Selected tags

Further tags

Στα καλιαρντά είναι το ρολόι. Εκ του κάγκελο (< μεταγενέστερο κάγκελλον < λατινικό cancellum), που σημαίνει κάτι το μεταλλικό, πρβλ. καγκελοπαρτούζα, και του αγγλικού clock = ρολόι.

Τεκνό τα μπουτ λατσό, χρυσό καγκελοκλόκι και χρυσό τσαρδόγυαλο και στο σλιπολούνι μπόλικη φωτογένεια. (Αποκατέ).

Got a better definition? Add it!

Published

Στα καλιαρντά, είναι ο κουμπάρος, ο οποίος οδηγεί τον γαμπρό στην κρεμάλα, και τον καταδικάζει να αβέλει πιασμαντό σε σερμελιά και μουτζό να γίνεται, ενώ αποτελεί και το κυρίως ενδιαφέρον πρόσωπο της γαμήλιας τελετής για το βλέμμα του καλιαρντού.

όταν το κρεμαλότεκνο επισκέπτεται την κατσικαδερή οικογένεια των, ίνα της κουμπαριάς, οι γλωσσικές των επιδόσεις θα επαινεθούν προσηκόντως (αποκατέ).

Got a better definition? Add it!

Published

Στα καλιαρντά σημαίνει το λεκανοπέδιο της Αττικής, ήτοι την πόλη των Αθηνών, ως ένα πανελλήνιο καθίκι που σχηματίζεται από τα όρη Υμηττό, Πεντέλη, Πάρνηθα και Αιγάλεω ως τοιχώματα του καθικιού. Το Γραικοκάθικο λειτουργεί ως χωνευτήρι όλων των Ελλήνων που καταφτάνουν ένεκα η αστυφιλία και, αφού χωνευτούν, συσσωρεύονται ως κόπρανα. Ο όρος μπορεί να θίξει και το πολεοδομικό μπάχαλο της άναρχης δόμησης, αλλά και αξιολογικώς το ότι στο Κλίνεξ άστυ μαζεύονται εκμεταλλευτές-καθιζήματα που απομυζούν την υπόλοιπη Ελλάδα.

Η λέξη υπάρχει στα Καλιαρντά (1971) του Ηλία Πετρόπουλου. Σημαντική χρήση της γίνεται από τον Χάρρυ Κλυνν στο νούμερο «Ένας πούστης να μιλήσει», όπου αποτυπώνεται και η χαρακτηριστική κριτική του Χάρρυ Κλυνν για τους χαμουτζήδες και για την αθηνεζοποίηση των λοιπών Ελλήνων.

Σας αβέλω λατσαβαλέ, αβρακιάζομαι η γκουργκουτσελού, γιατί δικέλω όλες τις ζουγκλολουμπίνες, τις λούγκρες, τους γκραν τζαζμπερτερομπουρούς και θεόμπαρα που γκουρτσαλιάζουν θρονιασμένοι παραντίκ στο Γραικοκάθικο.

Σας χαιρετώ!
Γίνομαι έξω φρενών η πουτανιάρα, γιατί βλέπω όλους τους αγριόπουστες (λουμπίνες της ζούγκλας), τις λούγκρες, τους μεγάλους εθνικούς ευεργέτες και τους θεόχοντρους που θρονιασμένοι γκουρτσαλιάζουν (;) εδώ παραδίπλα στην Αθήνα.

(από Khan, 05/04/12)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Στα καλιαρντά είναι ο αστυνομικός, καθώς και ο χαφιές, ο σπιούνος, ο ρουφιάνος. Προφ από τον Ιούδα Ισκαριώτη, που έδωσε στεγνά τον Κύριό μας, και έκτοτε σιχτιρίζεται κάθε Μεγάλη Τετάρτη εν χορώ από το χριστεπώνυμο πλήρωμα ως δούλος και δόλιος.

Με τα ξεφωνητά και τις τσιρίδες μου αριβάρανε οι γιούδες και οι ρούνες και με αβέλανε στην καλιαρντόπρεσα. Γύρισα σεληνού στο τσαρδί. Κοπάνησα όλα τα μπαρόμπιλα για να συνεφέρω. (Αποκατέ).

(από Khan, 20/04/14)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Καλιαρντοειδής λέξη για την τηλεόραση εκ των κρύσταλλο και μπουρού= η κουτσομπόλα, πιθανόν (κατά Η. Πετρόπουλο) από την μπουρού που χρησιμοποιούν οι ναυτικοί (από το τουρκικό boru = βούκινο). Οπότε η τηλεόραση θεωρείται ως μια «κρυστάλλινη κουτσομπόλα».

Κάθισα να δικέλω την κρυσταλομπουρού, τίποτα, προσπάθησα να λερατζάρω, νάκα, χοροπηδάγανε τα λέτρα. (Αποκατέ).

(από Khan, 27/01/14)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Διπλή μούντζα, δηλαδή μούντζα και με τα δύο χέρια, ώστε να προκληθεί διπλή προσβολή προς τον αποδέκτη και διπλή ικανοποίηση του αποστολέα. Η ευχαρίστηση προέρχεται κυρίως από τον απολαυστικό ήχο όταν η μια ανοιχτή παλάμη πέσει πάνω στην άλλη με βία, το οποίο στερείται η απλή μούντζα. Μούντζα χωρίς το κλαπ της διπλομούτζας είναι σαν να πίνεις κρασί χωρίς να τσουγκρίζεις ένα πράμα. Λέγεται και διπλοφάσκελο (και κατά την αγγλική Βικούλα double moutza).

Επίσης, σημαίνει στα καλιαρντά γενικώς τον αριθμό δέκα, ενώ και εκτός πλαισίου καλιαρντών το βρίσκουμε σπανίως ως μέθοδο αρίθμησης πραγμάτων που μετριούνται στα δάχτυλα των δυο παλαμών.

  1. Με σφυρίχτρες, καραμούζες, γιουχαΐσματα και χοντρές διπλομούτζες, όσο και μπουκάλια νερού, έκαναν το συγκρότημα και τον χεσμένο Νταλάρα, να σκύβουν πάνω-κάτω-αριστερά-δεξιά και έπεφτε το γέλιο του Καραγκιόζη. (Εδώ).

  2. - Μην κουράζεσαι ρε με το λάστιχο. Δώσ' μου μια διπλόμουτζα γιούρια να το πλύνει ο πάκης στο βενζινάδικο, που θα το κάνει και καλύτερο.
    - Με τέτοια κρίση να δώσω δέκα Ευρώ; Με δέκα Ευρώ παντρεύομαι.

Los Indimutzados. (από Khan, 03/05/12)Στην αρχή η διπλομούτζα (από Khan, 03/05/12)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το διαμάντι στα καλιαρντά. Εκ του λατσός = όμορφος (< lačho = καλός, όμορφος στα Ρομανί, δες) και του λιθάρι.

  1. Ο γκουρπαντος, μια ζωή την έβλεπε λατσολίθαρο της πολιτικής και αυτό δεν είναι μουσαντό. (Αποκατέ).

  2. Μου πήρε όλα μου τα τουλά, τα σκούρα, τα κοκκινολαιμάκια και τα τζαρόμπαλα, πάνε τα μπιρμπίλια και τα χαϊμαλιά, πάει και το μονολατσολίθαρο δαχτυλίδι της μάνας μου κι έμεινα η τζασλή στον άσσο. (Αποκατέ).

(από mafie, 08/06/12)

Got a better definition? Add it!

Published

Σημαντική λέξη των καλιαρντών που σημαίνει πόθος, επιθυμία, καύλα, και ετυμολογείται από το γαλλικό désirer.

Ο Ηλίας Πετρόπουλος (Τα Καλιαρντά, Αθήνα: 1971, σ. 110) παραδίδει και τις λέξεις:
ντεζοδικελιάζω = κάνω μπανιστήρι
ντεζολαχτάρας = ο σαδιστής
ντεζοντουπού = η μαζοχίστρια
ντεζόμπουλα = το καυλόσπυρο
ντεζοπλένης = ο λάγνος
ντεζοχορχόρα = η ιδιοσυγκρασία.

  1. Το ντέζι μου να βουέλω τζά σαν ήρωας από την καραμουτζού πολιτική δεν ήταν μουσαντό! = Ο πόθος μου να θέλω να φύγω σαν ήρωας από την πουτάνα την πολιτική δεν ήταν ψέμα! (Αποκατέ).

  2. νάκα ντὶκ ἀπὸ ντέζι: δὲν βλέπω ἀπὸ καῦλα. (Αποκατέ).

  3. Αχ, αδερφές και παλικάρια γινήκαμε μαλλιά κουβάρια. Να οι μπράτες, να τα κουταλιάσματα, να τα ντέζια και τα καυλοκουνήματα, τα κουραβαλιάσματα και τα σαρμελοχαμόγελα. Τα μπουτ πιασμαντέ όλο πάθος και αλληλοκαυλοσίχαμα και δώστου φλόκια και σαρμελοζούμια… (Αποκατέ).

"Αβέλω και ντέζι μια λάτσα με παίζει, μα νάκα αβέλω μπερντέ" στο 2.22 (από Khan, 19/01/14)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

  1. Αυτός που έχει άσπρο κώλο. Για την ακρίβεια, όχι αυτός που έχει κάνει λεύκανση πρωκτού, αλλά αυτός που διαθέτει άσπρα γαλακτερά κωλομάγουλα. Έχει δύο χρήσεις περαιτέρω:

α) Σημαίνει τον φλώρο, που δεν εκτίθεται στον ήλιο και κατ' επέκταση στους κινδύνους, στην εργασία κτλ., ούτε και κάνει ένα ψωλάριουμ βρε αδερφέ! Από τους ομηρικούς χρόνους, η πολύ ασπρουδερή επιδερμίδα θεωρείτο κακή για τον άνδρα, αφού αυτός έπρεπε να είναι ψημένος στην ζωή.

β) Συναφώς, αποτελεί (αντίστροφη) ρατσιστική έκφραση για τον ανήκοντα στην λευκή φυλή, σαν το χλωμό πρόσωπο ένα πράμα. Δηλαδή ο λευκός και δη ο βόρειος (λ.χ. Γερμανός, Άγγλος, Σκανδιναβός, Αμερικανός, Καναδός, αλλά και Αυστραλός) δεν μπορεί παρά να είναι φλωρεντζέτουλας ή στην καλύτερη ξεπλένω. Ο ασπρόκωλος είναι συνήθως και κρυόκωλος, το ίδιο κάνει. Το αυτό και οι κυρίες τους.

  1. Στην ζωολογία, ασπρόκωλος είναι είδος αετού με άσπρα νώτα, που έχει και ωραίο καθαρευουσιάνικο όνομα λεγόμενος πύγαργος (< πυγή + αργός = λαμπρός, όπως στο άργυρος κ.ο.κ.). Επίσης, και άλλα πτηνά, όπως το είδος Οenanthe & Oenanthe hispanica ονομάζονται έτσι ή και στο θηλυκό, ασπροκώλα, λόγω λευκών φτερών γύρω από την έδρα τους.

  2. Ομοίως, στην βοτανική, είναι είδος άγριου φυτού με λευκή ρίζα.

  3. Στα καλιαρντά, Ασπρόκωλη είναι η Ακρόπολη των Αθηνών. Όπως παρατηρεί ο Ηλίας Πετρόπουλος (Τα Καλιαρντά, 1971), πρόκειται για λέξη- παρωδία με ίσο αριθμό συλλαβών, ίδια φωνήεντα, και ολόιδια κατάληξη, η οποία δίνει και το υπόλευκο χρώμα των κιόνων. Συνώνυμο: Τουριστόφακα.

  1. αντε να κανεις κανα σολαριουμ ασπροκωλη,οσοι δουλευουνε στη ζωη τους τους κατατρωει ο ηλιος,γι 'αυτο ειναι ετσι. (Εδώ).

  2. α) ο γυφτος μπορει να με λεει «μπαλαμε» αλλα εγω οχι «ρε γυφτο» γιατι ειναι ρατσισμος
    ο μαυρος μπορει να με λεει «ασπρουλη» και «ασπροκωλη» εγω οχι «αραπη» γιατι ειναι ρατσισμος
    ο εβραιος μπορει να με λεει «γκωϊμ» δηλαδη «βρωμοζωο» αλλα εγω οχι «γαμψομυτη» γιατι ειναι ρατσισμος (Το παράπονο ενός ρατσιστή (εδώ)

β) Χιλιες φορες προτιμω σε μια χωρα του Τριτου Κοσμου ένα τέτοιο σοσιαλιστικό ολοκληρωτικό καθεστως-σαν αυτό της Κουβας,παρα ενα «ελευθερο» και «δημοκρατικό» σαν των περίχωρων του Ρίο ή της Ταυλανδης,όπου θα έστελνα την κόρη μου να γαμιέται με τον ασπροκωλη Αγγλο κοιλαρά για να ταίσει τον άνεργο και κακομοίρη πατέρα της!!! (Εδώ).

γ) νομοτυπα το αγορασε το σπιτι η ασπροκωλη. ετσι, «νομοτυπα» γινονται οι συναλαγες στην περηφανη ελλαδα.
στους ασπροκωλους του βορρα μπορουμε να καταλογισουμε πολλα.
ομως παρομοιες πρακτικες τους ειναι αγνωστες, για αυτο και οι οικονομιες τους πανε καλυτερα απο τη δικη μας. (Εδώ).

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αλλιώς η τουριστοπαγίδα. Στα καλιαρντά είναι ειδικά η Ακρόπολη των Αθηνών, όπως καταγράφει ο Η. Πετρόπουλος. Συνώνυμο: Ασπρόκωλη.

Ντικ το τουριστότεκνο που αρρίβαρε για την Τουριστόφακα!

Η μάνα όλων των τουριστοπαγίδων. (από Khan, 02/07/12)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified