Further tags

Όρος που χρονολογείται από τότε που τα παιδιά έπαιζαν μπάλα στις αλάνες με πέτρες για δοκάρια.

Εξωφυλαρούχας ήταν τότε ο καημένος που δεν το κατείχε το τόπι και καμιά ομάδα δεν τον ήθελε, με αποτέλεσμα να κάθεται απ' έξω και να προσέχει τα ρούχα των υπολοίπων. Έμπαινε δε να παίξει μόνον αν κάποιος από τους καλούς χτυπούσε, ή ερχόταν η μάνα του να τον μαζέψει πριν τη λήξη του αγώνα.

Ο όρος έχει επιβιώσει στην σύγχρονη αργκό των γηπέδων και περιγράφει το παλτό, τον μόνιμο παγκίτη - συνήθως πρόκειται για άλλη μια εμπνευσμένη προσωπική επιλογή της προεδράρας στις τελευταίες μεταγραφές.

Εκτός γηπέδων, χρησιμοποιείται για να χαρακτηρίσει τον αιώνιο κομπάρσο, το δια βίου κοντάρι, αυτόν που τον ρίχνουν και μένει πάντα στην απόξω.

  1. Παλιός ποδοσφαιριστής στον Hρακλή, με όχι και πολύ ταλέντο, γι' αυτό δεν τον πολυπαίζανε κι έτσι απέκτησε το παρατσούκλι «εξωφυλαρούχας», (γιατί καθόταν έξω και φύλαγε τα ρούχα). (Από το ΚΛΙΚ, άρθρο για τον τέως υπουργό Γιώργο Λιάνη)

  2. Ο πρόεδρος έδωσε λύσεις και κάλυψε κενά σε θέσεις-κλειδιά ... Δεξιός εξωφυλαρούχας ένας τελειωμένος Σέρβος που δεν τον ξέρει ούτ' η μάνα του... αριστερός εξωφυλαρούχας ο απιθανόπουλος από το Ουζμπεκιστάν ... έχουμε πλέον μπει σε τροχιά τίτλου ...

  3. Άσε μωρέ, να τον λυπάσαι είναι ... μια ζωή εξωφυλαρούχας ... τον καλούνε, βέβαια, στις δεξιώσεις και στα διάφορα γιατί έχουν ανάγκη τον αδερφό του, αλλά πέραν τούτου ουδέν ... ούτε γυρνάει κανείς να του μιλήσει ... κι αυτός κάθεται σε μια γωνιά και ξερογλείφεται με τα γκομενάκια ...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ποδοσφαιρικός όρος. Προέρχεται από τον συνδυασμό του παλαιού Δανού ποδοσφαιριστή Άρνεσεν και του «σέρνομαι». Υποδηλώνει τον ποδοσφαιριστή που σέρνεται στο γήπεδο, δεν βρίσκεται σε καλή μέρα.

Αυτός ο Βαγγελάκης σήμερα δεν μπορεί να πάρει τα πόδια του, είναι τελείως σέρνεσεν.

Got a better definition? Add it!

Published

Ο μεταφορικά ανάπηρος. Συνήθως αυτή η λέξη χρησιμοποιείται στα γήπεδα.

Έλα σούταρε!... Ούτε τη μπάλα δεν πέτυχε ο στραβοχυμένος...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο άχρηστος αθλητής.

Ωχ, τον τραχανοπλαγιά, τον Νικοπολίδη θα έχει βασικό ο Ρεχάγκελ;...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αμυντικός άμπαλος, ο οποίος δεν τη βρίσκει με τίποτα και γενικώς δεν κόβει ούτε με βαλέ. Σε αντιστάθμισμα της παντελούς έλλειψης τεχνικής, διαθέτει εξαιρετική ικανότητα στο να κόβει στα δύο τους αντιπάλους επιθετικούς. Τα τάκλιν του αποτελούν ταμπλώ-βιβάν βγαλμένα από τις ταινίες του Κόναν και του Στήβεν Σηγκάλ.

Διάσημα δρεπανηφόρα: Μοντέρο, Κολοτσίνι, Καλιτζάκης.

- Ρε συ αυτός ο κωπηλάτης, το 4, είναι καλός;
- Μπα... σκοράρει αρνητικά στο καντερόμετρο, αλλά είναι σωστό δρεπανηφόρο.

(από stolis, 17/08/08)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Είναι η ομάδα που συνέχεια χάνει σε κάποιο αγώνισμα από κάποια άλλη με τέτοια συχνότητα ώστε αναπτύσσονται μεταξύ τους πελατειακές σχέσεις και η ομάδα-πελάτης δεν μπορεί να περάσει από το μαγαζί της άλλης χωρίς να της τυλίξει μερικά γκολάκια για το σπίτι...

Πελάτης είναι επίσης κάποιος που χάνει μονίμως από κάποιον άλλον σε κάποιο αγώνισμα ή σε οτιδήποτε μοιάζει με αγώνισμα (τάβλι, πρέφα, κολτσίνα κτλ...).

  1. - Το πήραμε το πρωτάθλημα φιλαράκο...
    - Κάτσε πρώτα να νικήσετε τον Ηρακλή στην έδρα του...
    - Έλα ρε, αφού τις έχουμε τις γριές για τον χαβαλέ... Πελάτης είναι ο Ηρακλής!

  2. - Πάμε ένα μονό μπασκετάκι;
    - Αφού πελάτης είσαι ρε μαλάκα, έχω βαρεθεί να κερδίζω!
    - Καλάαα...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αναφέρεται σε αθλητή (συχνά ποδοσφαιριστή) μεγάλης ηλικίας, ξοφλημένο, με κακή φυσική κατάσταση -ή σε παντελώς άγνωστο.

- Με τα σαπάκια που έφερε φέτος ο πρόεδρας , πάμε σούμπιτοι για Β' εθνική.
- Άσε ρε, ενώ πέρυσι με το σαπάκι τον Αμπαλίνιο σαρώσαμε.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Εμπνευσμένο από τον παλαίμαχο τερματοφύλακα του ΟΦΗ (;) Βαγγέλη Χοσάδα, ο όρος «Χοσάδας» χρησιμοποιείται για να περιγράψει τολμηρό άνδρα που δεν φοβάται να φλερτάρει.

- Πάλι σε γκόμενες μιλάει ο Γιώργος;
- Ναι ρε, είναι μεγάλος χοσάδας αυτός..

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

«Κάποτε αγόραζες οικόπεδο με τον λόγο τιμής. Σήμερα, άστα...».
Οι άνθρωποι αυτού του μυθικού κάποτε ελέγοντο λογοτιμήτες (προσοχή στον τόνο) και συνεννοούντο με χειραψίες. Αδερφή φυλή με τους παντελονάτους.

Ο όρος γνωρίζει revival -έχω την εντύπωση- σε ποδοσφαιροκουβέντες (δεν γνωρίζει πάντως revival το είδος).

  1. Ο πρόεδρος φίλε είναι παντελονάτος και λογοτιμήτης. Οι μανατζαραίοι τα έχουνε μπλέξει

  2. Aς ακούσουμε τα λόγια του [συγγραφέα Γ. Ιωάννου] από το διήγημα «O λογοτιμήτης». «...Tώρα σφάδαζε μπροστά μας και ξερνοβολούσε. Tοξικομανής, βέβαια, γι' αυτό και τόσο απελπισμένος. Το σχεδόν ολόγυμνο κορμί του ήταν εικονογραφημένο κατά τις καλύτερες παραδόσεις της φυλακής. Oυκ οίδασι ότι το σώμα ημών ναός του εν ημίν Aγίου Πνεύματός έστιν; Πώς μπόρεσε λοιπόν να χωρέσει και τόση βρωμιά; Kι όμως, απάνω σ' αυτά τα παθιασμένα σώματα ριζώνει ωσάν βασιλικός στην κοπριά ο Σταυρός του Xριστού»*. [από δω]

  • σημ. ο φυλακισμένος που είναι παντελονάτος και λογοτιμήτης συνιστά φυσικά την πεμπτουσία της έννοιας.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Πρόσωπο, ζώο ή πράγμα που αποδεικνύεται εκ των υστέρων αναξιόπιστο, αναληθές, ψεύτικο και κατώτερο των αρχικών προσδοκιών.

  1. Ρε φιλαράκι, που με έστειλες; Πολύ σότο η ταινία ρε.

  2. Ρε φιλαράκι, που τον έστειλες; Πολύ μεγάλο σότο το γκομενάκι. Σωστό μουστάκι.

  3. Πω πω ρε ψηλέ, τι σότο είναι αυτός ο παίχτης που πήραμε;

Δες και μούφα

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified