Μέρος όπου κάνει πολύ κρύο, με εσάνς μεξικανικού / τεξανικού τοπωνυμίου.

Πηγή: The inq.

Μην μας πας πάλι στο Λος Ψόφος για χριστουγεννιάτικες διακοπές, θα γίνουμε αρχαίοι!

(από polemarxos90, 29/11/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Καλοκαιρινός όρος για υπερσυγκέντρωση ιδρωμένων γυναικών σε παραλίες, κλαμπ και μπαράκια. Από το κουφόβραση, καύσωνα δηλαδή με συννεφιασμένο ουρανό.

Αν φυσήσει λίγο αεράκι και δροσίσει λέγεται και μουνοθύελλα.

Αν η παραλία είναι σε κατηφοριά λέγεται και μουνοπλαγιά.

- Πω ρε μάγκα! Τι μουνόβραση γίνεται εδώ μέσα! Ίδρωσε το μάτι μου!
- Kαι τι άρωμα όμως, ε;

βράζει γενικώς! (από BuBis, 27/05/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Εναλλακτικά:

  • Χιόνισε. Και το ‘στρωσε. Ας πούμε ένα γόνα και βάλε. Τι κάνεις; Παίρνεις το φτυάρι, ή ό,τι σαν φτυάρι, κι ανοίγεις κουπό. Τουτέστιν δρόμο, δηλαδή, μονοπάτι μέχρι ..το δρόμο. Κυκλοφορεί στα ορεινά.
  • Στην Αλόννησο, που δεν πολυκαταλαβαίνει από χιόνι, έτσι λένε λέει τα ίχνη που ακολουθεί ο σκύλος.

- Το ’στρωσε για τα καλά!!
- Σιγά το στρώσιμο. Σαν εσένα, όταν το ‘στρωνε, κάναμε ώρες ν’ ανοίξουμε κουπό με τον παππού σου.
- Τα καλά του θερμοκηπίου!

Κουπός. (από sstteffannoss, 03/03/12)Η κοινωνική της συνείδηση είναι συγκινητική. (από sstteffannoss, 03/03/12)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified