Έχω κάτι ή κάποιον χεσμένο.
Από το καλιαρντό κουλό (σκατό).
Κουλάρω την παρουσία σου!
(σε έχω χεσμένο, αδιαφορώ).
Έχω κάτι ή κάποιον χεσμένο.
Από το καλιαρντό κουλό (σκατό).
Κουλάρω την παρουσία σου!
(σε έχω χεσμένο, αδιαφορώ).
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Το αιδοίο στα καλιαρντά.
Ο Άγης, ένας παίδαρος, θεολάτσα, οικοδόμος, πήγαινε στη Γερμανία, μάζευε λίγα μπερντέ, ερχόταν πίσω στην πατρίδα, τα έτρωγε με τις γκόμενες, γιατί ήταν μπουτ μουτζωτός, μπουτ μουνάκιας, πάλι καβαλούσε το τρένο και γύριζε πίσω εμιγκρές. Δος του καυλομαξίλαρο και πάρ’ του την ψυχή. Μια δόση έβγαλε καλά φράγκα και μου πήγε στον Μουτζότοπο να τα γλεντήσει, τα ξόδεψε στις σαρμούτες και στις καρακαλτάκες κι έμεινε στο φινάλε ταπί και ψύχραιμος. Οι σούπερ αντρουά λατσεύονται τον Μουτζότοπο κι εμείς οι καραλουμπίνες τον Τζιναβότοπο, το Αδερφοχώρι. (Αποκατέ).
Got a better definition? Add it!
Από το νταλκάς (< τουρκικό dalga) και το τεκνό. Είναι στα καλιαρντά το τεκνό για το οποίο νιώθει κανείς καημό, οπότε είναι ένας κατά το μάλλον ή μπήχτον μόνιμος σύντροφος.
- Βγαίνετε με τον πλεζουρίνο ; - ειμαι το νταλκαρετεκνο της πουρούλη.. (Από διάλογο σε μπουρδελοσάη).
Ποιος να του’ δινε; Ποιος να τον ζούσε; Η μάνα του που’ τανε πλύστρα η φουκαρού; Ο πατριός του; Τον χαρτζιλίκωνα κάπου κάπου για να’ ναι λίγο σουλουπωμένος. Αφού τα’ χαμε ταιριάξει. Σαν αρραβώνας ήταν αυτό, εφόσον τον είχα για νταλκαρέτεκνο. Έπρεπε να βγαίνει σένιος στην πιάτσα. Γιατί μας αρέσει κι η φιγούρα. Θέλουμε να είμαστε μπάνικοι, να μας γουστάρουνε οι φίλοι μας, να μας ζηλεύουνε οι εχθροί μας. Λατσά! Πέντε μήνες τα είχαμε. (Αποκατέ).
Got a better definition? Add it!
Καλιαρντής προέλευσης, σημαίνει εκσπερματίζω, χύνω, ξεφορτώνομαι τα φλόκια, περισσότερο ως μια ζωώδη εκτόνωση και αποφόρτιση, που ενίοτε χρειάζεται ως εξαέρωση για να ξελαμπικάρει κανείς.
- transafentra
GLYKIA MOY S'EYXARISTW POY ME DEXTHKES STO CLUB SOY. EPISHS S'EYXARISTW GIA TA KALA SOY LOGIA. NAI PITHANON NA
GNWRIZOMASTE. SE GLYKOFILW TRANSAFENTRA.
(Διάλογος κάπου στα διαδίχτυα).
μήπως θες τις φωτο με ζουμ....και ευρυγωνειο επαγγελματικό φακό;;;;;; μάλλον για να πάιζεις την πουλαρα σου θελεις τις φωτο....μας πηδηξες με τις φωτο και τις φωτο......τραβα να ξεφλοκαρεις σε κανβα ντέλλο να ηρεμήσεις...... (Κάπου σε μπουρδελοσάι).
Μου πήρε το χεράκι μου και το’ βαλε εκεί, ύστερα με κάθησε πάνω του, λίγο μου την ακούμπησε στα μπούτια ο πουρός και με πασάλειψε με τα φλόκια του. Μπουλκουμέ. Εντάξει ο κατέ αυτό γουστάριζε, να ξεφλοκάρει ήθελε. Πήρε μετά μια παλιοπατσαβούρα, και τα καθάρισε. (Από το καλιαρντογράφημα στο pisoglendis-pisoglendis.blogspot.gr).
Got a better definition? Add it!
Στα καλιαρντά είναι το μοναστήρι. Προφάνουσλυ, με το να θεωρείται ως ένα σπίτι (τσαρδί) με κηφήνες θίγεται το γεγονός ότι ένα μοναστήρι δεν συμβάλλει και τόσο στην πραγματική οικονομία, αλλά λειτουργεί τρόπον τινά παρασιτικά επί της κοινωνίας.
Πόσα να φας σιχτίρ-πιλάφια; Και για πού είσαι μετά; Είσαι ή για το γκρεμό ή να την κάνεις για καυλόγερος στο κηφηνότσαρδο. Την έβγαζα εδώ κι εκεί. Τη μέρα στα τζουρά, τη νύχτα στα πάρκα. Κουλά. Πα ντ’ αρζάν. Νάκα μπερντέ. Οι λούγκρες είναι όλες καταδικασμένες υπάρξεις, περνάει η ζωή τους κολλημένη σ’ ένα ψέμα, σ’ ένα μουσαντό. Είναι ζούρλες, οι καψερές. Έτσι κι εγώ, ζούσα μέσα σ’ ένα τζασλό όνειρο, περιμένοντας το μιράκλι, τον πρίγκιπα του παραμυθιού να με σώσει. (Από καλιαρντογράφημα στο pisoglendis-pisoglendis.blogspot.gr).
Got a better definition? Add it!
Αυτός που είναι τόσο σέξι και λατσότεκνο, ώστε προσελκύει πάνω του όλους (και όλες) τους έγκαυλους.
Για το -μαγνήτης ως γαμοσλανγκοτέτοιο β΄ συστατικό βλ. και τα γκομενομαγνήτης, μαλακομαγνήτης, μουνομαγνήτης, τρελομαγνήτης, τσιμπουκομαγνήτης.
Γιατί στις πουτάνες ομορφάντρα μου; Εσύ τετοιος καυλομαγνήτης που είσαι στις πουτάνες; Χαθήκαν οι καλες κοπέλες; Σα κι εμένα; Σε μενα έπρεπε ναρθείς!!!!!!!! Να μην έχει να λεει κι η κατέ. (Αποκατέ).
Πήγα γκαρσόνι σ’ ένα καφενείο, έκανα και τον τρατάρη. μ’ εκμεταλλεύτηκε ο αρχιτσιφούτης ο καφετζής. Πουροζελέ ήτανε ο κατέ. Με το σχόλασμα ήθελε να μου βάζει χέρι. Τι έφταιγε κι εκείνος ο χριστιανός; Αφού ήμουνα φορτωμένη κι εγώ καυλομαγνήτες! Έτζασα κι από κει, απ’ την πουρομαριονέτα. (Από το pisoglendis-pisoglendis.blogspot.gr).
Got a better definition? Add it!
Το ρήμα τζινάβω είναι κατά τον Ηλία Πετρόπουλο (Τα Καλιαρντά, 1971) μάλλον «γύφτικης αρχής» και έχει ένα μεγάλο φάσμα σημασιών, όπως καταλαβαίνω, νιώθω, πονηρεύομαι, οπότε τζιναβωτός είναι ο πονηρεμένος, ο μπασμένος, ο μυημένος στον τζιναβόκοσμο κίναιδος.
Αντώνυμο: ατζινάβωτος
Μαγκα μου τι να σου πω ναουμε.
Μια και βλεπω μπενάβεις καλιαρντά θα στα πω στη γκου. Πρωτα απο ολα πρεπει να πεταξεις το ζαβλακοκουτι αυτο γιατι ανεβαζει πιεση και γινεται emo.
Αντι λοιπον να σου πει τζους μορι γκουνιότα υψομετρου που θες 2 chars τζάσε απο δω, δεν εισαι τζιναβοτος, βγαζει μαυρη την οθόνη. (Αποκατέ).
Got a better definition? Add it!
Στα καλιαρντά, το ρήμα τζινάβω είναι κατά τον Πετρόπουλο μάλλον «γύφτικης αρχής» και έχει ένα μεγάλο φάσμα σημασιών, όπως καταλαβαίνω, νιώθω, πονηρεύομαι, οπότε τζιναβοτός είναι ο πονηρεμένος, ο μυημένος στον τζιναβόκοσμο.
Το Τζιναβονήσι είναι σχηματισμός κατά το τζιναβότοπος, και σημαίνει το κατ' εξοχήν gay-friendly νησί, την Μύκονο.
Να μην συγχέεται με την Σαλαμύκονο.
ΔΙΑΚΟΠΕΣ ΣΤΟ ΤΖΙΝΑΒΟΝΗΣΙ
Είναι ξελογιάρα, και γω αβέλω μπάκολο για τον τζιναβότοπο, τζάκα πηγαίνουν αδερφές για να δικέλουν σερμελιές, και όπως πάντα αβέλει γκοντορελιά.
(Από το καλιαρντογράφημα του Τέο Ρόμβου).
Got a better definition? Add it!
Στα καλιαρντά είναι το νησί που προσελκύει τουρίστες. Και κυρίως νησιά που άκμαζαν στην ίδια εποχή με την άνθηση των καλιαρντών (ενώ και σήμερα είναι δημοφιλή), όπως η Ύδρα, οι Σπέτσες και η Μύκονος. Η τελευταία λέγεται και Τζιναβονήσι.
Αρριβάρω στον τουριστόβραχο και αβέλει γκοντορελιά.
Got a better definition? Add it!
Αλλιώς η τουριστοπαγίδα. Στα καλιαρντά είναι ειδικά η Ακρόπολη των Αθηνών, όπως καταγράφει ο Η. Πετρόπουλος. Συνώνυμο: Ασπρόκωλη.
Ντικ το τουριστότεκνο που αρρίβαρε για την Τουριστόφακα!
Got a better definition? Add it!