάστημα, όχι μόνον για να εφαρμόσει το πρόγραμμα της τρόικας, αλλά ούτε καν να αναλάβει οποιεσδήποτε πρωτοβουλίες πολιτικού χαρακτήρα δίχως ανανεωμένη λαϊκή εντολή. (απ' το Έλληνες ονλάιν)

  2. Γιατί μπλέκω πάντα σε σχέσεις δίχως αύριο; Ο Φρόιντ υποστήριζε πως οι γυναίκες έχουν μια τάση προς τον μαζοχισμό. Αν και αρχικά η άποψη αυτή πυροδοτεί αντιδράσεις, αν το σκεφτείς, θα δεις πως η εικόνα μιας γυναίκας που υποφέρει για την αγάπη είναι οικεία σε όλους μας. Τελικά, γιατί μερικές γυναίκες «λατρεύουν» να είναι θύματα επιλέγοντας πάντα λάθος άνδρες; (από γκομενοσάιτ)

against all odds -->ερωτας διχως αυριο! (από electron, 23/02/11)1:29--->Μια  αγάπη δίχως αύριο η αγάπη αυτή...  (από GATZMAN, 24/02/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Σκακιστική σλανγκ.

Αυτός που μένει στάσιμος στη μετριότητα. Ο έμπειρος μεν, αλλά ανεπίδεκτος μαθήσεως.

Από το γαλλικό mazette, άσχημο άλογο.

Άντε ρε καραμαζέτα, θα μάθεις σκάκι επιτέλους, ή να σε μαμήσω ν' ασπρίσεις!!

(από drunkard, 23/03/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Λέγεται υποτιμητικά για τον άμπαλο, τον ατάλαντο παίκτη ποδοσφαίρου, του οποίου οι ικανότητες στο τόπι θυμίζουν περισσότερο κοτοπουλά παρά ποδοσφαιριστή. Η έκφραση αυτή συχνά συνοδεύεται και από το απαξιωτικό χου ρε! όταν πάει η μπάλα στα πόδια του προκειμένου να τρομάξει και να την πουλήσει στον αντίπαλο.

Ο κοτοπουλάς εντός γηπέδου επιδίδεται σε ποικίλα ποδοσφαιρικά βιρτουόζικα τρικς όπως: να δίνει ύψος στη μπάλα χωρίς λόγο, να κάνει κεφαλιές με το σβέρκο, να πέφτει για μπέναλντυ με το πρώτο φτέρνισμα του αιόλου και να κόβει την καριέρα του αντιπάλου.

Ένας κοτοπουλάς είναι συνήθως αμυντικός στο επάγγελμα, ψηλός και ατσούμπαλος, με αξυρισιά. Ίσως ο Γιώργος Κολτσίδας είναι χαρακτηριστικό παράδειγμα.

  1. - Ρε κοτοπουλάαααα, εσύ με το πέντε, φύγε απ' τον ασβέστη βρε παλιοτάγαρο!
    (από αγώνα περιφερειακού πρωταθλήματος)

  2. - Ρε πέντε κοτοπουλά! Πρόσεχε, θα πάθεις κάνα εγκεφαλικό!
    (από τον ίδιο αγώνα)

(από Olisadebe, 30/03/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Στον γραπτό λόγο, λ.χ. διαδικτυακό, οι αντίπαλοι του Ολυμπιακού επιλέγουν να γράψουν με greeklish το μισό γαύρος (δηλαδή το παρατσούκλι του Ολυμπιακού) για να υπαινιχθούν ότι οι Ολυμπιακοί είναι γκέουλες που κάνουν πουστιές. Ή το γράφουν μισό με κεφαλαία γκρήκλις (φωνακλάδικα) και μισό με μικρά.

  1. ΑΠΟΦΑΣΗ ΣΟΚ:Χωρίς κόσμο με ΠΑΟΚ!ΠΑΣΟΚ-GAYΡΟΣ ΠΑΝΕ ΝΑ ΤΙΝΑΞΟΥΝ ΤΟ ΠΡΩΤΑΘΛΗΜΑ ΣΤΟΝ ΑΕΡΑ! (Εδώ).

  2. OPOIOS DEN PHDAEI GAYros EINAI RE ΟΠΟΙΟΣ ΔΕΝ ΠΗΔΑΕΙ ΓΑΥΡΟΣ ΕΙΝΑΙ ΡΕ TA TYBANA STON KWLO SAS MOUNIA TA KAPNOGONA VALTE TA KI AUTA KAI TREXTE APO'DW KAI TREXTE APO'KEI POUTANAS GIOI APOGONOI LAGOI SKATOFLWROI XWRIS IDANIKA ROUFIANOI EISTE APO MIKRA PAIDIA NAUTHS O MPAMPAS POUTANA H MAMA KAI STO PAGKRATI TREXATE XANA. (Εδώ μέχρι να απαγορευθεί για εχθροπάθεια).

Got a better definition? Add it!

Published

Ο αδύνατος, ο κοκαλιάρης, που δεν έχει ίχνος μυ πάνω του.

Χρησιμοποιείται κατά κύριο λόγο στα γυμναστήρια από τους πολύ γυμνασμένους (τούμπανα) για να χαρακτηρίσουν τους κακομοίρηδες αδύνατους, που σηκώνουν λίγα κιλά και οι οποίοι τους χαλάνε την αισθητική.

- Κοίτα τον ρε πώς είναι, τον καχεξία. Ούτε 20 κιλά δε βάζει στη μπάρα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η ευρέως λεξικογραφημένη σημασία του αφορά στον ξεροκέφαλο βλάκα κεφάλα, αγγλιστί thickhead.

Ενίοτε όμως σημαίνει και το κάτω κεφάλι, δηλαδή το πέος. Κυρίως στην φράση γυμνάζω τον χοντροκέφαλο ή τον γυμνάζει τον χοντροκέφαλο, όπου η ειρωνική τροπή αφορά στον τετρακέφαλο ή στον δικέφαλο μυ, και σημαίνει ασφαλώς ότι ο γυμνάζων τον χοντροκέφαλο γαμεί.

  1. - Τι θα γίνει μανάρι μου; Πότε θα γυμνάσουμε τον χοντροκέφαλο;
    (Κούγκαρ προς κουγκαρόθυμα).

  2. - «Τον χοντροκέφαλο τον γυμνάζεις καθόλου;», και άγγιξα την σφιχτή του άτριχη κοιλιά.
    - «Τι εννοείς χοντροκέφαλο;»
    - «Γαμάς κανένα μουνάκι;»
    - «Ότι κάτσει...»
    - «Και.. πως πάει το χρηματιστήριο;»
    Τώρα άγγιξα την πούτσα του…
    - «Σταμάτα!», μου είπε. «Δεν πάω με άντρες!» (Με τον Πάνο τον οικοδόμο).

  3. Σε αυτό το φόρουμ νομίζω όταν λέμε γυμνάζει εννοούμε κυρίως για μυϊκή ομάδα. μπορεί να τον έδειχνε να μ@μ@ει και με την ίδια λογική να λέγαμε γυμνάζει τον «χοντροκέφαλο» . Δεν έχει να κάνει με BodyBuilding όμως. (Εδώ).

Στο 0.10. (από Khan, 06/05/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Μπασκετικός όρος που σημαίνει ό,τι και το ενδεκαδάτος στο ποδόσφαιρο. Δηλαδή είναι ο πρωτοκλασάτος παίχτης που βρίσκει χώρο στην πρώτη βασική πεντάδα της ομάδας μπάσκετ. Χρησιμοποιείται συχνά για περιπτώσεις που ένας παίκτης είναι πενταδάτος σε μία ομάδα αλλά όχι σε άλλη κι έτσι δεν ξέρεις τι θα σου βγει. Ιδίως μεταξύ Εθνικής ομάδας και συλλόγου.

- Είναι απορίας άξιον πώς ο Βελίτσκοβιτς πενταδάτος στην Εθνική Σερβίας του Ίβκοβιτς σκουπίζει τον πάγκο της Ρεάλ, και μάλιστα ενώ της κόστισε πολλά λεφτά η μεταγραφή του.

Από ενδεκαδάτος πενταδάτος ο Ζαγοράκης! (από Khan, 05/07/14)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Μπασκετικός όρος σχετικά εξειδικευμένος. Στο μπάσκετ μια ομάδα έχει οκτώ δευτερόλεπτα για να περάσει την κεντρική γραμμή του γηπέδου, αλλιώς σφυρίζεται αλλαγή της μπάλας από τον διαιτητή. Ενίοτε πέφτει πολλή πίεση από τους αμυντικούς της αντίπαλης ομάδας στους κοντούς γκαρντ που κατεβάζουν την μπάλα πριν φτάσει στην κεντρική γραμμή. Τότε ένας ψηλός της επιτιθέμενης ομάδας σπεύδει σε βοήθεια των κοντών γκαρντ, παίρνει την μπάλα, ή και σκρινάρει ταυτόχρονα με το σώμα του, και την ξαναπασάρει στον κοντό γκαρντ αφού έχει χρησιμεύσει με τον μεγάλο όγκο του ως σκαλοπάτι. Λέμε τότε ότι ο συγκεκριμένος ψηλός γίνεται σκαλοπάτι.

- Πιέζει ασφυκτικά τώρα σε όλο το γήπεδο η Σιένα. Ευτυχώς, όμως, ο Μπατίστ γίνεται σκαλοπάτι για τον Παναθηναϊκό.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified