Άλλη μια λέξη για την κολλημένη με την θρησκεία θεούσα γυναίκα. Από το σήμα κατατεθέν - τα μαλλιά της δεμένα κότσο· με πιο ελεύθερη κόμμωση αποκαλείται γλαρίνα.
Άλλη μια λέξη για την κολλημένη με την θρησκεία θεούσα γυναίκα. Από το σήμα κατατεθέν - τα μαλλιά της δεμένα κότσο· με πιο ελεύθερη κόμμωση αποκαλείται γλαρίνα.
Got a better definition? Add it!
Το μεγάλο μανιτού, σύμφωνα με την Ινδιάνικη μυθολογία, ήταν το υπερφυσικό πνεύμα που καθόριζε την ισορροπία μεταξύ της ζωής και της φύσης. Η πανμέγιστη δύναμη της ζωής. Στα Ελληνικά έγινε κυρίως γνωστό μέσα από τα κόμιξ του Λούκυ Λουκ στα οποία οι Ινδιάνοι είχαν τοτέμ αφιερωμένα στο πνεύμα αυτό. Σλανγκιστί, μεγάλος μανιτού λέγεται περιγελαστικά αυτός ο οποίος κάνει πως τα ξέρει όλα, τον ξερόλα. Αν και χρησιμοποιείται για όλα τα θέματα, ο όρος αυτός βρίσκει μεγαλύτερη χρήση ως χαρακτηρισμός κάποιου που το παίζει αυθεντία σε σεξουαλικά ζητήματα, του πουτανιάρη.
(Βλέπε και μάζεψε την μην την πατήσουμε.)
- Ρε φίλε, άκου να δεις πως έχουν τα πράγματα: Οι γκόμενες χωρίζονται σε δύο κατηγορίες. Σε αυτές που βαθμολογούνται με 8 και πάνω και σε αυτές που είναι κάτω από 8. Αυτές που είναι χαμηλότερες του 8 είναι γενικά ανασφαλείς και για να τις ρίξεις πρέπει να τις κάνεις να νιώσουν σαν 9άρια ή ακόμα και 10άρια. Άρα, σε αυτές τις γκόμενες πρέπει να πετάς συνέχεια κομπλιμέντα για να τις κάνεις να νιώσουν ωραία. Το πως βαθμολογείσαι εσύ δεν έχει καμία σημασία για αυτές τις γκόμενες γιατί λόγω της ανασφάλειάς τους, τις φτάνει που τις κάνεις να νιώθουν πρώτο πράγμα. Το γεγονός αυτό και μόνο είναι αρκετό να επισκιάσει όλα τα μειονεκτήματά σου και να σε οδηγήσει στη νίκη του παιχνιδιού.
Αυτές που είναι από 8 και πάνω, συνήθως ξέρουν πού περίπου βρίσκονται και το μεγάλο λάθος που κάνουν συχνά οι άντρες είναι να τις τελειώνουν στα κομπλιμέντα και τις γλυκές κουβέντες. Η γκόμενα δεν δείχνει καμία συγκίνηση σε κάτι για το οποίο είναι σίγουρη. Σε αυτές τις περιπτώσεις, ο καλύτερος τρόπος αντιμετώπισης είναι το να πουλήσεις ιστορία και να ανεβάσεις τον εαυτό σου στα μάτια της. Η γκόμενα αυτή ψάχνει για κάποιον που είναι φαινομενικά ανώτερος από τους άλλους. Ενδείκνυται και μία δόση αδιαφορίας και εκεί που την περιτριγυρίζουν πολλοί, εσύ την αγνοείς επιδεικτικά κάνοντας όμως παράλληλα και την παρουσία σου γνωστή. Ακριβώς αυτή η κατηγορία γυναικών είναι που λέγονται και γραμματόσημα.
Έτσι έχουν τα πράγματα κολλητέ. Άκου με εμένα, το έχω φιλοσοφήσει το θέμα. Πώς νομίζεις πηδάω και άλλη κάθε μέρα;
-Σιγά ρε μεγάλε μανιτού εσύ...Κατούρα και λίγο...
Got a better definition? Add it!
Το παρατσούκλι-σήμα κατατεθέν του Πάπα Ρώμης Βενεδίκτου****ΙΣΤ', κατά κόσμον Joseph Ratzinger. Προκύπτει από την συγχώνευση του «Πάπας» και της αρχής του «Ράτσινγκερ», που είναι το επίθετό του.
To «παραπάτησε» στα λαρισαίικα. Από μακάβριο ανέκδοτο για τον θάνατο της Νταϊάνα.
Trivia: Ο ορίτζιναλ όρος προέρχεται από το όνομα paparazzo, που έφερε ένας φωτορεπόρτερ στην ταινία του Federico Fellini «Dolce Vita» το 1960. Πρόκειται ίσως για την πρώτη ταινία που ασχολείται τόσο εκτεταμένα με το φαινόμενο των παπαράτσι, κι έτσι ο μεγάλος Ιταλός σκηνοθέτης καθιέρωσε τον όρο με τον τσαμπουκά του! (Το όνομα το άντλησε από ένα βιβλίο του Γκήσινγκ).
I love PapaRatzi! Προπαγανδιστικά μπλουζάκια για το νέο Πάπα, κυκλοφόρησαν πολύ και στην Γερμανία με την εναλλαγή «Deutschland liebt PapaRatzi!».
(Διάλογος Λαρισαίων πριν μια δεκαετία και κάτι)
- Και πούς πέθανη η Νταϊάνα;
- Δην τά μαθης; Παραπάτση! (πώς οι Λαρισαίοι κατάλαβαν το «παπαράτσι»).
Got a better definition? Add it!
Εκτός από το σάντουιτς των ΜακΝτόναλντ, δηλώνει και τον Αρχιεπίσκοπο Αθηνών. Αποτελεί ταυτοχρόνως μεγεθυντικό, αλλά και σύντμηση του «Μακαριώτατος», που είναι ο ειδικός θεσμικός τρόπος απεύθυνσης στον Αρχιεπίσκοπο.
Χρησιμοποιήθηκε κυρίως ως περιπαικτικός όρος για να δηλώσει τον μακαριστό Αρχιεπίσκοπο Χριστόδουλο (Θεός σχωρέστον!) από αντι-χριστοδουλική μερίδα του Τύπου (λ.χ. «Ελευθεροτυπία») και κυρίως να περιγράψει τον πληθωρικό χαρακτήρα του.
Τώρα που ο νέος Αρχιεπίσκοπος έχει κάπως ισορροπήσει τις συμπάθειες, μένει στους λεξικογράφους να διαπιστώσουν αν το «Μπιγκ Μακ» ήταν τελικά χαρακτηρισμός θεσμού, όπως ας πούμε το «φαραώ», ή το «Μίνωας», ή χαρακτηρισμός προσώπου, όπως λ.χ. το «Φύρερ» (τυχαία τα παραδείγματα).
Αντώνυμο: Και πάσης Ελλάδος (χρησιμοποιείται από τους φίλα προσκείμενους)
- Τα 'μαθες; Πάλι σήκωσε τα λάβαρα της επανάστασης ο Μπιγκ Μακ!
- Έλα ρε, γουστάρω! Λοιπόν, πολύ τον πάω τον Μπιγκ Μακ!
- Εγώ πάλι, προτιμώ το ΜακΜπέικον...
Got a better definition? Add it!
Προέρχεται από τον όρο Δαλάι Λάμα. Ο Δαλάι Λάμα είναι ηγέτης του Λαμαϊσμού (Θιβετιανού Βουδισμού) και αντιπροσωπεύει τη ζωντανή ενσάρκωση μιας μορφής του Βούδα (της μορφής του ελέους).
Ο Σπαγκάι Λάμα αποτελεί έναν από τους Δαλάι Λάμα των τσιγκούνηδων. Έναν από τους οδηγούς και γκουρού τους δηλαδή. Παρόλο που οι καβούραμεν αναγνωρίζουν την αξία του δεν τον αποκαλούν έτσι, αφού ο όρος αποτελεί ειρωνική προσφώνηση. Ποιος τσιγκούνης δέχεται πως είναι σπάγκος;
Αντίθετα με τον Σπαγκάι που αναγνωρίζεται από τις ικανότητες του, ο συνάδελφος του ο Δαλάι επιλέγεται μετά τον θάνατο του Δαλάι - Λάμα ως εξής: ο διάδοχός εκλέγεται στο πρόσωπο του παιδιού που, την ώρα του θανάτου του Δαλάϊ Λάμα, γεννιέται και που, στο πρόσωπό του, αναγνωρίζονται από τους Λάμα μερικά σημάδια που πιστοποιούν τη νέα ενσάρκωση της μορφής του Βούδα, για την οποία γίνεται λόγος παραπάνω.
Όταν αποκαλούμε κάποιον έτσι, δεν αναφερόμαστε απλά, στο γλίνα, στον καβουράκια, στον αυγοζύγη, στον Σταρένιο, στο σπαγκόραμα και στον Σκρούτζ. Μιλάμε για κάποιον που ενσωματώνει τα παραπάνω χαρακτηριστικά, αλλά πάει ακόμα πιο πέρα. Μιλάμε για τον τσιγκούνη, που έχει συνειδητοποιήσει πως οι ευκαιριακές αποταμιεύσεις, οι ασυστηματοποίητες ενέργειες και οι ευρέως γνωστές μέθοδοι δεν οδηγούν στο επιθυμητό κατ' αυτόν αποτέλεσμα. Μιλάμε για κάποιον που έχοντας δει ζεστά το θέμα, έχει ανάγει την τσιγκουνιά σε επιστήμη.
Αυτός εργάζεται άοκνα, συστηματικά και μεθοδικά προσπαθώντας, πρώτον, να βρει τα ελάχιστα εκείνα πράγματα για τα οποία πρέπει να γίνονται έξοδα και κατά δεύτερον στύβει το μυαλό του προσπαθώντας να επινοήσει νέους τρόπους αποτελεσματικότερης διαχείρισης των εξόδων. Εργάζεται και στο θεωρητικό πεδίο, αλλά και στο πεδίο της υλοποίησης. Είναι ένας Κύρος Γρανάζηςτης οικονομικής διαχείρισης. Θεωρεί πως η προσπάθεια για επινόηση νέων τρόπων ελαχιστοποίησης των εξόδων τον κάνει σοφότερο. Ή, μ' άλλα λόγια, τον κάνει λαμότερο ή και λαμογιότερο ακόμα.
Αν θεωρήσουμε την ακρίβεια πόλεμο, τότε το έργο του μοιάζει σαν την έρευνα που κάνουν τα κράτη σε χαλεπούς καιρούς για να αντεπεξέλθουν (γι' αυτόν βέβαια οι καιροί είναι πάντα χαλεποί). Όπως μια πραγματική ανάγκη οδηγεί σε νέα γνώση, έτσι η αντίληψη τής ανάγκης από τον φραγκοκίλλερ (είτε είναι πλούσιος, είτε όχι) μπορεί να οδηγήσει κατά τη γνώμη του, σε νέα επιτεύγματα.
Ωστόσο άλλοι τον θεωρούν γραφικό και φυλακισμένο σε μια χρυσή φυλακή (στην περίπτωση που είναι πλούσιος) κι άλλοι πως έχει ευέλικτο και δημιουργικό νου και πως είναι φωστήρας των απανταχού «οικονόμων» (τσιγκούνηδων) και πεφωτισμένος ηγέτης τους.
- Άσε, είχα πάει στο σπίτι της Μαρίας και έμαθα πως ο άνδρας της φτιάχνει ένα σύστημα που παίρνει τα νερά του μπάνιου και τα οδηγεί στο καζανάκι για να γίνεται οικονομία στο νερό. Κι αυτός παρακαλώ... καμαρώνει με τις μαλακίες του. Χύνει με την πάρτη του, το όργιο.
- Ε... ε... αυτός μ' αυτά που κάνει... δεν τον λες απλό τσιγκούνη. Σπαγκάι Λάμα τον λες.
Βλ. και τσίπης, καβούρια έχει στις τσέπες - καβουράκιας, καρφώνω τη δεκάρα στον τοίχο
Got a better definition? Add it!
Παραφθορά του εκκλησιαστικού όρου «Παναγιώτατος», αναφερόμενη σε εξτρεμιστή ιερέα της ορθόδοξης εκκλησίας, ο οποίος απειλεί με τον λόγο του και τη στάση του αντίχριστους, προδότες, κουλτουριάρηδες, ομοφυλόφιλους και γενικά όποιον έχει γνώμη και άποψη διαφορετική από την δική του και της επίσημης εκκλησίας.
Πρώτη φορά χρησιμοποιήθηκε για τον μητροπολίτη Θεσσαλονίκης Παντελεήμονα το 1992, λόγω του εξτρεμισμού του λόγου του.
(χωρίς παράδειγμα)
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified