Selected tags

Further tags

Στα καλιαρντά είναι ο σέξι πυροσβέστης από το χορχόρα που σημαίνει φωτιά και το τεκνό. Και δεδομένου ότι στη λέξη δεν υπάρχει πουθενά το σβήνω, αλλά μόνο το φωτιά, μπορούμε να συμπεράνουμε ότι το χορχορότεκνο αν και θα έπρεπε να σβήνει τις φωτιές, μάλλον τις ανάβει. Ανάβεις φωτιές ανάβεις κι όλα τα καις, εγκλήματα κάνεις, αμαρτίες πολλές

Σε αφήνω τώρα γιατί έχω ραντεβού με ένα χορχορότεκνο που είναι και πολύ γκούρμπαντος! (Με τον τρόπο της Μαρίνας Ζέας).

Χορχορότεκνο- γκούρμπαντος

Βλ. και τεκνοχορχόρα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Στα καλιαρντά είναι το νερό, ή γενικά το υγρό ή το ποτό, συχνά το αλκοολούχο ποτό, προερχόμενο από τη ρομανί (βλ. τη σχετική αναφορά του Πονηρόσκυλου για το πώς άλλαξε η αρχική ετυμολογία που είχε προτείνει ο Ηλίας Πετρόπουλος). Χρησιμεύει και ως συνθετικό για μια σειρά από άλλες λέξεις που έχουν σχέση με υγρά ή ποτά.

Αβέλω και ντέζι, μια λάτσα με παίζει, μα νάκα αβέλω μπερντέ, αβέλω μια μόλα και γίνομαι γκόλα, κι αρχίζω μεσίκ το κονέ. (Μπέττυ Βακαλίδου, Καλιαρντοσύνες).

Από το 2.28

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Στα καλιαρντά είναι το γλυκό, η ζάχαρη, το ζαχαρωτό, πιθανώς εκ του γαλλικού sucre= ζάχαρη. Κατ' επέκταση, ό,τι είναι γλυκό.

Τζασλή για το σουκρό μου,το χορχορότεκνο το πανθηράκι πανούθε γκούρμπαντος είναι ή θεοκάλιαρντος; ισάντες κουελοσφαλάετε για φακιροπίπιζες και φλοκαρίσματα ή μόνο ροσολιμαντέ; Αβέλω νάψες και δικέλω λούγκρες ολούθε... (Από μπενάβοντα την καλιαρντήν σε μπουρδελοσάη).

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Στα καλιαρντά σημαίνει μιλάω, φλυαρώ, κουτσομπολεύω. Ο Ηλίας Πετρόπουλος (Τα Καλιαρντά, 1971) το εξηγεί από το άναψες επειδή με τη φλυαρία και το κουτσομπολιό ανάβουν φωτιές. Σημαίνει δηλαδή λίγο πολύ ανάβω φωτιές με τα λόγια μου. Νάψα σκέτο δεν λέγεται.

  1. Άβελε αποκατε Σκορπινο.. Θελω να σε λατσαμπενεψω στην σαρμέλλα μου...:ρρρρρ. Οτι δεν μπενάβεις και τζινάβεις...θα στα αβελω ναψες πριβε (Αποκατέ).

  2. Τζασλή για το σουκρό μου,το χορχορότεκνο το πανθηράκι πανούθε γκούρμπαντος είναι ή θεοκάλιαρντος; ισάντες κουελοσφαλάετε για φακιροπίπιζες και φλοκαρίσματα ή μόνο ροσολιμαντέ; Άβελω νάψες και δικέλω λούγκρες ολούθε... (Από μπουρδελοσάη).

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Στα καλιαρντά σημαίνει μαγνητίζω, δηλαδή και καλά αγκιστρώνω μέσα από τον αέρα όπως ένας μαγνήτης, που στα καλιαρντά λέγεται αεραγκίστρω. Μπορεί να λάβει επίσης και τις μεταφορικές ερωτικές ή άλλες σημασίες του μαγνήτη, που βλέπουμε σε μια πλειάδα εκφράσεων, όπως γκομενομαγνήτης, μαλακομαγνήτης, καυλομαγνήτης, μουνομαγνήτης, τρελομαγνήτης, τσιμπουκομαγνήτης κ.τ.ό.

Τι έχω πάθει και αεραγκιστρώνω όλες τις φίφες αυτό θα ήθελα να ξέρω γαμώ την τύχη μου!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Καλιαρντή λέξη από το γαλλικό ρήμα présenter= παρουσιάζω ή se présenter= παρουσιάζομαι. Σημαίνει έναν τόπο όπου εμφανίζεται κάποιος, αλλά κυρίως το μέρος που παρουσιάζεται η ντάνα, η πόρνη, δηλαδή την πουτανόπιατσα, ή και το σαλονάρισμα, δηλαδή και την ενέργεια της παρουσίασης. Έτσι όπως ακούγεται στα ελληνικά, βέβαια, φέρνει στο νου και πρεζόπιατσα.

Και τώρα μαέστροι γίναν στο πιασμάν
της πούλης μας, στο πρεζαντέ επάνου
και το τσουρνό το σέρνει ρουλεμάν
ντάνες εκαταντήσαμε, Χαβάη Κατελάνου.
(Καλιαρντοστιχούργημα αποκατέ)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το αγγούρι στα καλιαρντά. Σεμελιά είναι το πέος, οπότε παίρνει από το πέος το όνομά του και το αγγούρι (και τη ρίζα). Ίσως έχει σχέση με το σαρμελιά (=πέος), που ίσως έχει σχέση με την τουρκική λέξη serm (= αιδώς).

Γι αυτό κι εγώ οσο περνάει ο καιρός μ αρέσει να τραβιέμαι μακριά σε ησυχα μέρη και να κλείνομαι στις σκέψεις μου και στη σιωπή μου και να πηγαίνω σε παραλίες και να ακούω μοναχα το κύμα και να βλέπω τον ήλιο που πέφτει στη θάλασα πριν να νυχτώσει. Ξέρω που η κατέ θα μου πει πως γέρασα μα άστη να λέει. Καλοκαίριασε... Πάω τώρα να φτιάξω μια κομοντοσεμελόριζα-τουρλού (=αγγουροντοματοσαλάτα) γιατί με έχει κόψει λόρδα τέτοια ώρα. (Μαρίνα Ζέας αποκατέ).

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η πατάτα στα καλιαρντά, επειδή με λίγη καλιαρντή φαντασία ομοιάζει με γροθιά.

Αλλά μ έφερε ο κυρ Ανέστης απ το μαναβικο φρέσκες κομόντες και να σου κάνω μια κομοντοσεμελόριζα-τουρλού (=αγγουροντοματοσαλάτα) και μπουνιές στο όλιο άμα θες. (Από καλιαρντομπλογοτέχνημα).

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Καλιαρντή λέξη από το πάνω-κάτω, σημαίνει άσκοπα.

Μα ο μπερντές έχει φτερά, αλέ πάει στη χάλω
και λούγκρα ο λαός, κατσικές και προβατές
ταπί από τους ψαλιδόκωλους, η πόλη εάλω
αβέλει τα ντουλά και σέρνεται πανωκατές….
(Από καλιαρντοστιχούργημα εδώ).

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Καλιαρντή λέξη εκ των παπατζής (=αυτός που παίζει τον παπά) και τεκνό, σημαίνει τον κλέφτη και απατεώνα, αυτόν που πουλάει παπάτζες, ιδίως αν είναι νεαρό τεκνό.

Γράψε ρε βλάκα Σύριζα τίποτα αστείο να γελάσει ή να διαφωνήσει ο κόσμος. Να γουστάρουμε ναούμ'. Παπατζότεκνο! Βλακαμά! (Από διένεξη στο θρυλικό μπλογκ Βαψομαλλιάδες)

Τα "κυριολεκτικά" παπατζότεκνα

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified