Στην ποδοσφαιρική διάλεκτο αποκαλείται έτσι ο απολύτως άχρηστος παίχτης, επειδή υποτίθεται πως το μόνο που μπορεί να κάνει στο χόρτο του γηπέδου είναι να βοσκάει πρόβατα. Απαντάται επίσης και ως τσοπάνης-τσοπάνος.
Στην ποδοσφαιρική διάλεκτο αποκαλείται έτσι ο απολύτως άχρηστος παίχτης, επειδή υποτίθεται πως το μόνο που μπορεί να κάνει στο χόρτο του γηπέδου είναι να βοσκάει πρόβατα. Απαντάται επίσης και ως τσοπάνης-τσοπάνος.
Got a better definition? Add it!
Εμπιστευτική πληροφορία που πηγάζει από εσωτερική πληροφόρηση γύρω από ένα σημαντικό ζήτημα και διοχετεύεται σε καίρια χρονική στιγμή.
Κλασσικά, τα σιγουράκια παίζουν πολύ σε κάθε είδους αθλητικά στοιχήματα: μια έγκυρη πληροφορία π.χ. ότι ο προπονητής της Θύελλας Ποντοκερασιάς είπε στους παίχτες του στη διάρκεια της τελευταίας πριν το ματς προπόνησης «Προσέξτε να μη φορτωθείτε πολλές κάρτες», μεταφράζεται ως προτροπή για μειωμένη αγωνιστικότητα, άρα απόδοση της ομάδας του, οπότε εξάγεται με σχετική ασφάλεια το συμπέρασμα ότι νικητής της αναμέτρησης θα στεφθεί η αντίπαλη ομάδα. Τέτοια σιγουράκια, πάντα πληρώνουν καλά.
Σιγουράκι η πτώχευση της Ελλάδας! ο πρώτο φαβορί παγκόσμια για να κηρυχτεί σε πτώχευση παραμένει η Ελλάδα. Αυτό τουλάχιστον υποστηρίζουν οι ειδικοί μπουκμέικερς. (από εδώ)
Ξέρει κανείς τι είπε ο Υπουργός Υγείας στην Κυβερνητική για το θέμα του ποσοστού κέρδους των φαρμακείων; Κάνα σιγουράκι;
Συνώνυμο: στανταράκι.
Got a better definition? Add it!
Ο διαιτητής δίνει τις αμφισβητούμενες φάσεις υπέρ του γηπεδούχου γιατί φοβάται πως οι φίλαθλοι θα του πετάξουν αντικείμενα, θα τον βρίσουν, θα του δαγκώσουν κανένα αυτί κλπ.
- Εσύ τι πιστεύεις; Ήταν πέναλτυ;
- Κάποιοι θα το έδιναν και κάποιοι όχι. Ο συγκεκριμένος διαιτητής παίζει έδρα, γι' αυτό το έδωσε.
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Η ψηλοκρεμαστή μεταβίβαση της μπάλας, που εκτελείται παράλληλα προς το αντίπαλο τέρμα, από έναν ποδοσφαιριστή που βρίσκεται στη μία πλευρά του γηπέδου, σε ελεύθερο συμπαίκτη που βρίσκεται στην απέναντι. Η κίνηση αυτή γίνεται συνήθως όταν ο κάτοχος της μπάλας είναι μαρκαρισμένος. Με την αλλαγή παιχνιδιού σε ελεύθερο συμπαίκτη, η επιτιθέμενη ομάδα προσπαθεί να εκμεταλλευτεί τους κενούς χώρους της αμυνόμενης.
- Ρε μαλάκα Λουκά, άλλαξε παιχνίδι με τον Νίκο! Είναι αμαρκάριστος απέναντι, δεν τον βλέπεις;
- Sorry κόουτς.
Got a better definition? Add it!
Published
Ποδοσφαιρική σλανγκιά που αναφέρεται σε παντελώς ατάλαντο αμυντικό χαφ.
Η βασική λειτουργία του αμυντικού χαφ (ή εξάρι) είναι να τρέχει σκυλίσια και να ανακόπτει όποια μπάλα μπορεί - γι' αυτό και κάποιοι αναφέρονται στα καθαρά εξάρια και ως «κόφτες». Πρέπει να βγαίνει πάντα πάνω στα μακρινά σουτ και να κόβει το πεδίο του σουτέρ, να βγαίνει πάνω σε μια πάσα πριν τον αποδέκτη της και να σταματάει τις αντεπιθέσεις πριν γίνουν επικίνδυνες.
Ένα εξάρι που δεν κάνει τίποτα από όλα αυτά - συνήθως επειδή είναι προχωρημένης ηλικίας και δεν έχει τρεξίματα ή επειδή είναι πολύ σοφτ το παιχνίδι του - δεν μπορεί να κόψει ούτε στην ξερή, ήτοι με βαλέ.
Πήγε ο άλλος και έβαλε αμυντικό χαφ το Μάκο, και τους ρίξανε 3 κόντρες στο κεφάλι. Αφού δεν μπορεί να κόψει ούτε με βαλέ ο τύπος.
Got a better definition? Add it!
Μπασκετική ορολογία σε απευθείας μετάφραση από το αγγλικό «pour it on», που σημαίνει ευστοχώ σε μακρινό σουτ. Μπορεί να χρησιμοποιηθεί και ως περιγραφή τρόπου παιχνιδιού, για κάποιον παίκτη ο οποίος γενικά είναι καλός μακρινός σουτέρ.
Προχωρημένες versions της έκφρασης ενσωματώνουν και επιπλέον υπονοούμενα τύπου «στάζει πιπέρι ο τύπος», «στο στάζει στη μούρη» κλπ.
Γίνεται λοιπόν η αλλαγή στο σκρην κι εγώ πρέπει να βγω πάνω στον κοντό, ο οποίος είναι σφαίρα. Φυσικά δεν προλαβαίνω και μας το έσταξε το τριποντάκι.
Got a better definition? Add it!
Στο ποδόσφαιρο χρησιμοποιείται συχνά σε άπιαστα γκολ που ο τερματοφύλακας δεν έχει καμία τύχη οπότε δεν κάνει καν προσπάθεια / εκτίναξη προς τη μπάλα, απλά γυρίζει και κοιτάζει. Τερματοφύλακες σεσημασμένοι ως προς αυτή την αντίδραση συχνά ονομάζονται φωτογράφοι, όμως αυτό προϋποθέτει τόση έλλειψη ταλέντου ώστε ο τέρμας να μένει άγαλμα ακόμα και σε φαινομενικά εύκολα για αυτόν γκολ.
Η χρήση της μεταφοράς μπορεί να συνεχιστεί επάπειρον και κατά το δοκούν, του τύπου «έβγαλε και ευρυγώνιο μην το χάσει», «στην ταχύτητα κλείστρου εξπέρ αλλά από αντανακλαστικά ούτε λόγος» κ.ο.κ.
Και έχεις τώρα τέρμα τον Κοστάντσο, ο οποίος στα μισά γκολ που τρώει έχει μείνει άγαλμα και τα φωτογραφίζει. Πού πας έτσι;
Got a better definition? Add it!
Άνθρωπος εντελώς άσχετος με κάποιο θέμα, ο οποίος για κάποιον άγνωστο λόγο έχει άποψη και την υποστηρίζει και φανατικά σαν να είναι εξπέρ.
Προέρχεται από την ταινία «Ας περιμένουν οι γυναίκες» (βλ. μήδι) από την επική ποδοσφαιρική συζήτηση μεταξύ Ζουγανέλη και Μπουλά (ΠΑΟΚτζής και ΑΕΚτζής). Ο Ζουγανέλης υπονοεί στη σκηνή ότι η καταγωγή του Μπουλά (χωριό της Λακωνίας) είναι τέτοια που δεν του επιτρέπει να ξέρει από μπάλα, ότι κατέβηκε από την επαρχία, από τα βουνά που λέμε.
'Ηρθαν οι αγροκαλλιεργητές από τη Λακωνία, να μας μάθουν τι είναι πέναλτυ!
Got a better definition? Add it!
Οποιοσδήποτε κωλόφαρδος καταφέρει να σκοράρει σε γκόμενα, η οποία υπό κανονικές συνθήκες ούτε καν θα γυρνούσε να τον κοιτάξει. Η παρομοίωση προέρχεται από το ποδόσφαιρο εκεί όπου το γκολ σε περίπτωση οφ-σάιντ είναι αντικανονικό.
- Ρε μαλάκα ο Στέλιος δεν είναι αυτός απέναντι που φασώνεται με το ξανθό με τις βυζάρες;
- Ωχ, ναι!
- Τον πούστη, τι γκολ-οφσάιντ πήγε κι έβαλε;
Got a better definition? Add it!
Published
Στο ποδόσφαιρο, όταν ένας παίκτης έχει την μπάλα και ο αμυντικός τον πιέζει για να του την κλέψει, τότε λέμε ότι «τον μαρκάρει».
Μεταφορικά όμως, «μαρκάρω» μια γκόμενα σημαίνει ότι της χώνομαι. Άμα η πίεση είναι πιο έντονη, τότε χρησιμοποιείται και η έκφραση «στενό μαρκάρισμα».
- Δε ξέρω πως να στο πω, αλλά τελευταία μαρκάρω την ξαδέρφη σου, μπας και μου κάτσει.
- Ε δεν τρώγεσαι. Αυτή είναι σοβαρή κοπέλα ρε, με σένα τον φλούφλη θα μπλέξει;
- Τι θα γίνει, θα γαμήσεις φέτος ή θα αλλάξει ο χρόνος έτσι;
- Γάμησέ τα. Κάνω στενό μαρκάρισμα στην Άννα από την κατασκήνωση αλλά μου το παίζει ιστορία.
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified